Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Εκκοσμικευμένοι και αλιβάνιστοι

Εκκοσμικευμένοι και αλιβάνιστοι

Θανάσης Βασιλείου
Η εμμονική μεταφορά των μεταπολιτευτικών παραμορφώσεων στον δημόσιο διάλογο, σε εποχή που πιστοί και άθεοι, δίκαιοι και άδικοι συμμερίζονται και πληρώνουν ζημιές που προέκυψαν από αυτές ακριβώς τις χρόνιες αποκρυσταλλώσεις, όπως ο εθελούσιος «ανάδελφος» αποκλεισμός και η απροθυμία εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, δημιουργεί διόγκωση των φοβικών και συντηρητικών ακροδεξιών δυνάμεων.
Οι δυνάμεις αυτές μέσω της επίκλησης των ιδεολογημάτων της θρησκευτικής ταυτότητας αξιώνουν σήμερα να προσδιορίσουν το μέλλον της πολιτικής κοινωνίας, να εξουθενώσουν την ήδη ασθενή δημοκρατία, να καθορίσουν οποιαδήποτε αναγκαία και μακροπρόθεσμη εθνική δράση, να λογοκρίνουν ανασταλτικά και περιοριστικά οποιαδήποτε αναγκαία πολιτική μεταβολή.
Ακούγεται υποκριτικό το πολιτικό αίτημα για μια «νέα Ελλάδα», για ένα «νέο κράτος», για μια «νέα πολιτική», για μια «ευρωπαϊκή χώρα» κ.λπ., όταν μάλιστα εκφράζεται από το συντηρητικό πολιτικό σύμπλεγμα των «εν γένει ευρωπαϊστών και εκσυγχρονιστών» και από μεγάλη μερίδα του Τύπου και των ΜΜΕ.
Οι χρόνιες εσωτερικές αγκυλώσεις, οι παραμορφώσεις, η αφροσύνη, η διαφθορά και η διαπλοκή των ελληνικών κυβερνήσεων (άντε, μέσα και η «ευρωλιγουριά») ήταν αυτά που προκάλεσαν τον εξωτερικό διεθνή οικονομικό έλεγχο των δανειστών ΔΝΤ-Ε.Ε.-ΕΚΤ.
Κατά δική τους παραδοχή, αυτός ο έλεγχος, όπως ασκείται σήμερα, είναι αναγκαίος και ο μόνος που εγγυάται (εκβιαστικά έστω) τις «μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό» της ελληνικής κοινωνίας.
Το πολιτικό παράδοξο και η υποκρισία είναι ότι αποδέχονται τον έλεγχο αλλά καταπολεμούν τον εκσυγχρονισμό.
Για να το πούμε αλλιώς. Δεν συζητούν τα θέματα που θα έπρεπε, λ.χ., το χρέος, την ανεργία, τα δεινά που επισώρευσαν οι μνημονιακές πολιτικές στη χώρα και στους Ελληνες, δεν συζητούν τις δικές μας αστοχίες και τις αστοχίες της Ευρώπης ή των δανειστών, ούτε καν τη θέση της χώρας στο δυσμενές παγκόσμιο οικονομικο-πολιτικό περιβάλλον που μετασχηματίζεται δίχως να έχει δείξει την κατεύθυνση του μετασχηματισμού του.
Αντίθετα, επιλέγουν τακτική μάχη δι’ αντιπροσώπων· σερβίρουν μια θρησκευτικού τύπου ρετροσπεκτίβα στην οποία υποκύπτει ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος για να διαχωρίσουν τον ελληνικό κόσμο σε χριστιανούς και αντιχριστιανούς· μια ανάδρομη εθνική-θρησκευτική ταυτότητα που οφείλει να βρίσκει πρωτεύουσα κατηχητική θέση εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.
Βέβαια, οι προσπάθειες πολιτικών να κεφαλαιοποιήσουν τον θρησκευτικό ακτιβισμό τους σε ψήφους, όπως αντίστοιχα οι προσπάθειες ιεραρχών να παρεμβαίνουν σε ζητήματα πολιτικής (με τον μακαριστό Χριστόδουλο, λ.χ., σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ή κοινωνικής πολιτικής), δείχνουν το ρευστό όριο ανάμεσα στη θρησκευτική κουλτούρα και την εκκοσμίκευση. Δείχνουν έμπρακτα την επιρροή της πρώτης στην πολιτική.
Δείχνουν επίσης τις όψεις και τους διαφορετικούς βαθμούς αντι-εκκοσμίκευσης και αντι-εκσυγχρονισμού της ελληνικής νεωτερικότητας: «Να τα αλλάξουμε όλα, ώστε να μην αλλάξει τίποτα», το δόγμα στον «Γατόπαρδο» του Τομάσι ντι Λαμπεντούζα.
Προφανώς, ακόμα και σε χώρες στις οποίες οι συνταγματικοί χάρτες διαχωρίζουν πλήρως κράτος και Εκκλησία, δεν είναι λίγες οι φορές που πρόεδροι και πολιτικοί ηγέτες επικαλούνται τον Θεό και φροντίζουν να παρίστανται σε επίσημα θρησκευτικά δρώμενα. Και η Εκκλησία;
Αυτή εκφράζεται μέσω του τυπικού γνωρίσματος της μετανεωτερικής κουλτούρας: οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, κάνοντας χρήση της τελευταίας λέξης του μάρκετινγκ και των ηλεκτρονικών τεχνολογιών, δεν παύουν να επιτίθενται στη νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση και, παράλληλα, να κηρύττουν την επιστροφή στην «πατροπαράδοτη» θρησκεία σε συνδυασμό με τη νοσταλγική επίκληση του παρελθόντος ως εθνική πανάκεια και μονόδρομο πολιτισμικής επανίδρυσης.
Αρκετοί ιεράρχες μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τον άμβωνα και τη βυζαντινού τύπου μεγαλοσύνη του, κηρύσσουν ιδεολογήματα που βλέπουν μόνον πίσω.
Ασκούν καθαρή πολιτική και, ακόμα χειρότερο, κοινωνούν μίσος για τους αλλόδοξους και διδασκαλίες φόβου για τους «ξένους», προετοιμάζοντας το βραδυπόρο, ταλαιπωρημένο, ηλικιωμένο (και αριθμητικά πλειοψηφικό) ακροατήριό τους για προκατακλυσμιαίες καταστροφές.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα το «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» αποτελεί έως σήμερα μια προτροπή-γρίφο· ένα φαντασιακό που αποκλείει κάθε γόνιμο διάλογο πάνω στο θέμα πολιτισμικής συνύπαρξης Εκκλησίας-πολιτείας.
Ο,τι και να σημαίνει, φαντάζει απίθανο να δείχνει διαχωρισμό θρησκείας και πολιτικής - μολονότι το τελευταίο αποτελεί μια αποκλειστικά νεωτερική προκατάληψη των μεγάλων επαναστάσεων.
Ούτε συνεπάγεται τον περιβόητο διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας - ένα βαθιά ελληνικό ταυτοτικό βάσανο που, στη διάνοια των νεοελλήνων, συμπυκνώθηκε στο χουντικό, σεπαρατιστικό και, κυρίως, αντικομμουνιστικό τριώνυμο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
Ιστορικά, και με πολύ μεγάλη συμβολική και πρακτική σημασία, το ποιος γονατίζει μπροστά σε ποιον, πότε και για ποιον σκοπό, είχε πολύ μεγάλη σημασία. Αυτόματα, οδηγούσε σε συγκρούσεις, σε αποσχίσεις και σε πολέμους. Γονατίζει η δημοκρατία;
Η Ελληνική Δημοκρατία έχει ήδη γονατίσει σε εταίρους, δανειστές, στις αγορές, στην παγκόσμια τάξη. Ομως, η λεγόμενη «πολεμική για τα θρησκευτικά» σήμερα δεν βοηθά την κοινωνία που παλεύει.
Υποτιμά και υποβαθμίζει την Εκκλησία σε μεσαιωνικό κάτοπτρο ασάφειας και διάλυσης· δίνει εικόνα θρησκοληψίας και ασύντακτου ταλιμπανάδικου· υπονομεύει την εγνωσμένη πνευματικότητα και το κύρος του αρχιεπισκόπου.
Εκκοσμικευμένος πολίτης δεν σημαίνει οπωσδήποτε και αλιβάνιστος πολίτης. Οποιος νομίζει πως είναι στην κόλαση ήδη είναι.
Αλλά στα βάθη της, θα ξεχάσει να προσεύχεται. Χρειάζεται και την πίστη και τη φιλοσοφία στην περιπλάνησή του.
Γιατί το να είσαι στη Δύση ή στην εκκοσμικευμένη πολιτεία, σημαίνει πως έχεις την ελευθερία να ζήσεις στην Ανατολή σου – αλλά σε κάθε περίπτωση να ζήσεις με στοχασμό ελεύθερο, ενάρετα, με ευδαιμονία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου