Τα αντιναζιστικά παραμύθια της γιαγιάς μου
Όλγα Στέφου
Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1936. Ή το 1935. Εκείνη την εποχή οι μανάδες μπέρδευαν την ημερομηνία γέννησης των παιδιών τους.
Η γιαγιά μου πήγε σχολείο μέχρι τη δευτέρα δημοτικού. Δεν ξέρει ούτε γραφή, ούτε ανάγνωση. Όταν θέλουμε να της δείξουμε πως έχουμε αλατίσει το φαγητό, ζωγραφίζουμε ένα μεγάλο Χ πάνω στο αλάτι. Η ίδια, όταν έπρεπε να φύγει μετανάστρια, έβαλε αντί για υπογραφή, έναν σταυρό. Έτσι, ποτέ δε μας διάβασε παραμύθια. Μας έλεγε τις ιστορίες της, χωρίς δράκους και χωρίς βασιλιάδες. Ήταν απλώς οι μνήμες της.
Θυμάται πολλές ιστορίες. Θυμάται, ας πούμε, πώς έφυγε για τη Γερμανία. Ότι κοιτούσαν τους μετανάστες στα δόντια "σα να είμαστε άλογα, παιδάκι μου. Πόσο ντρεπόμουν, αν ήξερες!". Θυμάται πως όταν πήγε μετανάστρια ήταν δυστυχισμένη, ζητούσε να της στείλουν εκείνο το τραγούδι "που τραγουδάει η Μοσχολιού και λέει: Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω". Μα πιο πολύ απ'όλα, θυμάται τον ρατσισμό που δέχτηκε χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Ούτε τότε, ούτε τώρα.
Εμείς όταν ήμασταν μικρότερα δεν της δίναμε μεγάλη σημασία: Ήταν η γκρινιάρα γιαγιά μας, που στις ιστορίες της έβαζε πολλές σάλτσες. Όσες βάζει και στη μαγειρική της. Ένα καλοκαίρι, όμως, έμεινα μόνη μαζί της κι αποφάσισε πως είμαι πια αρκετά μεγάλη για να μου πει τα πιο σκληρά της παραμύθια. Και τότε αποφάσισε να ξεκινήσει αργά-αργά, σα να τραγουδάει μοιρολόι, να διηγείται το μίσος της για τους ναζί.
Ήταν 7 χρονών. Έμενε σ'ένα από τα χωριά της Παραμυθιάς. Ένα βράδυ, οι αντάρτες άνοιξαν πυρ στους Γερμανούς στρατιώτες. Την επομένη οι ναζί μπήκαν στο χωριό κι έσφαξαν 39 κατοίκους. Η γιαγιά μου, όμως, μιλάει περισσότερο για μια γυναίκα που την βίαζαν μέχρι να πεθάνει. Λέει πως με τον άνεμο μεταφέρονταν οι κραυγές της και την άκουγε όλη νύχτα να ουρλιάζει.
Δεν ξέρω αν λέει αλήθεια, ή αν άκουσε κάτι από τη δική της γιαγιά και έφτιαξε μια ιστορία στο κεφάλι της για να μου πει. Δεν ξέρω ούτε αν όντως άκουγε τα ουρλιαχτά, ή αν τα έκανε εικόνα αργότερα για να δέσουν με την ιστορία του τόπου. Ξέρω μόνο πως από τότε καλλιεργήθηκε μέσα της ένα αντανακλαστικό βαθιά ανθρώπινο, που δεν την εγκατέλειψε ποτέ.
Πριν μερικούς μήνες τσακώθηκε με την καλύτερή της φίλη. Η καλύτερη φίλη της γιαγιάς μου πήγε και ψήφισε Χρυσή Αυγή. Η γιαγιά μου θύμωσε μαζί της και της είπε πως δεν είναι σωστά πράγματα αυτά και πως είναι ντροπή. Έριξε πολλές από τις διάσημες κατάρες της, έσμιξαν τα φρύδια της, πάγωσε το βλέμμα της κι έγινε τρομακτική, όπως πως κάθε φορά που μιλάει για πράγματα που τη θυμώνουν. Και μετά ήρθε ο Σεπτέμβρης κι οι ναζί σκότωσαν τον Παύλο Φύσσα. Τότε η δύστροπη γιαγιά μου, πήγε στην φίλη της και της είπε πως αυτή φταίει. Δε σήκωσε μύγα στο σπαθί της, ήταν βέβαιη πως εκείνη έφταιγε στα σίγουρα! Η δικιά της η φίλη, που'χε άντρα μετανάστη!
Και κάπως έτσι, αυτή η πικρόχολη κυρία, που μια ζωή φώναζε να μην της κόβουμε τα λουλούδια από τον κήπο, που αντιπαθούσε τα κατοικίδιά μας, που γκρίνιαζε πως αντί να της κάνουμε παρέα, κοιμόμασταν, πέρασε για πάντα στη ζώνη του ζωντανού θρύλου. Γιατί τα αντιναζιστικά της παραμύθια, όπως και όλα τα παραμύθια από καταβολής κόσμου, είναι αλήθειες. Απλώς κάποια παιδιά δεν τις πιστεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου