Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Η κουκουβάγια που ήταν Θεός.

Η κουκουβάγια που ήταν Θεός.


Μερικοί άνθρωποι προτιμούν να μιλούν συμβολικά με παραβολές και μύθους. Όπως ο Αμερικανός συγγραφέας, πριν από 60 χρόνια και βάλε)

Μια φορά κι ένα σκοτεινό μεσονύχτι, ήταν μια κουκουβάγια που καθότανε πάνω στο κλαδί μιας βελανιδιάς. Δυο τυφλοπόντικες προσπάθησαν να γλιστρήσουν από δίπλα, απαρατήρητοι.
«Γιου-χου!», είπε η κουκουβάγια.
«Μας είδατε;» τραυλίσανε εκείνοι, φοβισμένοι και κατάπληκτοι, γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατόν κανείς να τους διακρίνει μέσα σ’ αυτό το βαθύ σκοτάδι.

 

«Ου!», είπε η κουκουβάγια.
Οι τυφλοπόντικες το ‘βαλαν στα πόδια κι είπανε στ’ άλλα ζώα του κάμπου και του δάσους, ότι η κουκουβάγια ήταν το σπουδαιότερο και σοφότερο απ’ όλα τα ζώα του δάσους, επειδή μπορούσε να βλέπει μέσα στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε να απαντάει σ’ οποιαδήποτε ερώτηση.
«Αυτό θα το δούμε», είπε ένα πουλί, ο καρδινάλιος και κάλεσε μια νύχτα την κουκουβάγια, όταν ήταν πάλι πολύ σκοτάδι.
«Τι σχήμα φτιάχνω τώρα με τα δάχτυλά μου;», είπε ο καρδινάλιος.
«Χι», είπε η κουκουβάγια και λάθος δεν έκανε.
«Μπορείτε να μου αναφέρετε λέξιν συνώνυμον του γελώ ή καγχάζω;», ρώτησε ο καρδινάλιος.
«Χο», είπε η κουκουβάγια.
«Διατί οι άντρες συνήθως επιμένουν εις αποτυχημένους έρωτας;»
«Χούι», είπε η κουκουβάγια.
Ο καρδινάλιος πέταξε στ’ άλλα ζώα και ανακοίνωσε ότι η κουκουβάγια ήτανε όντως το σπουδαιότερο και σοφότερο πλάσμα στον κόσμο, επειδή μπορούσε να βλέπει μες στο σκοτάδι κι επειδή μπορούσε ν’ απαντάει σ’ οποιαδήποτε ερώτηση.
«Βλέπει και με το φως της μέρας το ίδιο καλά άραγε;», ρώτησε μια κόκκινη αλεπού.
«Ναι», πετάχτηκε σαν ηχώ ένας μουσκαρδίνος.
Κι ένα κανίς: «Μπορεί να βλέπει και με το φως της μέρας το ίδιο καλά;»
Όλα τα’ άλλα ζώα ξέσπασαν σε γέλια μ’ αυτή την ηλίθια ερώτηση και τα βάλανε με την κόκκινη αλεπού και την παρέα της και τους εξόρισαν απ’ την περιοχή. Μετά στείλανε έναν αγγελιοφόρο στην κουκουβάγια και της ζητήσανε να γίνει ηγέτης τους.
Όταν η κουκουβάγια εμφανίστηκε στο πλήθος των ζώων ήταν καταμεσήμερο κι ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Ο ηγέτης περπατούσε πολύ αργά, πράγμα που ‘κανε την παρουσία του εξαιρετικά μεγαλόπρεπή και ατένιζε γύρω του καρφώνοντας εδώ κι εκεί τα μεγάλα του μάτια, πράγμα που του ‘δινε έναν αέρα εντυπωσιακής σοβαρότητας.
«Είναι Θεός!!», στρίγκλισε μια κότα απ’ το Πλύμουθ Ροκ.
Κι οι άλλοι ενώσανε τις φωνές τους και ξανάπανε: «Είναι Θεός!!»
Πιάσανε λοιπόν και τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε, κι όταν η κουκουβάγια άρχισε να σκοντάφτει σε διάφορα πράγματα, αρχίσανε κι αυτοί να σκοντάφτουνε σε πράγματα. Τέλος εκείνος έφτασε σε μια ασφαλτοστρωμένη ωτοστράτα κι άρχισε να βαδίζει στη μέση του οδοστρώματος κι όλα τα’ άλλα πλάσματα από κοντά του. Τότε ένα γεράκι που λειτουργούσε σα μοτοσικλετιστής συνοδείας, αντιλήφθηκε ένα φορτηγό να κατευθύνεται κατά πάνω τους με καμιά εκατοστή χιλιόμετρα την ώρα, και το ανέφερε στον καρδινάλιο κι αυτός το ανέφερε με τη σειρά του στην κουκουβάγια.
«Υπάρχει κίνδυνος μπροστά!», είπε ο καρδινάλιος.
«Γιου-χου!», είπε η κουκουβάγια.
Ο καρδινάλιος της λέει: «Δε φοβόσαστε καθόλου;»
«Ουχί!», είπε η κουκουβάγια ήρεμα, γιατί δε μπορούσε να δει το φορτηγό.
«Είναι Θεός!», ξαναφώναξαν όλα τα ζώα κι ακόμα φωνάζανε όταν το φορτηγό έπεσε πάνω τους και τα σκόρπισε.
Μερικά ζώα τραυματίστηκαν μονάχα, τα περισσότερα όμως, συμπεριλαμβανομένης της κουκουβάγιας, σκοτωθήκανε.

Επιμύθιο: Μπορείς να εξαπατάς πάρα πολύ κόσμο επί μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τζέιμς Θέρμπερ: Μύθοι για την εποχή μας. Εκδόσεις Νεφέλη, 1988.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου