Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Αναλυτές: Στο μυαλό του Ντράγκι η Ελλάδα - Οι επόμενες κινήσεις για ενίσχυση της ρευστότητας

ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ 2ΑΣ ΙΟΥΝΙΟΥ

Αναλυτές: Στο μυαλό του Ντράγκι η Ελλάδα - Οι επόμενες κινήσεις για ενίσχυση της ρευστότητας

Τα οφέλη που θα έχουν για τις ελληνικές τράπεζες και εν γένει την οικονομία της χώρας οι επόμενες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διερευνούν με αναλύσεις τους μεγάλοι οίκοι του εξωτερικού.

Η αποδοχή και πάλι των ελληνικών ομολόγων ως collateral, θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν σημαντικά την εξάρτησή τους από τον πιο ακριβό ELA.

Αυτό αναφέρει σε ανάλυσή της η UBS, επισημαίνοντας ότι το ελληνικό ζήτημα θα βρεθεί στο επίκεντρο της συνεδρίασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την επόμενη εβδομάδα.

Ειδικότερα όπως υποστηρίζει η ελβετική τράπεζα σε σημείωμά της το ενδιαφέρον των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρωζώνης θα μονοπωλήσουν η Ελλάδα, οι αγορές εταιρικών ομολόγων, το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου για το πρόγραμμα ΟΜΤ, η οποία αναμένεται στις 21 Ιουνίου.

Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ο κ. Ντράγκι και το Δ.Σ. της ΕΚΤ θα αξιολογήσουν τα μέτρα που ψηφίστηκαν από το ελληνικό κοινοβούλιο, καθώς και την απόφαση του Eurogroup, και τι σηματοδοτούν αυτά σχετικά με επαναφορά του waiver για τα ελληνικά ομόλογα και την ένταξή τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Όπως υποστηρίζει η UBS, η αποδοχή και πάλι των ελληνικών ομολόγων ως collateral, θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν σημαντικά την εξάρτησή τους από τον πιο ακριβό ELA.

Ως προς τις προοπτικές του προγράμματος QE, η UBS εκτιμά ότι προς το παρόν, η πολιτική της ΕΚΤ δεν θα αλλάξει. Ωστόσο, αργότερα μέσα στο έτος θα επαναξιολογήσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και θα σηματοδοτήσει στις αγορές πώς θα προχωρήσει μετά τον Μάρτιο του 2017: α) αν θα συνεχίσει τις αγορές assets όπως πριν ( 80 δισ. ευρώ μηνιαίως), β) αν θα αρχίσει αν τις περιορίζει σταδιακά ή γ) θα τις σταματήσει τελείως.

Με δεδομένη την πρόσφατη αύξηση της τιμής του πετρελαίου, το βασικό ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό η ΕΚΤ θα αυξήσει τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό για το 2016-2018 και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης μετά τον Μάρτιο του 2017.

Ο ελβετικός οίκος θεωρεί ότι η βασική πρόκληση για τον Μάριο Ντράγκι είναι να μην χρησιμοποιήσει επιθετική ρητορική, εν μέσω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου και της ισχυρής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το πρώτο τρίμηνο.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τράπεζας, η ΕΚΤ θα αυξήσει τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη της ευρωζώνης στο 1,6% από 1,4%, ενώ θα αναθεωρήσει τις προβλέψεις τις για τον πληθωρισμό στο 0,3% από 0,1% για φέτος, στο 1,6% από 1,3% για το 2017 και στο 1,7% με 1,8% από 1,6% για το 2018.

Η UBS εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα αποφύγει να στείλει ισχυρά σήματα σχετικά με τη διάρκεια της ποσοτικής χαλάρωσης μετά τον Μάρτιο 2017 και να το αναβάλει για τις συνεδριάσεις της στις 8 Σεπτεμβρίου ή τις 8 Δεκεμβρίου, οπότε και θα παρουσιάσει τις νέες μακροοικονομικές της προβλέψεις.

Μικρό ... καλάθι κρατά η BofA Merrill Lynch

Τον πήχη των προσδοκιών ως προς τα οφέλη που θα έχει η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ επιχειρεί να ρίξει στο μεταξύ με ανάλυσή της η BofA Merrill Lynch. Σε ανάλυσή της η αμερικανική τράπεζα χτυπά «καμπανάκι», λέγοντας ότι το QE δεν αποτελεί και τόσο μεγάλο ... δώρο, παρά την μανία της αγοράς.

Σύμφωνα με τον αναλυτή, Θάνο Βαμβακίδη, παρά τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης υπάρχουν ακόμα πολλές αβεβαιότητες, ενώ αναμένεται να ασκηθούν στη χώρα περαιτέρω πιέσεις στο κοντινό μέλλον και σίγουρα πριν την λήξη του προγράμματος το 2018. 

Ωστόσο, αυτό που κάνει η συμφωνία της 24ης Μαΐου είναι να διασφαλίζει ότι αυτό το καλοκαίρι δεν θα έχουμε πρωτοσέλιδα του ελληνικού δράματος και ανοίγει τον δρόμο για ομαλοποίηση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών και την αποδοχή των ελληνικών τίτλων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. 

Το timing όμως αυτών των κινήσεων παραμένει ακόμα αβέβαιο αλλά αν δεν υπάρξει κάποιο άλλο σοκ, είναι απλά θέμα χρόνου.

Όπως επισημαίνει η BofA ένα από τα μεγάλα ερωτήματα είναι πλέον πότε θα επανέλθει το waiver και πότε ή αν η Ελλάδα πληροί τις προϋποθέσεις για το QE.

«Κατά την άποψή μας, απουσίας μεγάλων εκπλήξεων, είναι απλά θέμα χρόνου πριν εγκριθεί το waiver, αν και όχι απαραίτητα την επόμενη εβδομάδα, ενώ το QE θα έρθει πολύ αργότερα μέσα στο έτος. Πάντως το waiver είναι πιο σχετικό με την ελληνική οικονομία από ότι το QE. Θα αποκατασταθεί η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και θα αποκτήσουν πρόσβαση στο πρόγραμμα φθηνών μακροπρόθεσμων δανείων της ΕΚΤ, το TLTRO 2. Το QE δεν θα κάνει μεγάλη διαφορά στην οικονομία δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν εκδίδει ομόλογα και η έκθεση που ήδη έχει η ΕΚΤ σε ελληνικά ομόλογα, περιορίζει την δυνατότητα περαιτέρω σημαντικών αγορών» αναφέρει η τράπεζα.

Η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι θα επαναφέρει το waiver μόλις έχει αποδείξεις για αξιόπιστη εφαρμογή του προγράμματος. Κατά την BofA, αυτό θα συμβεί όταν το EWG διαπιστώσει ότι όλα είναι σε τάξη. Αυτό σημαίνει ότι αν το EWG καταφέρνει να το πράξει πριν από τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 2 Ιουνίου, θα μπορούσε να επαναφέρει το waiver εκείνη της ημέρα, αν όχι, τότε λίγο αργότερα.

Ως προς το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης η αμερικανική τράπεζα αναφέρει ότι η ένταξη στο QE δεν θα βοηθήσει την κυβέρνηση, αφού δεν εκδίδει ομόλογα αυτή τη στιγμή. Θα βοηθήσει τον ιδιωτικό τομέα μέσω της μείωσης του κόστους χρηματοδότησης και έτσι θα βοηθήσει και τις ελληνικές τράπεζες.

Όμως, το TLTRO2 θα βοηθήσει πολύ περισσότερο, και η προσδοκία ότι το QE τελικά θα έρθει θα συμβάλλει επίσης σε αυτό.

Ενώ σίγουρα η συμμετοχή των ελληνικών ομόλογων στο QE θα είναι θετικό για την Ελλάδα και θα οδηγήσει σε ράλι στις αποδόσεις, οι πραγματικές αγορές της ΕΚΤ θα απογοητεύσουν. Το όριο κατοχής ομολόγων από την ΕΚΤ είναι το 33% και το Ευρωσύστημα κατέχει σήμερα το 27% . Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Bofa, η ΕΚΤ δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ούτε 3 μήνες αγορών ελληνικών ομολόγων μέσω του QE.

JPMorgan: Στην κόντρα για το χρέος, επικράτησε η λογική

Το αποτέλεσμα του Eurogroup της 24ης Μαίου εκπλήρωσε εν πολλοίς τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί από την προηγούμενη συνάντηση των υπουργών οικονομικών και τις ξεπέρασε σε ό,τι αφορά τη σύγκλιση για την ανακούφιση χρέους μετακύ ΔΝΤ και ΕΕ.

Αυτό τονίζει η JP Morgan σε ανάλυση στην οποία σημειώνει ότι οι πιστωτές της Ελλάδας συμφώνησαν σε δυο κρίσιμα ζητήματα.

Πρώτον το πρόγραμμα είναι σε τροχιά και η Ελλάδα θα λάβει την επόμενη (υπο)δόση τον Ιούνιο.

Δεύτερον, το ΔΝΤ δέχθηκε σε γενικές γραμμές την ευρωπαϊκή θέση για την ανακούφιση χρέους (αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες για να αποφευχθούν ανάγκες ανακούφισης χρέους στο μέλλον, κανένα σημαντικό εμπροσθοβαρές πακέτο, μέτρα μετά το 2018 ώστε να μην υπάρχουν πολιτικά εμπόδια) λαμβάνοντας σε αντάλλαγμα μια «συμμόρφωση» σε κάποιους δείκτες βιωσιμότητας, σημειώνει ο διεθνής οίκος.

Κατά την άποψή μας αυτά είναι αρκετά ώστε να κρατήσουν σε τροχιά το πρόγραμμα, ενώ παράλληλα προσφέρονται κίνητρα στην Αθήνα να εκπληρώσει τους όρους του, τονίζει η JP Morgan.

H θέση της Γερμανίας και άλλων κρατών τελικά επικράτησε και το χρέος θα παραμένει ένα εξελισσόμενο θέμα για πολλά χρόνια.

Από τη μια το ΔΝΤ αποδέχθηκε το γεγονός είναι ο μικρότερος εταίρος σε ένα πρόγραμμα που καλύπτεται κυρίως από τους Ευρωπαίους εταίρους. Σε αντάλλαγμα η ΕΕ δεσμεύτηκαν να παράσχουν κατάλληλη ανακούφιση χρέους, αν και οι λεπτομέρειες παραμένουν γκρίζες, επισημαίνει η JP Morgan.

Ως εκ τούτου οι φόβοι για την επανάληψη καταστάσεων αντιστοίχων με του περσινού καλοκαιριού έχουν διαλυθεί. Τα υπόλοιπα 2,8 δισ. ευρώ αναμένεται να καταβληθούν μετά το καλοκαίρι.

Οπως αναφέρει ο διεθνής οίκος κρίσιμη παραμένει η συμμόρφωση της Ελλάδας με τις δεσμεύσεις, προβλέποντας πως η πίεση από την ΕΕ για τα δημοσιονμικά δεν θα υποχωρήσει.

Οι συζητήσεις για το χρέος αποδείχτηκαν ηπιότερες απ' όσο αναμένονταν, σημειώνει η JP Morgan και οδήγησαν σε σημαντικές δεσμεύσεις, αν και κατά κύριο λόγο προοπτικά.

Σύμφωνα με την JP Morgan η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα οδηγήσει στην έγκαιρη καταβολή 7,5 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, για να καλυφθούν οι δανειακές ανάγκες της χώρας αλλά και να πληρωθεί μέρος των ανεξόφλητων οφειλών.

Η συμφωνία μας εξέπληξε, σημειώνουν οι αναλυτές αλλά ήταν το μόνο λογικό αποτέλεσμα απουσία εναλλακτικών.

Για να επιτευχθεί οι ευρωπαίοι δεσμεύτηκαν να εξασφαλίσουν ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα είναι κάτω του 15% μεσοπρόθεσμα και του 20% μακροπρόθεσμα. Η εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% διευκόλυνε τους ευρωπαίους καθώς περιορίζει την αναγκαία ελάφρυνση (που θα γίνει με επεκτάσεις λήξεων, περιόδους χάριτος και σταθεροποίηση επιτοκίων).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου