Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Ξανά επίκαιρη η «ποίηση της ήττας»;

Ξανά επίκαιρη η «ποίηση της ήττας»;

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Επειδή η Ιστορία έχει το κακό συνήθειο να επαναλαμβάνεται και σαν δράμα, και όχι μόνο σαν φάρσα, στον χώρο της Αριστεράς, ανεξάρτητα από κόμματα και συνιστώσες, απέκτησαν τις τελευταίες εβδομάδες δραματική επικαιρότητα οι ποιητές της εκείνοι που αντί των δοξαστικών, μαρτυρολογικών και αγιογραφικών στίχων επέλεξαν τη στάση της τίμιας κριτικής. Μιλάω για τους ποιητές-πολίτες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (που σχηματικά αποκλήθηκε «γενιά της ήττας»), αλλά και της δεύτερης, η οποία, όπως έγραφε ο Δημήτρης Χατζής, «με την κριτική της στάση απέναντι στις δοτές ιδέες μάς βοήθησε να ξεπεράσουμε τα ιδεολογικά κλισέ». Από τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Τίτο Πατρίκιο και τον Μιχάλη Κατσαρό έως τον Βύρωνα Λεοντάρη και τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και όσους άλλους έθεσαν το δάχτυλό τους επί τον τύπον των ήλων. Για να μιλήσουν όχι πια για την πυρκαγιά που θα ’καιγε τον παλιό κόσμο για να βρει τον τόπο του ένας καινούριος, αντάξιος των ανθρώπων και της ελπίδας τους, αλλά για τα αποκαΐδια και τις στάχτες. Τον Γιάννη Ρίτσο δεν θα μπορούσαμε να τον προσθέσουμε, γιατί ο δικός του κριτικός και αυτοκριτικός λόγος, ο ποιητικός και ο αλληλογραφικός, δημοσιεύτηκε μετά θάνατον· με μια εσκεμμένη χρονοκαθυστέρηση που αδίκησε την ποίησή του.

Στους εμβληματικούς στίχους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς συγκαταλέγονται οπωσδήποτε οι δύο πρώτοι του ποιήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη «Κι ήθελε ακόμη...», της συλλογής «Συνέχεια» (1954). Γνωστότατοι είναι, χρησιμοποιήθηκαν άλλωστε με υψηλή συχνότητα τις τελευταίες ημέρες, μολαταύτα τους θυμίζω: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Ομως εγώ / δεν παραδέχτηκα την ήττα». Με τους στίχους αυτούς διασταυρώνονται και συνομολογούν οι -λιγότεροι γνωστοί, πάντως επίσης εμβληματικοί- τέσσερις τελευταίοι στίχοι από το ποίημα του Αρη Αλεξάνδρου «Η στενογραφία της νεκρής ζώνης», που γράφτηκε στον Αϊ-Στράτη της εξορίας το 1951 και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Αγονος γραμμή»: «Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα. / Οποιος βρεθεί με άλογο / του μένει να τραβήξει για την ήττα / καβαλάρης».

Αναγνωστάκης και Αλεξάνδρου, γράφοντας σε βαρύτατους καιρούς, συμφωνούν στο μέγα γεγονός, την Ηττα (ήττα πολιτική, και σίγουρα όχι ηθική). Δεν θέλουν όμως να δώσουν στον χαιρέκακο νικητή τη δυνατότητα του χλευασμού και της οριστικής συντριβής τους. Ούτε εθελότυφλο βολονταρισμό έχουμε εδώ ούτε αριστερίστικο λυρισμό, όπως θα αποφαίνονταν οι μαιτρ του «ρεαλισμού». Πείσμα έχουμε. Ενα πείσμα που το γεννάει ο αυτοσεβασμός, ο σεβασμός για όσους ανώνυμους μοιράστηκαν μαζί σου την ίδια ελπίδα και την ίδια απογοήτευση, και εκείνη η «πολλή πίκρα πολλή μνήμη πολλή νόηση», η «ολόπικρη νόηση», πάλι του Αναγνωστάκη, στις «Εποχές 2» του 1948. Δεν παριστάνεις ότι δεν βλέπεις αυτό που σου έχει συμβεί· δεν υποκρίνεσαι, πολύ χειρότερο αυτό, ότι τίποτε δεν σου έχει συμβεί. Το κοιτάς κατάματα και δεν του επιτρέπεις να σε τσακίσει διά της διαβολής. Γιατί τότε η ήττα θα ήταν πανωλεθρία.

Σε ηρεμότερες εποχές, το 1983, ο Τάσος Λειβαδίτης, στον «Τυφλό με τον λύχνο», εμφανίζεται στην αναψηλάφησή του πνιγμένος από την πεποίθηση της ματαιότητας: «Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας - αλλά μάταια, κατά πού πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά, πού πήγε ο άνεμος που σκόρπισε τόσους συντρόφους [...] - ένα τέτοιο παρελθόν και δεν απόμεινε παρά λίγη στάχτη». Μελαγχολικός και ο Λυκιαρδόπουλος: «Οταν ήρθαμε / υποχωρούσαν τα μεγάλα οράματα αποδεκατισμένα / τα υπόγεια καταφύγια του στίχου / τώρα μας πήραν δρόμοι χωρίς επιστροφή / βήμα προς βήμα συλλαβίζαμε την έρημη δεκαετία».

Η έρημη πενταετία των μνημονίων, για να έρθουμε στα δικά μας, έφερε στην κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που έκανε ορισμένους στην Ευρώπη να μιλούν τρομαγμένοι για μπολσεβίκους και για «εν μέρει κομμουνιστική κυβέρνηση», και να δρουν αντιδημοκρατικότατα, για να μη μεταδοθεί ο «ιός» σε άλλες χώρες. Δεν ήταν αποκλειστικά αρνητική, αγανακτισμένη, η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπερψηφίστηκε μόνο για να τιμωρηθούν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, που μοιράστηκαν την εξουσία στη μεταπολίτευση και κατάφεραν να καταστήσουν τη χώρα δέσμια της τρόικας, με μειωμένη κυριαρχία και με την υποχρέωση να υλοποιήσει μνημόνια πασίδηλης αδικίας και αναποτελεσματικότητας. Ηταν και ψήφος θετική.

Μεγάλο τμήμα του λαού εμπιστεύτηκε ένα νέο κόμμα, όχι μόνο (ή όχι τόσο) επειδή δελεάστηκε από την αφειδώλευτη προεκλογική παροχολογία και τις μαξιμαλιστικές υποσχέσεις του. Του δάνεισε τη δύναμη της ψήφου του με την πίστη ότι ένας σχηματισμός αμέτοχος στο σύστημα νομής της μεταπολιτευτικής εξουσίας θα μπορούσε επιτέλους να πετύχει ή έστω να ξεκινήσει ό,τι εννοούμε ως επανίδρυση του κράτους: μια φορολογική μεταρρύθμιση με στόχο τη δίκαιη αναδιανομή των βαρών, τη διάλυση του πελατειακού συστήματος, τον πόλεμο στη διαπλοκή και τη διαφθορά, την ανασύνταξη του διαλυμένου κράτους πρόνοιας. Και βέβαια τη συνυπογραφή μιας συμφωνίας που, αναγνωρίζοντας τις πενταετείς θυσίες των Ελλήνων, θα απομακρυνόταν από την ατελέσφορη μνημονιακή λογική και θα προνοούσε για μια γενναία αναδιάρθρωση του χρέους. Δεν είναι ακριβώς «μεγάλο όραμα» όλα αυτά, ορίζουν όμως τη βαθιά ανάγκη της ελληνικής πολιτείας, αν θέλει να ορθοποδήσει.

Εκμεταλλευόμενοι και τα διαπραγματευτικά λάθη της κυβέρνησης οι πιστωτές επέβαλαν μια συμφωνία με επιδεινωμένα τα αρνητικά γνωρίσματα των προηγούμενων μνημονίων. Μια προσχεδιασμένη, γερμανόπνευστη συμφωνία-τιμωρία. Η ήττα είναι οφθαλμοφανής, άλλωστε ουδείς την απέκρυψε. Και είναι ήττα μιας χώρας, όχι μιας κυβέρνησης ή ενός κόμματος. Τα αισθήματα ματαίωσης και ακύρωσης που κυριαρχούν ξεπερνούν τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί σε κάτι καλύτερο, κάτι δικαιότερο και τιμιότερο, πίστεψαν και πολλοί ψηφοφόροι του ΚΚΕ, ό,τι κι αν λέει η ηγεσία τους, πιστή στο μεταφυσικό της πλάνο, αλλά και οπαδοί της Κεντροαριστεράς, ακόμα και της Κεντροδεξιάς, όσοι έβλεπαν τις δικές του παρατάξεις και ηγεσίες αδύναμες και απρόθυμες να πράξουν διαφορετικά απ’ ό,τι ορίζει η παράδοση της φθοράς τους και της διαφθοράς τους.

Για να επιστρέψουμε στο «καταφύγιο που φθονούμε», ο Λεοντάρης μάς παρέδωσε το στίχο «Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής». Αλλά και πολίτες, γενικά, μόνο διά της λύπης είμαστε, αρκεί να μην της επιτρέψουμε να δράσει παραλυτικά. Αυτό δεν είναι μόνο του χεριού μας. Αλλά είναι και του χεριού μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου