Η κρίση όξυνε το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε. με δύο τρόπους. Οικονομικά, ανατράπηκε η διαδικασία σύγκλισης των οικονομιών των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών προς τον μέσο όρο της Ένωσης. Με την έννοια αυτή, ο διαχωρισμός μεταξύ Βορρά και Νότου, καθώς και Δύσης και Ανατολής, έγινε και πάλι αισθητός.
Πολιτικά, η όξυνση των περιφερειακών ανισοτήτων επανέφερε στο προσκήνιο τις σχέσεις ιεραρχίας μεταξύ των ισχυρότερων και των πιο αδύναμων χωρών με πολιτικούς και οικονομικούς όρους στο πλαίσιο της Ε.Ε.. Έτσι, οι ελίτ της Γερμανίας και άλλων χωρών, κυρίως του Βορρά της Ευρώπης, ηγεμονεύουν στη λήψη αποφάσεων και στη διαμόρφωση των βασικών κατευθύνσεων πολιτικής. Εξάλλου, η αυστηροποίηση των δημοσιονομικών κανόνων στην κατεύθυνση της εφαρμογής μέτρων λιτότητας και η απαίτηση οι εν λόγω κανόνες να έχουν συνταγματική ισχύ καταδεικνύει το βάθεμα του δημοκρατικού ελλείμματος στο πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης από τις κυρίαρχες ελίτ.
Η λιτότητα και η δημοκρατία, έννοιες πολύπλευρες και άρρηκτα συνδεδεμένες, αποτελούν την "ευρωπαϊκή εμπειρία" της χρηματοπιστωτικής και της οικονομικής κρίσης. Σε καμία όμως περίπτωση δεν εξαντλούνται στο πεδίο της οικονομίας.
Η περίφημη Διατλαντική Εταιρική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων -η γνωστή TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership)- αποτελεί παράδειγμα δημιουργίας κανόνων που αφορούν σε κοινωνικές επιλογές και συλλογικές προτιμήσεις. Μόνο που οι κοινωνίες των χωρών της Ευρώπης δεν ρωτήθηκαν. Ακόμα χειρότερα, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τι συζητείται πίσω από τις κλειστές πόρτες, οι οποίες ανοίγουν επιλεκτικά για ορισμένα συμφέροντα με προνομιακές σχέσεις με τα κέντρα εξουσίας στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές επίπεδο.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παρατηρήσεις, η αδυναμία της Ε.Ε. να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Θα λέγαμε ότι το αντίθετο θα ήταν μια... ευχάριστη έκπληξη! Κι αυτό, γιατί το έλλειμμα δημοκρατίας και η συνακόλουθη διεύρυνση των ανισοτήτων στην Ε.Ε. σε όλα τα πεδία επιδρά στις διαθέσεις της κοινωνίας, ενώ εκτρέφει πολιτικές συμπεριφορές που καλλιεργούν την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και, στη χειρότερη περίπτωση, τον φασισμό.
Δυστυχώς, η αντιμετώπιση του δράματος των προσφύγων από τις χώρες Βίσενγκραντ -Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία και Σλοβακία- ανέδειξε το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί η Ε.Ε. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών βρίσκονται, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία), υπό την πίεση ή την επιρροή δυνάμεων της Άκρας Δεξιάς. Το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου και ο αποκλεισμός χιλιάδων ανθρώπων στην Ελλάδα σε άθλιες συνθήκες, με την απελπισία να ορίζει τις σκέψεις και τις πράξεις τους, αποκαλύπτει τις ρωγμές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ρωγμές που δύσκολα θα γεφυρωθούν στο μέλλον.
Παρατηρείται όμως και το παράδοξο, αυτή τη στιγμή, οι ελίτ της Γερμανίας να κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο του δικού τους ακροατηρίου! Έχοντας εθίσει την κοινή γνώμη στην αντίληψη της υπεροχής της Γερμανίας σε σχέση π.χ. με την υπερχρεωμένη Ελλάδα, τώρα δυσκολεύονται να την πείσουν για τη σκοπιμότητα υποδοχής μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη και στη Γερμανία!
Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, καθώς και η ανάδειξη μιας σειράς προοδευτικών δυνάμεων στη Νότια Ευρώπη και σε άλλες χώρες -Βρετανία, Ιρλανδία- υποδηλώνει ότι όχι μόνο υπάρχει εναλλακτικός δρόμος, αλλά και ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας είναι αποφασισμένο να δώσει τη μάχη για τη δημοκρατία και την πρόοδο με όρους κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Αυτή είναι η ελπίδα που οφείλουμε να υπηρετήσουμε.
Η οικοδόμηση της Ευρώπης με όρους κοινωνικής ευημερίας δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Είναι όμως δυνατή και αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας χτίζοντας τη συμμαχία ενάντια στη λιτότητα στην κατεύθυνση της δημοκρατίας.
 Μέτρα κατά της λιτότητας και υπέρ της δημοκρατίας
Η λιτότητα όξυνε το πρόβλημα της υπερχρέωσης και της απομόχλευσης. Συνεπώς, η διάρρηξη του κύκλου προϋποθέτει την παρέμβαση του κράτους (α) στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης και (β) στην ελάφρυνση του χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μέσω του πληθωρισμού, καθώς και μέσω της επωφελούς ρύθμισης των χρεών τους. Η προσπάθεια της ΕΚΤ και της νομισματικής πολιτικής να παράσχει ρευστότητα στην οικονομία της Ευρωζώνης πρέπει να συνδυαστεί και με άλλα μέτρα οικονομικής πολιτικής.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η συζήτηση για το δημόσιο χρέος και την ανάγκη περιορισμού του κόστους εξυπηρέτησής του έχει κεφαλαιώδη σημασία. Αντίστοιχα, η ελάφρυνση του ιδιωτικού τομέα από τα συσσωρευμένα χρέη προς τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικούς φορείς είναι καθοριστική για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Η ύφεση και η διαχείρισή της από τις κυρίαρχες ελίτ όξυνε τις ανισότητες σε όλα τα επίπεδα. Η αντιμετώπιση των ανισοτήτων με την ανακατανομή των βαρών και την ενίσχυση των πλέον ευάλωτων ομάδων ευνοεί τη ζήτηση, καθώς και την ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου με κοινωνική δικαιοσύνη. Μια τέτοια προσέγγιση εξάλλου ικανοποιεί και το κριτήριο της δημοκρατίας.
Η επίμονα υψηλή ανεργία σε πολλές χώρες της Ε.Ε και ιδιαίτερα στις χώρες της περιφέρειας, η οποία θίγει ακόμα περισσότερο τους νέους, τροφοδοτεί τις ανισότητες με δυναμικό τρόπο, απαξιώνοντας ολόκληρες γενιές. Στον βαθμό που το φορντικό μοντέλο προηγούμενων δεκαετιών ελάχιστα ισχύει πλέον στις χώρες της Ε.Ε., η εργασία έχει κοινωνικοποιηθεί. Συνεπώς, το κράτος οφείλει να παράσχει το απαραίτητο πλαίσιο για τη στήριξή της, μέσω της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και άλλων μορφών παρέμβασης λιγότερο ή περισσότερο άμεσων.
Τα παραπάνω αποκτούν επείγοντα χαρακτήρα στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία κινδυνεύει να απολέσει έναν από τους πλέον σημαντικούς της πόρους, τους νέους ανθρώπους, που μεταναστεύουν σε άλλες χώρες σε αναζήτηση του μέλλοντός τους. Απαιτείται σχέδιο επανόρθωσης της οικονομίας και αξιοποίησης των ταλέντων τους. Ο αναπτυξιακός νόμος και η ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τις εισροές από διάφορα Κοινοτικά προγράμματα και τον φθηνό δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εξυπηρετούν αυτή τη στόχευση.
Σε επίπεδο Ε.Ε., η συνταγματοποίηση της πολιτικής λιτότητας αποτελεί περιφρόνηση προς τη δημοκρατία. Αντί της έμφασης στη δημοσιονομική πολιτική και μάλιστα περιοριστικού χαρακτήρα, απαιτείται πολιτική ανάπτυξης με όρους κοινωνικής και οικολογικής βιωσιμότητας. Η έννοια της ανταγωνιστικότητας στην Ε.Ε. ορίζεται σε σχέση με το κόστος εργασίας. Στην πραγματικότητα, υπεισέρχονται πολλοί άλλοι παράγοντες, τους οποίους η κυρίαρχη πολιτική παραβλέπει.
Η διαρθρωτική και περιφερειακή πολιτική της Ε.Ε. πρέπει να επαναδιατυπωθεί και να συσχετισθεί με τις ανισορροπίες μεταξύ των χωρών με πλεόνασμα στις εμπορικές τους συναλλαγές και εκείνων με έλλειμμα. Το χάσμα δεν μπορεί να γεφυρωθεί με τη συμπίεση της αμοιβής της εργασίας στις ελλειμματικές χώρες.
Η εμπειρία της Ελλάδας είναι διδακτική. Η όποια μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου έχει προκύψει κατά κύριο λόγο από τη μείωση των εισαγωγών. Για την αύξηση των εξαγωγών, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ενίσχυση της ποιότητας των ελληνικών προϊόντων στη διεθνή αγορά και η αύξηση της ζήτησης για προϊόντα αυτού του είδους.
Η αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού αποτελεί πάγιο αίτημα των ριζοσπαστικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Όμως, στο πνεύμα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης των κυρίαρχων ελίτ, το μέγεθος του κοινοτικού προϋπολογισμού σε σχέση με την οικονομία της Ε.Ε. μειώνεται σταθερά. Σήμερα είναι μικρότερο από το 1% του ΑΕΠ των χωρών της Ε.Ε. Επιπλέον υπάρχει η υποχρέωση του ισοσκελισμού του. Είναι προφανές ότι γενικώς οι ανάγκες και ειδικώς η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών δεν αντιμετωπίζονται χωρίς κοινοτική αλληλεγγύη. Για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, η οποία αποτελεί πολιτική και ηθική υποχρέωση της Ε.Ε., σημαίνει αυξημένη ανάγκη πόρων.
Το θέμα της Συμφωνίας TTIP βάζει την Ε.Ε. σε νέες περιπέτειες, με αρνητικές συνέπειες για τους λαούς της. Βασική αρχή για τις διεθνείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της Ε.Ε. πρέπει να είναι ο αμοιβαίος σεβασμός και εμπιστοσύνη μεταξύ των εταίρων, που υπονομεύονται από τη συμφωνία αυτή.
Οι ασύμμετρες σχέσεις που δημιουργούνται στην Ευρώπη συνολικά προοιωνίζονται νέες συγκρούσεις με αρνητικές συνέπειες. Στη θέση τους η Ε.Ε. οφείλει να ενισχύσει τη δυναμική των περιφερειών της για κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη και δημοκρατία μέσα από τον σεβασμό στον δημόσιο διάλογο.