Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Ο ιστός της αράχνης, ένας εφιάλτης.

Ο ιστός της αράχνης, ένας εφιάλτης.


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας απίθανος τύπος που ήθελε να κυβερνήσει τη χώρα.
 
Δηλαδή δεν το ήθελε ο ίδιος ακριβώς, αλλά η μαμά του που της είχε μεγάλη αδυναμία και κάτι κύριοι που τον περιτριγύριζαν ως συμβουλάτοροι εδώ και αρκετά χρόνια. Ο ίδιος τρελαινόταν να περνά τον καιρό του βγάζοντας φωτογραφίες, κολυμπώντας, κάνοντας ποδήλατο, τρέχοντας και κάνοντας κουπί. Ήταν αθλητικός τύπος και κάπως μοναχικός.  
Του άρεσε να φωτογραφίζει ενδιαφέροντα πράγματα.

Ο αθλητικός τύπος αυτός όμως είχε και μια άλλη μεγάλη αδυναμία: το κομπιούτερ. Από τότε που το ανακάλυψε δεν ξεκολλούσε από πάνω του. 

 

Ανακάλυψε ένα σωρό πράγματα που μπορείς να κάνεις με δαύτο: Να επικοινωνήσεις με τους φίλους σου που είναι μακριά (του ήταν πιο εύκολο, γιατί ο ίδιος είχε μια δυσκολία στον προφορικό λόγο), να παίξεις, να λύσεις προβλήματα, να διδαχτείς, να κάνεις κάθε λογής συναλλαγές.
Τότε του ήρθε μια τρομερή ιδέα: Πως θα μπορούσε να βασίσει την προεκλογική του εκστρατεία σ’ αυτό ακριβώς το πράγμα: την προώθηση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας σ’ όλη την επικράτεια. Άρχισε λοιπόν να διαδίδει παντού πως όποιος δε γνωρίζει υπολογιστή είναι αγράμματος, πως θα ‘πρεπε όλοι να ασχοληθούν με αυτό το καινούργιο άθλημα, οι μαθητές από εκεί θα ‘πρεπε να μαθαίνουν τα μαθήματά τους, οι αγρότες από εκεί να πουλούν τα προϊόντα τους και οι νοικοκυρές από εκεί να αγοράζουν τα μαναβικά αντί να τρέχουν κάθε πρωί στη λαϊκή μες το ψοφόκρυο και πως ο ίδιος όταν θα τον έκαναν κυβερνήτη, θα προμήθευε σε όλον τον κόσμο δωρεάν από ένα λάπτοπ.
Οι άνθρωποι τον άκουσαν μαγεμένοι και τον πίστεψαν. Άρχισαν να προμηθεύονται όλων των λογιών τους υπολογιστές και να ξημεροβραδιάζονται με θρησκευτική ευλάβεια από πάνω τους. Έβγαζαν τα μάτια τους ολημερίς στους υπολογιστές και στο διαδίκτυο. Πήγαιναν για βόλτα ή για μπάνιο, ή για να κάνουν την ανάγκη τους και κρατούσαν μαζί τους το λάπτοπ τους. Στο τέλος ξέχασαν και να μιλάνε. Κάτι μουγκρητά αντάλλασαν αναμεταξύ τους. Ξέχασαν ακόμα και να κάνουν σεξ. Όταν αραιά και που τους έρχονταν η ανάγκη, παίζανε το πουλί τους πάνω απ’ το λάπτοπ. Τους ερχόταν και τζάμπα. Όλοι ένιωθαν ευτυχείς, μ’ αυτήν την καινούργια θρησκεία που τους μύησε ο φωτισμένος αυτός απίθανος τύπος.

Κείνη την εποχή έτυχε να κυβερνά ένας ψιλοανίκανος αγαθιάρης τύπος. Οι συμβουλατόροι του κομπιουτερομανιακού, τρίβανε τα χέρια τους. «Να το εκμεταλλευτούμε, πρόεδρε», του είπαν. «Το ίντερνετ θα μας σώσει», απεφάνθηκαν.
Και πράγματι το εκμεταλλεύτηκαν. Άρχισαν να βομβαρδίζουν ο ένας τον άλλον με πιθανά και απίθανα πράγματα που είχε κάνει αυτός που κυβερνούσε και η κλίκα του. Έβγαζαν στη φόρα ένα σωρό άπλυτα, σκάνδαλα, ρεμούλες, που στο πιτς φυτίλι τα μάθαινε όλη η χώρα και η υφήλιος μη σας πω. Δεν μπορούσαν ούτε να ξυστούν δημοσίως και την άλλη μέρα είχαν γίνει βούκινο στην επικράτεια. Η ερασιτεχνική φωτογραφία με τον Υπουργό να ξύνει τα αποτέτοια του την ώρα του υπουργικού συμβουλίου, κυκλοφορούσε από μέιλ σε μέιλ, σ’ όλη την επικράτεια. Η διαδυκτιακή πληροφόρηση μεταδιδόταν καταιγιστικά, ο κόσμος εξαγριώθηκε, ζητούσε επίμονα να φύγει ο ψιλοανίκανος και να έρθει ο άλλος ο μοντέρνος, ο σωτήρας, ο φίλος του ίντερνετ, ο δικός τους άνθρωπος.

Τα κατάφερε ο τύπος και βγήκε στην εξουσία. Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι συμβουλατόροι του ντόπιοι και ξένοι γύρισαν τον τόπο ανάσκελα. Ο ίδιος νόμισε πως αφού πέτυχε το στόχο του να κυβερνήσει, θα μπορούσε τώρα άνετα να ασχοληθεί με την ησυχία του με αυτό που ονειρευόταν μια ζωή: με τα χόμπυ του.
Και τότε προς μεγάλην του έκπληξη τι ανακαλύπτει; Όλοι αυτοί που ξημεροβραδιάζονταν στο ίντερνετ, δεν παράτησαν το σπορ τώρα που έγινε κυβερνήτης, αλλά αντιθέτως εξακολουθούσαν να ασχολούνται μ' αυτό μετά μανίας ακόμα και σήμερα. Άρχισαν να τον βρίζουν ότι τους ξεγέλασε, να τον απειλούν ότι θα φύγει με ελικόπτερο, να του θυμίζουν τι έλεγε πριν εκλεγεί και το πιο τρομακτικό: εξακολουθούσαν να βγάζουν στη φόρα τις βρωμιές και τις ρεμούλες που κάνανε τώρα οι δικοί του. Οι ίδιοι τώρα δε μπορούσαν ούτε να κλάσουν, οι επίμαχες ατυχείς σκηνές, κατέκλυζαν τη χώρα, από μέιλ σε μέιλ. Είδε με τρόμο ότι αυτό που έμαθε στους συμπολίτες του, τώρα γύριζε εναντίον του.

Τα βράδια δεν κοιμόταν. Έβλεπε επί νύχτες το ίδιο όνειρο: Ότι εκεί που έκανε κουπί, ή την ώρα που μιλούσε σε απευθείας σύνδεση με το εξωτερικό, ένας τεράστιος ιστός αράχνης έπεφτε πάνω του και τον κουκούλωνε. Στην προσπάθειά του να τον βγάλει, μπουρδουκλωνόταν περισσότερο, δενόταν χειροπόδαρα σ’ αυτόν τον καταραμένο ιστό κι αντί να ‘ρθει κανείς απ’ τους παριστάμενους να τον ελευθερώσει, αυτοί οι άθλιοι τον περιγελούσαν από παντού και να τον έδειχναν με το δάχτυλο.
Φρίκη.

Και τότε μίλησαν οι συμβουλατόροι του. Ήρθαν να τον απαλλάξουν απ’ την αγωνία του: «Πρόεδρε», του δήλωσαν αποφασιστικά, «δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να τους κλείσουμε. Πρέπει να σταματήσουμε αυτή την επιδημία. Τα ζιζάνια πρέπει να εξοντωθούν».
«Μα πώς;» ψέλλισε ο απίθανος πρωθυπουργός, «εγώ τους έμαθα να το κάνουν. Τι θα τους πω τώρα, τι δικαιολογία θα βρούμε;»
«Μην ανησυχείς πρόεδρε. Θα πούμε ότι το κάνουμε για το καλό τους. Ότι κινδυνεύουν τα μάτια τους, η υγεία τους, η υπογεννητικότητα, η δημοκρατία. Κάτιτις  θα βρούμε τέλος πάντων. Θα την καταργήσουμε αυτή τη βλαβερή συνήθεια, μην ανησυχείς. Πήγαινε να κοιμηθείς ήσυχος».
Και ο απίθανος τύπος που εκτελούσε χρέη  πρωθυπουργού σχεδόν εν αγνοία του, πήγε να κοιμηθεί ήσυχος.
Πρέπει να παραδεχτώ, ότι την πάτησα.

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητοί φίλοι,
    ευχαριστώ για την αναδημοσίευση.
    http://anatolikatisedem.blogspot.com/2011/05/blog-post_02.html

    Ανατολή

    ΑπάντησηΔιαγραφή