Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Προσοχή στο κενό ανάμεσα στην Άννυ και την αδρΆννυα


Προσοχή στο κενό ανάμεσα στην Άννυ και την αδρΆννυα

Κ. Fullmoon
Ένας στους τέσσερεις Έλληνες αγοράζουν σεξ με θύματα τράφικινγκ, ή με ανήλικα κορίτσια που τα εκμεταλλεύονται ξένες και εγχώριες μαφίες. Kορίτσια που καταλήγουν με Aids είτε γιατί το κολλάνε απ’ τη σύριγγα της πρέζας -που μπαίνει στη φλέβα τους ακόμα και παρά τη θέλησή τους για να μετατρέπονται σε άβουλα κομμάτια κρέας- είτε γιατί το κολλάνε από τα σάπια κομμάτια κρέας που αδειάζουν πάνω στο κορμί τους τα βίτσια τους χωρίς προφύλαξη.



Ένας στους τέσσερεις Έλληνες έχει αγοράσει σεξ, με κοπέλα που μπορεί να κλαίει σιωπηρά τη νύχτα απ’ το μαρτύριό της τρέμοντας μην ακουστεί και τη χτυπήσουν κι άλλο, ή που εύχεται με ματωμένη μύτη απ’ το ξύλο να πεθάνει, αλλά δεν μπορεί να κάνει ούτε αυτό, γιατί τόσο πολύ δεν ελέγχει τη ζωή της.

Τέσσερεις στους τέσσερεις Έλληνες καταδίκασαν χτες με φρίκη και αποτροπιασμό το έγκλημα σε βάρος της μικρούλας, ζητώντας να χορέψουν, να φτύσουν, να χέσουν, να κατουρήσουν πάνω στον τάφο του φονιά, πρεζάκια, πούστη, πατέρα, και κανιβαλίζοντας την πουτάνα, χασικλού μάνα. Ανάμεσά τους κράυγαζε κι ο ένας στους τέσσερεις, αυτός που ίσως θα γαμούσε την Άννυ στα δεκάξι της, στο κέντρο της Αθήνας ή όποιας άλλης πόλης της επιφύλασσε το μέλλον της αθλιότητας που αποκαλούνταν «ζωή» γι’ αυτό το κοριτσάκι, κι αφού εξελισσόταν σήμερα μέσα σε τέτοιες συνθήκες, μπορεί εύκολα να κατέληγε στα χέρια των εμπόρων της σάρκας, ή και της παιδικής πορνογραφίας αύριο.

Ο φονιάς πατέρας λίγο με ενδιαφέρει, γιατί η ψυχοπαθολογία του είναι τόσο βαθιά, που παροπλίστηκε από μόνος του στα 27 του και δόθηκε από μόνος του βορά στις αρένες του Καίσαρα. Θα καεί τώρα στην πυρά των μαγισσών που στήνονται για να μπορεί να αποστασιοποιείται από τις δικές του ευθύνες, ο νοικοκυραίος της διπλανής πόρτας -αυτός που τις νύχτες βολτάρει στην Αθηνάς στις ανήλικες πόρνες- να λυτρώνεται από τη δική του σαπίλα, να παίρνει άφεση για τη δική του συνενοχή με την ευλογία μιας κοινωνίας άρτου και θεαμάτων, που τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε σχέση με τέτοιους φονιάδες, έτσι ώστε να μουδιάζει τελικά χορτασμένος κι αυτοκατεσταλμένος μέσα στο παραιτημένο, νοσηρό τίποτα που δέχεται να έχει για ζωή.

Κι αφού πια αποδοθεί η δικαιοσύνη του όχλου στο φονιά, κι αφού χορτάσει τιμωρία ο ατιμώτητος τιμωρός, αυτός που γαμούσε προχτές την δεκαεξάχρονη Άννυ,Τερέζα, Αμίνα, Μαρία, Νιέβες, θα πέσει για ύπνο, παίζοντας πρώτα τη μαλακία που τον χαλαρώνει, και με τα μάτια κλειστά θα θυμάται τη φρέσκια προχτεσινή δεκαεξάχρονη σάρκα, και καθώς θα τρέμει στα σκοτεινά, θα προσέχει μην ακουμπήσει κατά λάθος τη γυναίκα του, και για να μη την ξυπνήσει, αλλά και για να μην τον ξενερώσει ο κώλος της, ο γεμάτος κυτταρίτιδα, και του πέσει.

Αφού τελειώσει στα πνιχτά, λερώνοντας το μοσχομυριστό σώβρακο που του’χε η γυναίκα του σιδερωμένο, και καλά μπαλωμένο να μη φαίνεται, θα ροχαλίσει. Το πρωί θα αφήσει λεφτά στη γυναίκα του για τη λαϊκή, για το φροντιστήριο των παιδιών και τη ΔΕΗ γαμωσταυρίζοντας για την ακρίβεια, θα φωνάξει στην κόρη του που φεύγει κι εκείνη για το σχολείο πως αν την ξαναδεί με τέτοιο μπλουζάκι σαν αυτό τις προάλλες που ήταν τα μισά βυζιά της έξω για θα την πατήσει κάτω, και θα φύγει για το μαγαζί.

Η γυναίκα του -η μία στις τέσσερεις Ελληνίδες που έχει για στεφάνι της και για κορώνα στο κεφάλι της κάποιον που γαμάει δεκαεξάχρονες για λεφτά- και που μεγαλώνει τα παιδιά για να γίνουν «σωστοί αθρώποι κι όχι ζωάδια», θα κάνει τις δουλειές του σπιτιού, και τινάζοντας τα χαλιά, θα μιλήσει απ’ το μπαλκόνι με τη γειτόνισσα γι’ αυτή τη μαύρη με τα χαϊμαλιά και τις τζίβες, που μας έχει κουβαλήθεί εδώ και νοικιάζει στο υπόγειο, κι επειδή είναι βρωμιάρα έχουμε γεμίσει κατσαρίδες, και κυκλοφοράει με τον κώλο έξω όλη μέρα, και τη βλέπει κι ο γέρος του τρίτου και του τρέχουν τα σάλια, που δεν ντρέπεται δηλαδή κι αυτός εκατό χρόνων άνθρωπος, αλλά τι να πεις τώρα αυτός γέρος είναι, χαμένα τα’χει, το ξέκωλο φταίει.

Ύστερα θα πάει στη λαϊκή και γυρνώντας σπίτι να μαγειρέψει, θα περάσει από την εκκλησία -δεν πειράζει που είναι φορτωμένη σα μουλάρι και θα της φύγει ο πάτος- πρέπει ν’ ανάψει ένα κερί, είναι των Ταξιαρχών σήμερα.

Γυρίζοντας θα διασταυρωθεί στην εξώπορτα με τη φοιτήτρια με τα μωβ μαλλιά και τα σκουλαρίκια στη μύτη αυτή που είναι σαν μαϊμού, γι’ αυτό ταίριαξε με την αράπω – δεν ντρέπεται, και άραγε το ξέρουν οι γονείς της που της στέλουν λεφτά για να σπουδάσει ότι είναι όλο όλο σούξου μούξου με τη βρωμιάρα και της πάει το μούλικο βόλτα όταν πλένει τα σκαλιά αυτή, για να καλοπερνάνε και να μας κουβαληθούνε κι άλλοι!

Μετά μόλις μπει στο σπίτι, θα βάλει γρήγορα-γρήγορα το φαϊ και θα ανοίξει τηλεόραση μη χάσει τα νέα για τη συνέχεια μ’ αυτόν που έβρασε το παιδάκι, που να το βράσουν το τέρας αφού το παλουκώσουν και το γδάρουν ζωντανό πρώτα!

Προσωπικά χέστηκα για το φονιά. Τον ξέρω κι εγώ όπως τον ξέρουν και τον δείχνουν όλοι.

Το πρόβλημά μου είναι αυτό το απαλλαγμένο από κάθε κατηγορία, θανατηφόρο ζευγάρι, που μεγαλώνει τις αυριανές συνειδήσεις, και που όσο γλαφυρά κι αν το σκιαγραφώ πάνω στο χαρτί, όταν διασταυρώνομαι μαζί τους εκεί έξω, επειδή έχουν την ασυλία του όχλου στον οποίο ανήκουν και δεν τους αναγνωρίζω με τη μία, αν τους σκουντήσω στο δρόμο κατά λάθος, τους ζητάω συγνώμη, κι όταν τους πέφτουν τα ψώνια απ’ τη λαϊκή σκύβω να τους βοηθήσω να τα μαζέψουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου