Ο κύριος Ρόρρης
αυτό δε θα το ζωγράφιζε ποτέ.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΘΥΜΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Υπάρχουν
αντικείμενα που δεν ζωγραφίζω. Αυτοκίνητα ή ένα αστραφτερό ηχοσύστημα.
Γενικώς, δεν μου αρέσουν τα πολύ καινούργια πράγματα.
|
Κύριε Ρόρρη, μπορείτε να μου μιλήσετε για διάφορα πράγματα γενικά, σας παρακαλώ;
Πριν από λίγες μέρες ένας θείος μου στο χωριό μου είπε να σφάξουμε
ένα ζώο για να φάμε κι εγώ του είπα είναι (παύση) κρίμα κι ότι (παύση)
θα ήταν καλύτερα να το αφήσουμε να ζήσει, αλλά φυσικά εκείνος το έσφαξε
κι εγώ ντράπηκα να δείξω μεγαλύτερη ευαισθησία. Το μίσος απέναντι στα
ζώα δεν το ένιωσα τόσο μέσα στο σφαγείο που μεγάλωσα όσο έξω από αυτό.
Στην πλατεία, όπου όλοι τότε κλοτσούσανε τα σκυλιά που περνούσανε δίπλα
τους. Τον Δεκαπενταύγουστο γινότανε η πιο μεγάλη σφαγή. Περίπου
εξήντα-εβδομήντα ζώα. Γίδες, τράγοι, τέτοια πράγματα. Το αίμα έπεφτε σ’
ένα μεγάλο καζάνι. Το σκεύος έπαιρνε άπειρες αποχρώσεις του κόκκινου.
Από το σχεδόν μαυροκόκκινο, πάρα πολύ σκούρο δηλαδή, αυτό το σχεδόν
μαύρο, μέχρι πάρα πολύ φωτεινό και λαμπρό κόκκινο που έτεινε προς το
πορτοκαλί σχεδόν. Άλλα πράγματα μπορεί να τα έχω ξεχάσει, αλλά αυτό το
θυμάμαι. Μπορεί να έχω ξεχάσει το σπαρτάρισμα του ζώου πριν πεθάνει,
αλλά αυτό το καζάνι με το αίμα δεν θα το ξεχάσω.
Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό της Αρκαδίας, ορεινό πολύ, που λέγεται Κοσμάς.
Όχι πολύ μικρό. Χειμώ- να δεν έχω ζήσει ποτέ εκεί. Κατεβαίναμε σ’ ένα
άλλο χωριό που έχει ελιές και είναι πεδινό και λέγεται Βρονταμάς. Στο
πάνω χωριό το σπίτι ήτανε παρά πολύ μικρό. Το μισό ανήκε σε κάτι
συγγενείς που ζούσαν στην Αμερική κι ήτανε πάντα κάποια δωμάτια
κλειδωμένα. Το κάτω σπίτι είχε σαλόνι. Εκεί κοιμόμουν. Το σαλόνι ήταν το
πιο άδειο δωμάτιο του σπιτιού. Τα σαλόνια τα χρησιμοποιούσαν μόνο για
τις κηδείες. Είχε 4 καρέκλες, ένα τραπεζάκι, ένα ντιβάνι και νυφικές
φωτογραφίες της μάνας μου. Είχε μεγάλους, άδειους τοίχους, μεγάλους. Δεν
υπήρχανε πολλά έπιπλα και καθόλου πίνακες, ούτε βιβλία. Μόνο αυτές οι
νυφικές φωτογραφίες στον τοίχο και κάποιες άλλες μέσα σε κορνίζες πάνω
σ’ ένα τραπέζι, όπου ήταν οι φωτογραφίες των πεθαμένων και που τώρα
έχουν αυξηθεί πολύ. Αυτά τα δωμάτια, για των οποίων τη διακόσμηση δεν
είχα καμία ευθύνη, τα θυμάμαι πολύ καθαρά. Αυτή την ευθύνη και σήμερα
δεν θέλω να την έχω. Δεν ξέρω πώς να φτιάξω ένα δωμάτιο. Τι να του βάλω.
Ούτε έχω καμιά φαντασία για το τι χρώμα πρέπει να βαφτεί ένας τοίχος,
για παράδειγμα. Από την άλλη, βέβαια, να ξέρεις ότι δεν έχω σε καμιά
υπόληψη τους ντεκορατέρ. Μάλλον γι’ αυτό ζωγραφίζω ανθρώπους που
κάθονται σε μια καρέκλα και γύρω οι τοίχοι είναι μεγάλοι και άδειοι.
Ακόμα όταν ξαπλώνω στο σπίτι μού αρέσει να κοιτάζω τον τοίχο απάνω και
να τον χαζεύω.
Ο παππούς μου και ο πατέρας μου είχανε ταβέρνα και κρεοπωλείο.
Χασαποταβέρνα, δηλαδή. Οι γονείς μου ήτανε μετρίου αναστήματος και οι
δυο. Ο πατέρας μου ήτανε λίγο πιο ψηλός από τη μάνα μου, αλλά η μάνα μου
είχε μεγαλύτερη ικανότητα να μεταποιεί την ύλη. Το σχολείο ήταν ένα
πολύ μεγάλο κτίριο στην άκρη του χωριού και παραμένει εκεί. Έχει 2
ορόφους. Είναι χτισμένο με πέτρα κι έχει 2 κύριες εισόδους. Εμείς κάναμε
μάθημα στο ισόγειο σε 2 πολύ μεγάλες αίθουσες. Εκτός απ’ την αίθουσα
του δασκάλου και της βιβλιοθήκης, υπήρχε και άλλη μια αίθουσα, που ήταν
κενή, και ταυτόχρονα ο πάνω όροφος είχε άλλες 4 τεράστιες άδειες
αίθουσες. Οι δάσκαλοι ήτανε πάρα πολύ αυστηροί κι έπεφτε ξύλο αρκετά
συχνά. Θυμάμαι μια εικόνα που με είχε εντυπωσιάσει και που νομίζω ήτανε
στο αναγνωστικό της Δευτέρας ή στο αναγνωστικό της Πέμπτης, όπου υπήρχε
ένα κείμενο για τα Μετέωρα κι η εικόνα περιέγραφε την προσπάθεια ενός
ανθρώπου ν’ ανέβει ή να κατέβει μέσα σ’ ένα δίχτυ. Επίσης, θυμάμαι το
σπιτάκι από το αλφαβητάριο της Α’ Δημοτικού. Το κείμενο έγραφε «φέρε
ξύλα, φέρε πέτρες, φέρε λάσπη, θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι». Δεν
μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε στην πλατεία, εάν δεν είχαμε μια καλή
δικαιολογία κι αυτό ήταν τεράστιο πρόβλημα, όταν έπρεπε να πας να
φωνάξεις τον πατέρα σου απ’ το καφενείο για να έρθει σπίτι να φάτε.
Δυο κουρείς ηλικιωμένοι, δεν ήταν αδέρφια, μας έκοβαν τα μαλλιά πολύ
κοντά με παλιές μηχανές, που πιο πολύ τράβαγαν τις τρίχες παρά τις
έκοβαν. Ήταν απελπιστική η διαδικασία του κουρέματος εκεί. Η ταβέρνα
ήταν το ισόγειο του σπιτιού. Η πελατεία ήταν άντρες, καμία γυναικά
φυσικά. Αυτό που ήθελαν δεν ήταν φαγητό, αλλά κρασί. Οι ταβέρνες
χωρίζονταν σε καλές και κακές, όχι από την ποιότητα του φαγητού αλλά απ’
την ποιότητα του κρασιού. Η ταβέρνα ήταν η πρώτη μου δουλειά.
Κουβαλούσα κρασί. Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε πολύ, αλλά αργότερα που
μεγάλωσα δεν μου άρεσε, καθώς οι απαιτήσεις ήταν περισσότερες. Τα φαγητά
μιας ταβέρνας κι οι πίνακες μοιάζουν, καθώς και στις δυο περιπτώσεις
παίρνεις πρωτογενή υλικά, τα χρώματα, τον καμβά, το τελάρο, το νέφτι, το
μαρούλι, το κρεμμύδι, το κρέας, τα επεξεργάζεσαι έτσι ώστε να χάσουν
την πρώτη ταυτότητά τους, τα μετατρέπεις σε κάτι άλλο, αλλά στο τέλος
πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός, γιατί στο τέλος πρέπει πάντα να
ξέρουμε στα σίγουρα για τι μιλάμε. Να μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε την
ντομάτα μιας σάλτσας και το κόκκινο χρώμα μιας ζωγραφιάς.
Έφυγα από το χωριό μόλις τελείωσα το σχολείο για να έρθω στην Αθήνα,
όπου ένας δάσκαλος μού είχε πει ότι υφίσταται μια σχολή που λέγεται
Καλών Τεχνών. Σχεδίαζα από μικρός. Σχεδίαζα πιο πολύ πράγματα που ήμουν
υποχρεωμένος να σχεδιάζω. Εννοώ αυτές τις ζωγραφιές στα βιβλία του
σχολείου δηλαδή, που έπρεπε ν’ αντιγράφεις σ’ ένα τετράδιο τις εικόνες
του αλφαβηταρίου σαν εργασία. Στην αρχή μού τα ζωγράφιζε η μάνα μου. Τα
έφτιαχνε τη νύχτα που εγώ κοιμόμουν. Η μάνα μου, δηλαδή, μάλλον ήτανε ο
πρώτος ζωγράφος που είδα στη ζωή μου. Κάποια στιγμή χρειάστηκε να
επισκεφθεί την Αθήνα για να δει έναν γιατρό και θα έλειπε μια ολόκληρη
εβδομάδα. Τότε αναγκάστηκα να σχεδιάσω μόνος μου. Το πρώτο πράγμα που
έφτιαξα ήτανε μια χελιδονοφωλιά και δίπλα ή μέσα ένα χελιδόνι. Μου είχε
χαρίσει ένας ξάδερφός μου ένα σετ με τέμπερες και δεν ήξερα ακριβώς πώς
ζωγραφίζει κανείς μ’ ένα σετ με τέμπερες και προσπάθησα κάποια στιγμή ν’
αντιγράψω την παιδική συναυλία του Ιακωβίδη. Ήτανε μια μεγάλη αποτυχία.
Αυτό τον πίνακα τον είχα δει σε μια από τις επισκέψεις στην Αθήνα, που
σκοπό είχε να πάω στον οφθαλμίατρο. Με φέρνανε στην Αθήνα κάθε 2-3
χρόνια γι’ αυτό τον λόγο. Για τον (παύση) οφθαλμίατρο.
Ήθελα πολύ να γίνω ζωγράφος. Τότε φανταζόμουνα πως όταν γίνω
ζωγράφος, θα έχω πάντα ένα μοντέλο και θα ερωτοτροπώ μαζί του. Όταν ήρθα
στην Αθήνα, έμενα στης θείας μου, στο Νέο Ψυχικό. Πήγαινα στο κέντρο με
το τρόλεϊ νούμερο 13. Κατέβαινα στη στάση Καλλιφρονά. Εκείνη την
περίοδο, νομίζω, ξεκίνησα σιγά σιγά ν’ αποκτώ συνείδηση της ομορφιάς.
Συνείδηση. Δεν ήταν απλό, καθόλου. Τα χρόνια των σπουδών ήταν μια
μεγάλη, αδιαμόρφωτη περίοδος, που δεν είσαι καλλιτέχνης και που απλά
ξέρεις μάλλον ότι θα ήθελες να γίνεις κάποτε καλλιτέχνης. Τα έργα που
κάνεις όταν ξεκινάς είναι έργα που έχουν μέσα τους τα πρώτα τρία βήματα
μιας πορείας, αλλά τρία μόνο βήματα δεν είναι μια πορεία και δεν ξέρω αν
το καταλάβαινα τότε. Τα πρώτα έργα σού φαίνονται πάντα διαφορετικά
μεταξύ τους. Δεν μπορείς να διακρίνεις βασικά πράγματα, όπως, για
παράδειγμα, τον τρόπο που ακουμπάς το πινέλο σου πάνω στον πίνακα και
που είναι μοναδικός στον κάθε ζωγράφο ή, επίσης, το στοιχείο της γκάμας,
των χρωμάτων.
Η γκάμα του ζωγράφου είναι σαν τη χροιά της φωνής. Δεν μπορεί ποτέ
κάποιος να πετύχει τη χροιά της φωνής κά- ποιου άλλου. Γεννιέσαι με μια
γκάμα χρωμάτων που μπορείς να χρησιμοποιείς. Μπορείς να την εμπλουτίσεις
λίγο, αλλά δεν μπορείς να την αλλάξεις. Όταν ξεκινάς, επίσης,
επηρεάζεσαι από άλλους ζωγράφους και όσο πιο μεγάλο είναι το μέγεθος του
ζωγράφου αυτού τόσο πιο καρικατούρα φαίνεται η επιρροή σου. Μου αρέσανε
οι νεκρές φύσεις του Σεζάν. Έκανα νεκρές φύσεις. Συνέχεια νεκρές
φύσεις. Ταυτόχρονα, είχα διαβάσει σ’ ένα βιβλίο ότι ξυπνούσε πολύ πρωί
και πήγαινε σ’ ένα βουνό και ζωγράφιζε και άρχισα κι εγώ να ξυπνάω στις 6
το πρωί και να πηγαίνω στο ατελιέ και ήτανε νύχτα και περίμενα, χωρίς
να κάνω τίποτα, να ξημερώσει. Ομίχλη. Μέσα σε μια ομίχλη είσαι στην
αρχή. Νομίζω ότι καταλαβαίνεις τι πρέπει να ζωγραφίσεις όταν δεν
πλήττεις, όταν το ζωγραφίζεις και όταν δεν σκέφτεσαι πολύ όταν το
ζωγραφίζεις. Δεν ήταν τόσο εύκολο να καταλάβεις αν το δικό σου έργο
είναι καλό. Ήταν εύκολο να καταλάβεις ότι το έργο ενός άλλου είναι καλό,
αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις γιατί αυτό το έργο του
άλλου είναι καλό. Δεν ήξερα πότε ένα έργο έχει τελειώσει. Αυτό ήτανε
πολύ δύσκολο.
Και σήμερα είναι, αλλά λιγότερο. Σήμερα ξέρω, τουλάχιστον, ότι είμαι
ζωγράφος. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είμαι ζωγράφος και ζωγραφίζω.
Δεν μπορώ να κάνω βίντεο, δεν μπορώ να κάνω κατασκευές, ούτε γλυπτική
ούτε να γράψω ένα δοκίμιο για τη ζωγραφική, ούτε να τρυπήσω τον μουσαμά
μπορώ. Άμα μου αρέσει κάτι, θα πρέπει να βρω τον τρόπο να το ζωγραφίσω.
Αυτό μόνο. Τίποτε άλλο. Το να κολλήσω ένα κομμάτι δέντρου πάνω σ’ έναν
πίνακα μού φαίνεται απλό και νομίζω τότε, αυτόματα, ο υπόλοιπος πίνακας
θα δείξει την ψεύτικη υπόστασή του. Όταν κάνεις έναν πίνακα και
φτιάχνεις ένα δέντρο ή ένα σπίτι, προσπαθείς να πείσεις τους άλλους ότι
το παραμύθι που τους δείχνεις είναι αληθινό. Αν φτιάξω (παύση) το δικό
σας πορτρέτο και με κάποιον τρόπο κολλήσω το μπλουζάκι που φοράτε στον
πίνακα, τότε το κεφάλι σας, τα χέρια σας, ο τοίχος πίσω σας, τα μαλλιά
σας, θα είναι ψεύτικα. Εσείς (παύση) θα είστε ψεύτικος. Ο στόχος μου,
λοιπόν, είναι να ερμηνεύσω το μπλουζάκι σας. Το οποίο, μάλιστα, είναι κι
ένα μοντέρνο μπλουζάκι, ένα σύγχρονο μπλουζάκι, που σημαίνει ότι δεν
έχει ζωγραφιστεί από άλλους στο παρελθόν και ότι δεν θα μπορούσα να βρω
βοήθεια μέσα από αναφορές γι’ αυτό το μπλουζάκι σας. Αυτό, όμως, θέλω να
κάνω και, ξέρετε, δύσκολα ο πίνακας που θα κάνω στο τέλος θα μου αφήσει
το αίσθημα της επιτυχίας. Πάντοτε το αίσθημα, όταν ζωγραφίζεις κάτι,
είναι λειψό. Είναι μάλλον δυσάρεστο.
Μάλλον φεύγεις κάθε βράδυ και σκέφτεσαι ότι απέτυχες να δείξεις την
ένταση αυτού που υπάρχει. Ίσως μετά από πολύ καιρό, όταν θα ξαναδείς ένα
έργο, τότε μπορεί, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να σου δημιουργήσει μια
αίσθηση χαράς, αλλά τότε δεν θα σε νοιάζει ακριβώς, γιατί εσύ ήθελες,
όταν τον ζωγράφιζες, να νιώθεις χαρά κι όχι μετά από μήνες ή χρόνια.
Βέβαια, από την άλλη, όποιος νιώθει ευχαρίστηση όταν ζωγραφίζει κάτι θα
πρέπει να πάει να κοιταχτεί για απλοϊκότητα. Η πόλη μού άρεσε πάρα πολύ.
Λέξεις που σήμαιναν κάτι στο χωριό εδώ δεν σήμαιναν τίποτα κι έπρεπε
σιγά-σιγά να μην τις λέω, γιατί αυτοί με τους οποίους μιλούσα δεν τις
καταλάβαιναν. Έτυχε και πέρασα στην Καλών Τεχνών τελευταίος, αλλά με την
πρώτη φορά. Φοβάμαι σήμερα όταν σκέφτομαι τι θα είχε γίνει εάν δεν
περνούσα με την πρώτη - δεν ξέρω τι θα συνέβαινε. Φοβάμαι όταν το
σκέφτομαι. Ταυτόχρονα, είχα περάσει στα ΚΑΤΕ στη Φλώρινα, αλλά δεν πήγα
ποτέ. Όταν τελείωσα την Καλών Τεχνών πήγα στο Παρίσι.
Φωνάζω όταν μιλάω, δηλαδή υψώνω τον τόνο της φωνής μου. Μεγάλωσα σ’
εποχή και σε κόσμο και σε σπίτι και σε περιβάλλον όπου τα παιδιά δεν
άκουγαν επιχειρήματα αλλά φωνές. Από μικρός ακούω ανθρώπους να φωνάζουν
δυνατά. Στη Γαλλία είχα μεγάλο πρόβλημα με τον τρόπο που μιλάω, γιατί
εκεί μιλάνε σιγά. Όμως, έτσι έμαθα και αυτό κάνω. Μεγάλωσα σε χώρους
δυνατών φωνών, κραυγών και ουρλιαχτών. Δεν οδηγώ αυτοκίνητο. Δεν ξέρω να
οδηγώ, δηλαδή. Μάλιστα, έχω μάθει τόσο καλά πια τη θέση του συνοδηγού,
που πλέον νομίζω ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο να οδηγήσω, γιατί από
συνήθεια θα έστρεφα το κεφάλι μου να κοιτάξω έξω ένα βουνό, τον δρόμο,
τη θάλασσα ή κάτι άλλο, και θα σκοτωνόμουν. Φέτος έκανα 16 μέρες
διακοπές. Παλιότερα δεν έκανα καθόλου, αλλά φέτος που πήγα μου άρεσε.
Ήταν ωραία. Έμαθα μπάνιο όταν ήμουνα 33 ετών. Τα καλοκαίρια δούλευα στην
ταβέρνα και δεν μπορούσα να πάω στη θάλασσα. Τον χειμώνα δεν δούλευα,
μόνο ζωγράφιζα. Νομίζω κατάλαβα νωρίς πως άμα δουλεύεις σε μια δουλειά
δεν ζωγραφίζεις όπως πρέπει και όσο πρέπει.
Από παλιά έχω δυο φίλους. Ο ένας μένει ακόμα στο χωριό και είναι
αγρότης. Ο άλλος έχει έρθει στην Αθήνα κι έχει ανοίξει ένα βενζινάδικο.
Έχω και μια φίλη που είναι καθηγήτρια. Δεν μιλάμε κάθε μέρα στο
τηλέφωνο. Δεν υπάρχει κανείς που να μιλάω κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Δεν
τσακώνομαι με τους ανθρώπους που δεν θέλω να ξαναδώ, αλλά μόνο φεύγω. Ο
Μονταίν είχε μόνο έναν φίλο, μοναδικό, στον οποίο θα εμπιστευότανε την
τύχη των παιδιών του, εάν πέθαινε. Για μένα δεν υπάρχει τέτοιος
άνθρωπος. Δεν νομίζω ότι έχω την πολυτέλεια να έχω τέτοιο φίλο. Θα ήταν
ευτύχημα, αλλά δεν νομίζω ότι την έχω αυτή την πολυτέλεια. Αντίστοιχα,
ούτε οι φίλοι μου νομίζω πως θεωρούν ότι θα μπορούσαν να μου αφήσουν τη
φροντίδα των παιδιών τους, εάν πάθουν κάτι. Ακούω Τρίτο Πρόγραμμα όταν
ζωγραφίζω, μόνο αυτό, γιατί δεν έχει ραδιοφωνικές διαφημίσεις.
Σιχαίνομαι τις ραδιοφωνικές διαφημίσεις. Μου φαίνονται οδυνηρές. Τα
τελευταία δυο χρόνια ακούω επίσης ειδήσεις το μεσημέρι, το μεγάλο δελτίο
ειδήσεων στις 2.
Μέχρι τα 35 μου δεν είχα καμιά σχέση με τη μουσική. Τότε μόλις είχα
ξεκινήσει να κάνω πορτρέτα. Ένας άνθρωπος που ζωγράφιζα και ο οποίος
είχε φρικάρει μέσα στη μουγκαμάρα μού πρότεινε να φέρει ένα ραδιόφωνο.
Του είπα, δεν ξέρω, φέρ’ το και θα δούμε. Μου άρεσε. Δεν με ενοχλούσε.
Σιγά-σιγά το συνήθισα. Μετά το ραδιόφωνο αυτό πέθανε κι αγόρασα ένα CD
player και αγόρασα και μερικά CDs. Μετά από καιρό άρχισα ν’ αναγνωρίζω
μουσικές. Δεν ξέρω ποιες ηχογραφήσεις του Βάγκνερ ή του Μότσαρτ
θεωρούνται οι καλύτερες, αλλά ξέρω ότι αυτό που ακούω μου αρέσει. Δεν
έχω καμιά εκπαίδευση και καμιά γνώση πάνω στη ροκ. Έχω αχρωματοψία.
Μπορώ να ξεχωρίσω το χρώμα μιας ντομάτας ή μιας φράουλας, όμως το
πρόβλημα υπάρχει στο πόσο κόκκινο έχει το γκρι του τοίχου πίσω σου ή στο
εάν μια μουντζούρα πάνω σ’ ένα μάγουλο πρασινίζει η μοβίζει. Δεν
υπάρχουν χρώματα που δεν χρησιμοποιώ. Υπάρχουν αντικείμενα που δεν
ζωγραφίζω. Αυτοκίνητα ή ένα αστραφτερό ηχοσύστημα. Γενικώς, δεν μου
αρέσουν τα πολύ καινούργια πράγματα. Αυτό το ψυγείο πίσω σας, με τις
δαχτυλιές, το έχω ζωγραφίσει, αλλά αυτό το γυαλιστερό κασετόφωνο δίπλα
όχι, αυτό το βρόμικο τηλέφωνο στην άκρη έχει ζωγραφιστεί, αυτό το φως
πίσω σας όχι. Αυτό που κάνω ξέρω ότι δεν είναι υπέρ μου, δυστυχώς.
Θαυμάζω τον Χόκνεϊ. Τ’ αψεγάδιαστα, απαστράπτοντα χρώματά του. Όμως,
εγώ δεν είμαι αυτό. Δεν θα φόραγα ποτέ ένα πορτοκαλί μπλουζάκι. Δεν θα
φόραγα ποτέ ένα ροζ μπλουζάκι. Επίσης, δεν θα φόραγα μια μπλούζα που
γράφει κάτι επάνω. Αντιλαμβάνομαι την ομορφιά που μπορεί να έχουν κάποια
ρούχα, αλλά ταυτόχρονα δεν με ενδιαφέρει εμένα. Μου αρέσουνε τα ρούχα
που περνάνε απαρατήρητα. Κοστούμι φοράω το Πάσχα και σε γάμους. Έχω μόνο
2 γραβάτες. Στους πίνακές μου υπάρχουν λίγα πράγματα. Αν ζωγράφιζα εσάς
τώρα, έτσι όπως σας βλέπω, θα έβαζα αυτό το τραπεζάκι δίπλα σας με το
τασάκι επάνω και το τραπεζάκι θα μείωνε τη μοναξιά σας, γιατί το
τραπεζάκι θα ήταν ο σύντροφός σας στην εικόνα, αλλά ίσως, από την άλλη, η
μοναξιά σας να ήταν και μεγαλύτερη, γιατί η συντροφιά σας θα ήταν απλά
ένα τραπεζάκι και τίποτα παρα- πάνω.
Κύριε Ρόρρη, θα ήθελα να μου πείτε τι χρώμα έχουν οι δυο γραβάτες που έχετε.
Η μια γραβάτα μου είναι μπεζ, γιατί το καλοκαιρινό κοστούμι μου είναι
μπεζ, και η άλλη γραβάτα μου είναι γκρι, γιατί το χειμερινό κοστούμι
μου είναι γκρι.
Ο Γιώργος Ρόρρης είναι 30 περίπου ετών κι έχει
ύψος 1,89. Τα πινέλα του είναι φτιαγμένα από τσιμέντο (2/4), αίμα (1/4)
και κολόνια (1/4), ενώ οι τρίχες τους είναι από κομμένες τρίχες
επαρχιακών και συνοικιακών, αντρικών και παιδικών κουρείων. Καπνίζει
κρυφά 2 τσιγάρα κάθε βράδυ, πίνοντας πόσιμο νερό από το ψυγείο. Τα
μαλλιά του το καλοκαίρι είναι γκρι και τον χειμώνα μπεζ. Φοράει ένα
μαύρο, πλαστικό ρολόι που περνάει απαρατήρητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου