Kαλύτερα να πέθαινες.
Του Αντώνη Σουρούνη
Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα.
Κρυσταλία Πατούλη
Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η
οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν
μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Και τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα,
αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα ‘δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα.
Ο κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος
του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. Η ίδια η γη ήταν τόσο
μικρή, που όταν πήγα σχολείο την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου και
μπόρεσα να την αγκαλιάσω.
Τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες ώσπου να χαθεί, γιατί θ’ αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο.
Τηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε.
Για να το δει κανείς έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου΄ αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας.
Το φαϊ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα.
Το φαϊ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα.
Κλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις.
Το μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη
κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι
αφού εκείνη προηγουμένους τους είχε κλέψει την καρδιά.
Τα σπίτια δεν είχαν κλειδιαριές, αλλά κανείς δεν έμπαινε από μόνος του, έπρεπε να πας εσύ να ανοίξεις την πόρτα, για να καλωσορίσεις το μουσαφίρη.
Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί λίγοι κι αυτά που θέλανε ήταν τόσο μικρά, που στέλναν εμένα να τους τα φέρω.
Τα μυαλά τους ήταν και μικρά και στενά και λίγα. Το
άκουγα που το λέγανε συνέχεια ο ένας στον άλλο, «στενόμυαλος είσαι»,
«μικρό μυαλό έχεις», «τα μυαλά σου είναι λίγα». Μου το λέγανε κι εμένα
που ήμουν και μικρός και λίγος, πως το κεφάλι μου είναι άδειο και δεν
έχει κουκούτσι μυαλό μέσα.
Όμως οι πιο πολλοί ήταν πρώτοι σε κάτι. Στο σπίτι
μας όλοι ήταν πρώτοι σε κάτι. Ο μπαμπάς μου στο τάβλι, η μάνα μου στο
ράψιμο και στην καλοσύνη, η θεία μου, η αδερφή της, στην καπατσοσύνη, ο
θείος μου στις μπουνιές, ο νονός μου στην ομορφιά, η νονά μου στην
τσαχπινιά, η καημένη η Κίτσα στην ασχήμια και στην κουτσαμάρα, ο αδερφός
της ο Κολώνας στο κρασί και στη μουντζούρα, ο παππούς μου στη σειρά για
να πεθάνει και η γιαγιά μου πρώτη σε όλα.
Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτ’ ένα δεν ήξερε, όμως
δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις ψυχές,
ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες.
Και οι φίλοι μου ήταν όλοι πρώτοι σε κάτι.
Άλλος στη μπάλα, άλλος στην εξυπνάδα, άλλος στις
μπίλιες, άλλος στο πάλεμα, άλλος στο μάλωμα, άλλος στη δύναμη, άλλος στο
τρέξιμο, άλλος στο πήδημα από ψηλά, άλλος στο πήδημα από χαμηλά, άλλος
στις βρισιές, άλλος στις κλεψιές, άλλος στο σπάσιμο παραθύρων, άλλος στο
παίδεμα σκυλιών, άλλος γατών κι άλλος στο παίδεμα των άλλων.
Ακόμα και πρώτο στην κουταμάρα είχαμε. Μερικοί ήταν
πρώτοι σε δύο, σε τρία και παραπάνω πράματα, όπως ο Σερπετός, που ήταν
πρώτος στα ψέματα, στην πάρλα και στην πονηράδα. Γι’ αυτό εξάλλου τον
λέγαμε κι έτσι, επειδή ήταν ύπουλος και πονηρός σαν φίδι. Στο σχολείο
ήταν τελευταίος, αλλά στο δρόμο κι αυτό για πρωτιά πιανόταν.
Προτού έρθει ο Αλιάμπρας στο μαχαλά μας ήταν και
πρώτος στην εξυπνάδα, αλλά ήρθε εκείνος και του έφαγε τη θέση. Το Χέλι
ήταν πρώτος όπου ήθελε, κι αυτό όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο δυνατός, όχι
μόνο γιατί είχε παρατήσει το σχολειό και δούλευε, όχι μόνο γιατί είχε
γεννηθεί πρώτος απ’ όλους, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που είχε φιλήσει
κορίτσι.
Όσοι δεν ήταν πρώτοι κάπου, ήταν πρώτοι φίλοι κάποιου πρώτου.
Όλοι εκτός από μένα. Εγώ δεν ήμουν πρώτος πουθενά και
σε τίποτα. Θα μπορούσα να γίνω ο πρώτος μαθητής στη γειτονιά, αυτό το
πόστο ήταν άδειο, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθώ στο διάβασμα, άσε που θα
γινόμουν και πρώτος στην ξεφτίλα.
Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο πρώτος στην πάστρα, μου άρεζε να πλένομαι και να φοράω καθαρά ρούχα, όμως ούτε αυτό γινόταν.
Όποιος τριγύριζε έτσι, ήταν σα να παρακαλούσε και να φώναζε, «Εδώ είμαι, λερώστε με, σας παρακαλώ, κυλήστε με στις λάσπες, χώστε με στα σκατά, να γίνω σαν κι εσάς».
Ένα πράμα υπήρχε χειρότερο από το να είσαι καθαρός, το να είσαι καθαρός και καλός μαθητής μαζί.
Καλύτερα να πέθαινες. Δε σε άφηναν σε ησυχία, σε
ψάχναν όλη μέρα για να σε βρουν και να σε βρίσουν, να σε βρομίσουν, να
σε πετάξουν στα βρομόνερα και στο τέλος να σε πλακώσουν στο ξύλο.
Aπόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη, Το μονοπάτι στη θάλασσα, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 17-19.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου