∆ύσκολοι αποχαιρετισµοί
Γιώργος Τούλας
Κάθε φορά που φεύγουν τα παιδιά στέκοµαι στο ίδιο µέρος της
αποβάθρας. Εγώ φαγώθηκα να φύγουν. Ο άντρας µου έλεγε πως δεν µπορεί,
τόσες σπουδές, τόση προσπάθεια, κάπου θα βγάλει και εδώ. Τι διάολο
πατρίδα είναι αυτή που δεν µπορεί να κρατήσει τα παιδιά της; Γελάστηκε.
∆υο χρόνια φάγανε µε τις αγγελίες των εφηµερίδων στις καφετέριες. Τίποτε
δεν βγήκε. Πρωινά χαµένα από τη ζωή τους να ψάχνουν. Μόνο διανοµές
φυλλαδίων, να κρατά κανένα παιδί η κόρη µου, άντε και ταµίες σε σούπερ
µάρκετ µε 350 ευρώ χωρίς ασφάλιση. Και µια φορά που χρειάστηκε να
νοσηλευτεί ο γιος µε µια µόλυνση, όλα από τη τσέπη µας τα πληρώσαµε.
Έτσι έπεσε η ιδέα, σε ένα τραπέζι Κυριακής. Λέµε να φύγουµε ρε µάνα. Εδώ
δεν έχει χαΐρι. ∆εν είχαν άδικο. Μαζί τους ήµουν. Και από τότε κάθε
φορά που έρχονται, σε γιορτές και καλοκαίρια, βάζω το πιο καλό µου
χαµόγελο την ώρα του αποχωρισµού. Ντύνοµαι σαν να πηγαίνω σε γιορτή και
τους ξεπροβοδώ µέχρι που χάνεται το τραίνο. Μετά πίνω ένα καφέ µόνη µου
στο καφέ του σταθµού και κει ξεσπάω. ∆εν την είχα φανταστεί έτσι τη ζωή
µας. ∆εν τολµώ να ρωτήσω τι σκέφτονται για το µέλλον. Εδώ ρε µάνα τίποτε
δε δουλεύει σωστά. Αλλά τίποτα.
* Φωτογραφία: Αλέξανδρος Αβραμίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου