Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Ποιο δίπολο θα καθορίσει τις επερχόμενες αναμετρήσεις;

Ποιο δίπολο θα καθορίσει τις επερχόμενες αναμετρήσεις;
Αντώνης Βασιλείου
Η πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου, είναι γεμάτη από συγχύσεις και ανατροπές παραδοσιακών στερεοτύπων. Αυτό που έχει τεράστια πολιτική σημασία όμως, είναι να μπορεί κανείς να αναγνωρίζει τις πραγματικές και ενεργές από τις ιδεατές και απονεκρωμένες ή επισκιαζόμενες διαχωριστικές γραμμές. Φυσικά και υπάρχει μια διαιρετική τομή Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά αυτή στην παρούσα φάση επισκιάζεται από την απάντηση που δίνει κάθε κόμμα στην κατάσταση που διαμόρφωσε η μνημονιακή περίοδος, η βίαιη δηλαδή επιβολή του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού μέσω των μνημονίων. Φυσικά και υπάρχει στο οικονομικό πεδίο το δίπολο κεφάλαιο – εργασία και εκφράζεται στο κοινωνικό πεδίο με το δίπολο αστική τάξη – εργατική τάξη. Όπως όμως αυτή είναι η θεώρηση που στηρίζεται σε επιστημονική αφαίρεση, διότι η κοινωνία και ειδικά η ελληνική, έχει μια πολύ πιο πλούσια διαστρωμάτωση, έτσι και η πολιτική διαιρετική τομή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς είναι μάλλον αφηρημένη. Δεν λαμβάνει υπόψη της την πραγματική κατάσταση της εργασίας και του κεφαλαίου και τις αναγκαίες συμμαχίες που προκύπτουν στην παρούσα φάση, ώστε να εξυπηρετηθεί η πλευρά της εργασίας. Πάντως, αυτό που σίγουρα υπάρχει, είναι η αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας στα μνημόνια και τις πολιτικές που επιβλήθηκαν μέσω αυτών. Αυτό έχει καταγραφεί πολλές φορές στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά η πλέον καθαρή μορφή απόρριψης τους ήταν στο δημοψήφισμα. 
Η ελληνική κοινωνία έχει απόλυτη συνείδηση της κοινωνικής καταστροφής που προκάλεσαν τα μνημόνια, και το μίσος γι’ αυτή την πολιτική δεν ξεριζώνεται εύκολα, ούτε επισκιάζεται από κανένα ιδεατό δίπολο, όπως το Δεξιά – Αριστερά. Ούτε όμως είναι σωστό ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 που θα λήξει το 3ο μνημόνιο, αυτή η κατάσταση θα ανατραπεί και η αντιμνημονιακή συνείδηση θα εκλείψει. Απλούστατα, οι πολιτικές αυτές θα εκπορεύονται πλέον θέλοντας και μη από την κυβέρνηση, διότι της έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα άσκησης πολιτικής που ενισχύει θεαματικά την εργασία και εξοντώνει το κεφάλαιο. Επιπλέον, τον Αύγουστο θα υπάρξει η τυπική λήξη του μνημονίου, αλλά όχι της επιτροπείας, δηλαδή της επεμβατικής πολιτικής των πιστωτών σε βάρος του ελληνικού λαού, που πιo επιθετική της μορφή ήταν το μνημόνιο.
Τα δύο πρώτα μνημόνια έκαναν όλη τη δουλειά, κατέστρεψαν την ελληνική οικονομία και άλλαξαν ριζικά την μορφή της, επέβαλαν την ολοκληρωτική κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και συμπίεσαν ακόμη και πέρα από τα όρια της επιβίωσης την εργασία, αλλά και την μεσαία τάξη των ελεύθερων επαγγελματιών, ακόμη όμως και μορφές κεφαλαίου μικρής συσσώρευσης. Στο οικονομικό πεδίο αυτό έγινε με την καταστροφή του παλαιού τραπεζικού συστήματος και τη δημιουργία ενός νέου, όπου η κυβέρνηση και τα κόμματα δεν έχουν πρακτικά καμμία δυνατότητα παρέμβασης. Επίσης, δρομολογήθηκε η μετάβαση από το σκληρό πυρήνα του ελέγχου του κράτους στην οικονομία (γενική γραμματεία δημοσίων εσόδων) σε μια επιθυμητή για τις αγορές Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Οι στόχοι του 3ου μνημόνιου

Το 3ο μνημόνιο δεν είχε ακριβώς τον ίδιο στόχο. Η εσκεμμένη στέρηση ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ, η πρόθεση της κυβέρνησης Σαμαρά να μην κλείσει το 2ο μνημόνιο και να αφήσει εκκρεμμότητες και χωρίς ρευστότητα το τραπεζικό σύστημα, αλλά και τα λάθη της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που δεν εξασφάλισε τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση στη συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2015, η οργισμένη απάντηση των δανειστών στο δημοψήφισμα που προκηρύχτηκε και οδήγησε στα capital controls, απονέκρωσαν το ίδιο τους το δημιούργημα, το νέο τραπεζικό σύστημα της χώρας. Η στόχευση του 3ου μνημονίου είναι άκρως πολιτική, δεν επιβλήθηκε για να σωθεί το τραπεζικό σύστημα, αλλά οι δανειστές κατέστρεψαν το ίδιο τους το δημιούργημα για να εξοντώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή, λοιπόν, είναι η ουσία του 3ου μνημονίου. Το 3ο μνημόνιο έπιβλήθηκε στην ελληνική κοινωνία, για να αποκόψει τον ΣΥΡΙΖΑ από την κοινωνική συμμαχία που τον έφερε στην κυβέρνηση. Φυσικά, αυτή η μάχη δεν έχει λήξει.
Όταν η ΝΔ λέει ότι δεν χρειαζόταν το 3ο μνημόνιο, λέει τη μισή αλήθεια. Πράγματι, δεν το χρειαζόταν η ελληνική κοινωνία ούτε το τραπεζικό σύστημα. Το χρειαζόταν όμως και το επέβαλαν οι δανειστές, για να εξοντώσουν πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και να δώσουν φιλί ζωής στην παραπαίουσα ΝΔ, να εξασφαλίσουν δηλαδή τους πολιτικούς όρους αναπαραγωγής του δημιουργήματός τους. Με άλλα λόγια, το σωστό είναι ότι το 3ο μνημόνιο δεν το είχε ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ και η κοινωνία της εργασίας, το είχε όμως απόλυτη ανάγκη η ΝΔ και το πολιτικό σύστημα που προσπαθούν να επιβάλουν οι δανειστές.

Ο ρόλος της υπερφορολόγησης

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Είναι γνωστό ότι το φορολογικό σύστημα της χώρας ήταν απολύτως διάτρητο, ανεπαρκές και άδικο. Το μνημόνιο πάτησε πάνω σε μια υπαρκτή ανάγκη, να εσυγχρονιστεί και να εξορθολογιστεί το φορολογικό σύστημα. Αξιοποίησε όμως η χρηματιστική ολιγαρχία που το επέβαλε την ευκαιρία για να επιτύχει άλλα πράγματα. Η καταστροφή της μεσαίας τάξης και η αναδιανομή σε βάρος της εργασίας έγινε μέσω της υπερφορολόγησης, μέσα από ένα πιο αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα. Στον ΣΥΡΙΖΑ επιβλήθηκε αυτό, και ταυτόχρονα η φορολόγηση των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων και η συμπίεση τους πέρα από τα περιθώρια επιβίωσης τους, είναι η οικονομική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η αποκοπή του ΣΥΡΙΖΑ από τις κοινωνικές του συμμαχίες. Ταυτόχρονα, δίνει στη ΝΔ τη δυνατότητα να λέει ότι οι εισπρακτικοί στόχοι που μας επιβλήθηκαν, θα επιτευχθούν με λιγότερη φορολογία και λιγότερο κράτος και συμπίεση των δημοσίων δαπανών. Φυσικά, δεν μπαίνει στον κόπο να αποδείξει ότι αυτό που διατείνεται δεν πρόκειται να καλύψει ούτε το 1/3 του στόχου. Της επιτρέπεται έτσι να στήνει την προπαγάνδα της πάνω ακριβώς στο σημείο που πονά ο ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς το σύνθημα για λιγότερη φορολογία είναι ελκυστικό και δίνει το δημοσκοπικό προβάδισμα στη ΝΔ. Όμως η μάχη για την αποτροπή της υπερφορολόγησης δεν έχει λήξει. 
Ήδη το ΔΝΤ διατείνεται ότι δεν πρόκειται να πιαστούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2019 για 3,5% και απαιτεί τη μείωση του αφορολογήτου από το 2018. Αν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ αποδράσει από το πραγματικό πεδίο της αντιπαράθεσης, την εναντίωσή του, όπως και του ελληνικού λαού, σε ένα μνημόνιο που του επιβλήθηκε, και μετατοπίσει την αντιπαράθεση σε ένα ιδεατό σχήμα Δεξιάς- Αριστεράς, θα χάσει παταγωδώς, όπως θα χάσει και η παγκόσμια Αριστερά. Γι’ αυτό λοιπόν είναι υπερβολικά επιπόλαιο και ανώριμο το να προβάλλεται στην παρούσα φάση ως προωθητικό και χειραφετητικό δήθεν το δίπολο Δεξιά- Αριστερά. Αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να ξανακερδίσει τις συμαχίες, ενεργοποιώντας την κοινωνία να αντισταθεί στη νέα επέλαση της υπερφορολόγησης, με το δίπολο αυτό ωθείται στην απόδραση από το πραγματικό πεδίο της ταξικής πάλης.

Το πραγματικό δίλημμα

Η επιμονή σε αυτό το δίπολο από την άλλη, είναι βούτυρο στο ψωμί της ολιγαρχίας. Υπηρετεί το σχέδιό της, διότι απομακρύνεσαι από τα πραγματικά επίδικα της ταξικής πάλης και μπαίνεις σε ιδεατά. Το δίπολο δεξιά- αριστερά, το πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο μπορεί να το χειριστεί με μαεστρία και αποτελεσματικότητα, και να εξοντώσει ολοκληρωτικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Μην ξεχνάμε ότι και στο παρελθόν το χειρίστηκε με επιδεξιότητα αλλά και κυνισμό. Πάντα η Αριστερά ήταν η ηττημένη. Η απογοήτευση αλλά και η οργή, που προκάλεσε η υπογραφή του 3ου μνημονίου, ενίσχυσαν όχι μόνο της απομάκρυνση σημαντικών τμημάτων της εργασίας από το ενεργό πεδίο της πολιτικής, αλλά και την αύξηση της απόστασης μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς. Δεν υπάρχει, λοιπόν, η πολιτική βάση για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου. Μάλιστα, η αύξηση της απόστασης των αριστερών κομμάτων οδηγεί κυρίως το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ να υπηρετούν απολύτως το σχέδιο της ΝΔ, που κορυφώνεται με την πτώση της κυβέρνησης.
Να μην ξεχνάμε επίσης ότι στο ιδεατό επίπεδο της δήθεν ταξικής πάλης χωράνε και κόμματα χωρίς κανένα κοινωνικό έρεισμα. Η προσπάθεια αναβίωσης του δήθεν κεντροαριστερού χώρου, με κύριο χαρακτηριστικό τη δημιουργική ασάφεια του προγράμματός του και του τι ακριβώς εκπροσωπεί, είναι ένας χώρος χωρίς κοινωνική βάση, που εκπροσωπεί το τίποτα, άρα άμεσα τους σκοπούς του συστήματος. Στο παρελθόν το σύστημα έπαιξε με επιτυχία αυτό το χαρτί, ανέδειξε το Ποτάμι και ξεπάγωσε την Ένωση Κεντρώων παρουσιάζοντας τον Λεβέντη ως προφήτη. Όσο ανόητες ήταν οι προφητείες του, τόσο επώδυνη ήταν για την Αριστερά η σύγχυση που προκαλούσαν στο εκλογικό σώμα. Άρα, το ιδεατό δίπολο Δεξια – Αριστερά εύκολα επιδέχεται διαχείριση, επειδή πλάθεται εύκολα και μετατρέπεται στο ανώδυνο τρίπολο Δεξιά – Κέντρο και Αριστερά, ή ακόμη πιο ανώδυνο τετράπολο Ακροδεξια – Κεντροδεξια- Κεντροαριστερά- Αριστερά ή ακόμη και Άκρα Αριστερά. Αυτά τα ιδεατά σχήματα μόνο ένα μικρό κομμάτι της πραγματικότητας μπορεί να αποτυπώσουν και ως εκ τούτου είναι ευμετάβλητα, δεν έχουν σαφή όρια μεταξύ τους και σε τελική ανάλυση υπηρετούν τους σκοπούς του συστήματος.
Σε γενικές γραμμές, οι συστημικοί opinion makers, είναι εύκολο να περάσουν την ιδέα ότι οι διαφορές των κομμάτων είναι ποσοτικές (η παλιά προσπάθεια να επιβάλουν την άποψη για το λεγόμενο «μίγμα της πολιτικής») και όχι ποιοτικές, δηλαδή αν εκπροσωπούν σε πραγματικό τόπο και χρόνο την εργασία ή το κεφάλαιο. Η ποσοτική αντίληψη προφανώς επιδέχεται άπειρους τεμαχισμούς, άρα αποσυσπείρωση του πόλου της εργασίας, πράγμα που επιθυμεί διακαώς το πολιτικό σύστημα επιβολής του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Στην παρούσα φάση ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως ανάδελφο κόμμα, και η κυβέρνηση στο πολιτικό πεδίο εμφανίζεται να έχει μόνο αντιπάλους. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι όλα τα κόμματα πλήν των κυβερνητικών υλοποιούν το στόχο της ΝΔ, εξυπηρετούνται δηλαδή οι επιδιώξεις τους με την πτώση της κυβέρνησης. Πόσο αριστερός λοιπόν μπορεί να είναι κάποιος σε προσωπικό επίπεδο, ή ποιο κόμμα είναι Αριστερό όταν υιοθετεί άκριτα και ενστικτωδώς το πολιτικό σχέδιο του αντιπάλου; Είναι αλήθεια ότι το κάνει χωρίς αυτή την πρόθεση, αλλά δεν παύει να το υπηρετεί. Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα τη δώσουν θεωρητικές αναλύσεις σαν αυτήν που παρουσιάζεται εδώ. Θα τη δώσει η κοινωνία και το εκλογικό σώμα στις επερχόμενες μάχες είτε στο κοινωνικό είτε στο πολιτικό πεδίο.
Επομένωςτο βασικό δίπολο στις επερχόμενες συγκρούσεις θα είναι και πάλι το μνημόνιο- αντιμνημόνιο. Η πολιτική όμως έκφραση του αντιμνημονιακού ρεύματος στις επερχόμενες μάχες θα εμφανιστεί με το δίλημμα: «Είναι χρήσιμη ή όχι η διατήρηση μιας ηττημένης κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ ή μήπως είναι καλύτερη η επάνοδος της ΝΔ;» Η κατάσταση όπως καταγράφεται τώρα σε αυτό οδηγεί. Πιθανόν τη στιγμή της εκλογικής αναμέτρησης να έχει αλλάξει αυτό, ας μη γινόμαστε ψευδοπροφήτες, αλλά έτσι έχουν τώρα τα πράγματα. Καθένας θα κριθεί με βάση αυτό το δίλημμα. Φυσικά η άποψη περί οικουμενικής κυβέρνησης μόνο γέλια προκαλεί. Ακόμη και αν σε αυτήν συμμετέχει ένας πολιτικά ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ, αυτό δεν θα είναι οικουμενική, αλλά κυβέρνηση της ΝΔ με έναν μεταλλαγμένο και πλήρως απαξιωμένο ΣΥΡΙΖΑ. Θα είναι η στρατηγική νίκη του συστήματος των δανειστών απέναντι στην Αριστερά.
Μετά το ΕΑΜ, ο ΣΥΡΙΖΑ (ειδικά της περιόδου 2008 – 2012) είναι ό,τι καλύτερο ανέδειξε η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι πλέον ελκυστικός και έχει κάνει σοβαρά πολιτικά λάθη. Είναι, όμως, και το μόνο πολιτικό εργαλείο που διαθέτει η πλευρά της εργασίας για να προβάλει κάποια σοβαρή αντίσταση στις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού. Φυσικά και χρειάζεται να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο στο οργανωτικό πεδίο προς περισσότερη δημοκρατία, περιορίζοντας τα αρνητικά φαινόμενα που προσιδιάζουν σε πολιτικούς του παρελθόντος που δυστυχώς εμφανίζονται ξανά, αλλά και στο επίπεδο των επεξεργασιών να χαράξει μια νέα στρατηγική συνέχεια της προηγούμενης μέχρι το 2012, που ήταν μεν επιτυχημένη στο εσωτερικό πεδίο της ταξικής πάλης, αλλά δυστυχώς στο ευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο ήταν τραγικά ανεπαρκής.

Αντώνης Βασιλείου

Πηγή: Η Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου