Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain) από την Ελλάδα της κρίσης

Η «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain) από την Ελλάδα της κρίσης
Γιώργος Στάμκος
«Αυτός που δεν μπορεί να αντέξει τη φτώχεια δεν μπορεί και να είναι ελεύθερος» Βίκτωρ Ουγκώ

Η φυγή ή «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain) είναι μια από τις χειρότερες μορφές «φορολογίας» που αναγκάζεται να πληρώσει ένας λαός κατά τη διάρκεια μιας κρίσης -κάτι δηλαδή σαν μεταμοντέρνο «Παιδομάζωμα» (Ντεβσιρμέ).

Αν μη τι άλλο, αυτοί που έμειναν πίσω και «φυλάττουν Θερμοπύλες», θα πρέπει να εργαστούν σκληρότερα και πιο επίπονα για να καλύψουν και το κενό -ακόμη και στη φορολογία και στο ασφαλιστικό σύστημα- αυτών που έφυγαν. Και η μετανάστευση απαιτεί θάρρος και δύναμη -ένας συνδυασμός απόγνωσης και ρίσκου: και τα δύο θεωρούνται «συνταγές επιτυχίας»-, αλλά και η παραμονή σε μια χώρα με βαθιά και μακροχρόνια κρίση, όπως η Ελλάδα, και σε μια κοινωνία που παλεύει να επιβιώσει κι ο καθημερινός αγώνας, που δίνουν άνθρωποι του μόχθου, της εργασίας, της επιστήμης και του πολιτισμού, για την ανασυγκρότηση και την αναγέννηση της χώρας είναι ένας πραγματικός Ηράκλειος Άθλος και αξίζει τον σεβασμό όλων, ειδικά εκείνων που βλέπουν την Ελλάδα από μακριά, και πλέον αποκλειστικά ως τόπο καλοκαιρινών διακοπών.


Η περίπτωση της Σερβίας

Θυμάμαι κατά τη δεκαετία του 1990 στη Σερβία, όταν η χώρα ήταν σε βαθιά κρίση, σε εμπάργκο και μπλεγμένη σε αλλεπάλληλες πολεμικές περιπέτειες, περίπου 250.000-300.000 Σέρβοι επιστήμονες, καλλιτέχνες, αθλητές και τεχνίτες, νέοι οι περισσότεροι, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και μετανάστευσαν με όποιο τρόπο μπορούσαν στο εξωτερικό για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, την κρίση, τα προβλήματα, για μια «καλύτερη ζωή».

Οι περισσότεροι μάλιστα έφευγαν παράνομα, ακόμη και χωρίς βίζες κι έβρισκαν διάφορους τρόπους να διαμείνουν (π.χ. «λευκούς γάμους») και να εργαστούν στις χώρες που μετανάστευσαν, που ήταν μάλιστα οι περισσότερες τότε εχθρικές προς τους Σέρβους. Εγκλιματίστηκαν γρήγορα στο ξένο περιβάλλον, έπιασαν καλές δουλειές και αρέσκονταν να παρακολουθούν το δράμα της Σερβίας από μακριά. Που και που έστελναν και καμιά επιταγή στους δικούς τους πίσω για να μην έχουν βαριές τύψεις.

Τότε θυμάμαι κυκλοφορούσε στη Σερβία το εξής ανέκδοτο: «Πώς επικοινωνεί ένας Έξυπνος Σέρβος μ' έναν Ηλίθιο Σέρβο; Τηλεφωνικά από το Εξωτερικό!». 
Ήταν δηλαδή η επανάληψη του ίδιου κλισέ, που κυκλοφορούν ορισμένοι στην σημερινή Ελλάδα, πως «οι καλύτεροι κάνουν καριέρα στο εξωτερικό» το οποίο είναι εξ' ορισμού λάθος, ελιτίστικο αν όχι ρατσιστικό. Και στη Σερβία παρέμειναν οι «γιατροί των 300 ευρώ» μισθό στα νοσοκομεία, λαμπροί επιστήμονες αρκετοί από αυτούς, έντιμοι, ταπεινοί -χωρίς «φακελάκι»- και πραγματικοί κοινωνικοί λειτουργοί που βοήθησαν όσο κανένας άλλος να κρατηθεί ο δοκιμαζόμενος λαός όρθιος σε πολύ δύσκολες συνθήκες.

Αν δεν είναι αυτός αληθινός πατριωτισμός, αυτός ο ηρωισμός της καθημερινότητας, τότε τι είναι;Δυστυχώς όμως ο απλός λαός, έχοντας υποστεί πλύση εγκεφάλου, αναγνώρισε ως πρότυπο πετυχημένου μόνον όσους πλούτισαν καιροσκοπικά λεηλατώντας το δημόσιο πλούτο της Σερβίας, έγιναν «μπίσνεσμεν», ή έκαναν πετυχημένη καριέρα στο εξωτερικό βγάζοντας εννοείται περισσότερα χρήματα. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο διεθνούς πλέον φήμης Σέρβος τενίστας Νόβακ Τζόκοβιτς, που γεννήθηκε, μεγάλωσε, εκπαιδεύτηκε και ξεκίνησε την καριέρα του στη Σερβία, όπου συνεχίζει να ζει με την οικογένεια του, σαρώνοντας ταυτόχρονα όλα όλα τα κύπελλα και πρωταθλήματα τένις ανά τον κόσμο -κερδίζοντας επαξίως όλους τους «γαλαζοαίματους» του τένις- και να γίνει έτσι με την αξία του ο πιο νέος αυτοδημιούργητος πολυεκατομμυριούχος της Σερβίας.

Οι απλοί Σέρβοι, που έμειναν στην πατρίδα τους, λατρεύουν κι έχουν ως είδωλο τους τον Τζόκοβιτς (τον συγκρίνουν μάλιστα και με τον Τέσλα), τον οποίο και θεωρούν πραγματικό ήρωα και όντως αξίζει κι αυτον τον τίτλο. Όσο για τους άλλους τους Σέρβους που έφυγαν στο εξωτερικό, αν και αισθάνονται «εθνικά περήφανοι» για την τεράστια επιτυχία του Τζόκοβιτς, εντούτοις δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να του ρίχνουν ζηλόφθονα βλέμματα κι ενίοτε βιτριολικά σχόλια στα social media, γιατί απλά έκανε αυτό που δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτοί: έμεινε στην πατρίδα του και, παρά την κρίση, κατάφερε με σκληρή προσπάθεια να πετύχει όσα δεν κατάφερε κανένας σημερινός Σέρβος σε όλο τον κόσμο, ακόμη κι εκείνοι που πήγαν ως μεταμοντέρνοι επιστήμονες-γενίτσαροι να πουλήσουν “ακριβά| τις υπηρεσίες και τις επιστημονικές τους γνώσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις, στην UBS, στην IBM, στην Mogran Stanley κ.α. Όσο για εκείνους που κατέληξαν στα μεταμοντέρνα “κάτεργα της Μέρκελ” ο Τζόκοβιτς, εκτός από ήρωας ήταν και μια καθημερινή γροθιά στο στομάχι της συνείδησης τους. Γιατί τα κατάφερε ο Τζόκοβιτς, εκεί που οι άλλοι απέτυχαν; Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά και στην περίπτωση του ισχύει το «ότι δε μας σκοτώνει μας κάνει δυνατότερους»...


Σεβασμός σε όσους επιμένουν και «φυλάττουν Θερμοπύλες»

Τελειώνοντας θα ήθελα να παραθέσω το σχετικό σχόλιο του φίλου και ψυχίατρου Γιώργου Θωμαϊδη, που εφημερεύει στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτέλεσε έναυσμα για να καταγράψω τις προηγούμενες σκέψεις, που ξεκίνησαν ως απάντηση στο σχόλιο του: «"Οι καλύτεροι κάνουν καριέρα στο εξωτερικό" (....) Την επόμενη φορά που θα περάσετε με το αμάξι μπροστά από τα επείγοντα ενός ελληνικού εφημερεύοντος νοσοκομείου, βλέποντας ανθρώπους να μπαίνουν κλαίγοντας, με το μωρό τους αγκαλιά, αναζητώντας τον γιατρό "του χιλιάρικου" να τους βοηθήσει, μέσα σε μια βροχερή νύχτα, αυτά τα λόγια να τα ξανασκεφτείτε, πηγαίνοντας για το ποτό σας. Κι αυτό, είναι ένα μόνο παράδειγμα, από τα πολλά στην Ελλάδα, για να μην πω μια χώρα ολόκληρη. Όχι ως μομφή για όσες και όσους φεύγουν (αν και οι πιο πολλοί δεν προσπάθησαν, ως πολίτες, όσο μπορούσαν για να αλλάξει η Ελλάδα, όπως ούτε και όσες και όσοι παραμένουν, παρά την εντεινόμενη ανάγκη), ούτε ως "εγγύηση" ότι δεν θα αναγκαστώ να φύγω. Απλά, ως εκτίμηση για όσες και όσους έχουν πάρει την απόφαση να μείνουν και να παλέψουν».


Φίλε Γιώργο Θωμαϊδη έχεις απόλυτο δίκιο και εύχομαι σε όλους τους έντιμα, αδιάφθορα και σκληρά εργαζόμενους γιατρούς “του χιλιάρικου”, που εργάζονται στο ΕΣΥ, καλό κουράγιο και δύναμη. Αξίζουν κάθε σεβασμό απ' όλους μας καθώς έχουν την πολύ σημαντική αποστολή να επουλώσουν τα τραύματα μιας κοινωνίας που υπήρξε θύμα ενός μακροχρόνιου ακήρυκτου πολέμου. Όσο για όλους τους φίλους και συμπατριώτες μου που επέλεξαν αυτή την περίοδο της κρίσης να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για οποιοδήποτε λόγο, δεν θα τους κατηγορήσω με τίποτα ως «ριψάσπηδες», «λιποτάκτες», «φυγόστρατους» κ.α.

Καταρχάς σιχαίνομαι τις γενικεύσεις, που είναι η αρχή κάθε εκφασισμού. Μπορεί να ήταν σωστή η επιλογή τους, ειδικά αν στην Ελλάδα δεν είχαν πλέον καμία άλλη επιλογή. Ο καθένας κρίνεται και θα κριθεί με βάση τις αποφάσεις του και τη στάση του απέναντι στη ζωή, στις καταστάσεις και στους συνανθρώπους του. Θεωρώ όμως απαράδεκτο θα θεωρούν αυτομάτως τον εαυτό τους «καλύτερο» ή πιο «έξυπνο» απλά επειδή απέφυγαν την κρίση στην Ελλάδα και κάνουν την οποιαδήποτε καριέρα τους στο εξωτερικό.

Ειδικά μάλιστα να κοκορεύονται και να θεωρούν ηλίθιους και κορόιδα όσους παρέμεναν πίσω στην δοκιμαζόμενη πατρίδα και συνεχίζουν να παλεύουν με «θεούς και δαίμονες», όπως οι «γιατροί του χιλιάρικου» στο ΕΣΥ. Αν μη τι άλλο όσοι έμειναν πίσω κι «έπεσαν» μαχόμενοι, κρατώντας τις θέσεις τους όπως το έταξαν η Ιστορία, οι Αξίες και οι ελεύθερες επιλογές τους, αξίζουν τον σεβασμό όλων μας.

Και κάτι τελευταίο: Όλοι θυμούνται τους «300 του Λεωνίδα» (και τους 700 Θεσπιείς εννοείται) καθώς η ηχώ της θυσίας και του αγώνα τους αντηχεί ακόμη στην παγκόσμια ιστορία και σε όλους τους λαούς. Λίγοι θυμούνται όμως τους 10.000 υπόλοιπους Έλληνες που επέλεξαν να αποχωρήσουν από τις Θερμοπύλες για να μην περικυκλωθούν (σοφή κίνηση κατά τη γνώμη μου γιατί έτσι ανασυγκρότησαν τις δυνάμεις τους και πήραν την εκδίκηση τους λίγο αργότερα στη Μάχη των Πλαταιών κατανικώντας τους Πέρσες του Μαρδόνιου) και ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΘΥΜΑΤΑΙ τους περίπου 100.000 Έλληνες που «Μήδισαν», υποτάχθηκαν εκούσια ή ακούσια, στην πανίσχυρη στρατιά του Ξέρξη και τον υπηρέτησαν ως «βοηθητικό σώμα».

Αυτούς, τους «Μηδίσαντες», κανείς δεν τους θυμάται γιατί τους είχε από την πρώτη στιγμή καταπιεί το Μαύρο Σκοτάδι της Ιστορίας.
Συμπέρασμα: Δεν υπάρχουν αδιέξοδα, υπάρχουν μόνον επιλογές. 

* Ο κ. Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας(stamkos@post.com) και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ(www.zenithmag.wordpress.com).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου