Φυσικά δεν είναι ο πρωθυπουργός ο μόνος που επικαλείται τη θεωρία των δύο άκρων. Πρόκειται για το βασικό ιδεολόγημα που θεμελιώνει τη σκληρή κατασταλτική και αντιμεταναστευτική πολιτική του κ. Δένδια και στηρίζει τη δημόσια επιχειρηματολογία του όταν καλείται να αντιμετωπίσει πολιτικούς της Αριστεράς.
Εκεί που η θεωρία αυτή κάνει θραύση είναι βέβαια σε μεγάλη μερίδα μέσων ενημέρωσης. Και οι θιασώτες της δεν περιορίζονται στους γνωστούς κράχτες του σημερινού ή του εκάστοτε κυβερνητικού σχήματος. Σε ένα κατά τα άλλα πολύ επικριτικό άρθρο του για τους ιεράρχες που γλυκοκοιτάζουν τη Χρυσή Αυγή, ο Χρήστος Γιανναράς αισθάνεται υποχρεωμένος να συγκρίνει τη Χρυσή Αυγή με το ΚΚΕ, αποδίδοντας τα ίδια χαρακτηριστικά στο ιστορικό κόμμα της Αριστεράς και τη ναζιστική οργάνωση: «Θα μπορούσε η Xρυσή Aυγή να είναι ένα κόμμα έστω ακροδεξιών πεποιθήσεων, όπως θα μπορούσε και το KKE να είναι κόμμα έστω κομμουνιστικών πεποιθήσεων. Kάτι τέτοιο στο Eλλαδιστάν αποδείχνεται ανέφικτο: Kαι οι μεν και οι δε επιλέγουν να εκπροσωπούν και να μιμούνται εκείνα τα γνωρίσματα και των δυο ακροτήτων, που ολόκληρη η ανθρωπότητα, κάθε νουνεχής σε οποιοδήποτε έθνος, τα θυμάται με φρίκη, τρόμο, αποτροπιασμό. Δεν έχουν άραγε τη στοιχειώδη νοημοσύνη, ούτε η Xρυσή Aυγή ούτε το KKE, να διακρίνουν την πολιτική πρόταση που θέλουν να εκπροσωπήσουν, από το οργανωμένο έγκλημα του Xιτλερισμού και του Σταλινισμού; Eπιμένουν με τον τραμπουκισμό και τη φρίκη, τις σβάστικες και τα σφυροδρέπανα, να γοητεύσουν οπαδούς και να πετύχουν κοινωνικές κατακτήσεις;» («Καθημερινή», 28.10.2012).
Η κατάληξη αυτής της λογικής είναι μονοσήμαντη. Αν Χρυσή Αυγή και ΚΚΕ είναι τελικά εξίσου ακραία και επομένως επικίνδυνα για τη δημοκρατία πολιτικά μορφώματα, τότε παρόμοια πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή τους: είτε πρέπει και τα δύο να εξοβελιστούν είτε να μάθουμε να συμβιώνουμε μαζί τους. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα οξυδερκής για να καταλάβει ότι η λογική αυτή οδηγεί σε ένα μόνο συμπέρασμα: κάτω τα χέρια από τη Χρυσή Αυγή.
1. Ο «κόκκινος φασισμός»
«Το ιστορικό υπόβαθρο αυτής της θεωρίας βρίσκεται στις απόψεις που κυκλοφορούν εδώ και δεκαετίες και οι οποίες εξομοιώνουν τον ναζισμό και τον κομμουνισμό», λέει ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης. «Αρχικά, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η εξομοίωση επιχειρήθηκε στο πλαίσιο του ερμηνευτικού σχήματος του "ολοκληρωτισμού", και μετά το 1989, στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, η οποία να συμπεριλαμβάνει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού, οι οποίοι προκάλεσαν στην Ευρώπη δεινά και καταστροφές. Η σύνδεση του Χίτλερ με τον Στάλιν ως των δύο "δεινών" της Ευρώπης του 20ού αιώνα είχε ως συνέπεια να απαξιωθούν όχι τόσο το σοβιετικό καθεστώς όσο οι ιδέες της επανάστασης και της κοινωνικής ισότητας».
Το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας αυτής είναι ότι όταν και όπου εφαρμόστηκε κατέληξε να γίνει όχημα εφαρμογής των πιο αντιδραστικών θέσεων, υπονόμευσης των κοινωνικών κινητοποιήσεων και συκοφάντησης της Αριστεράς.
Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή, σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές αναλύσεις αυτού του είδους, η «Ελευθερία» στο κύριο άρθρο της θα υποστηρίξει ότι πρόβλημα δεν είναι ο φασισμός, αλλά ο κομμουνισμός («Η Αριστερά και ο φασισμός», 22.11.1944). Η ιστορική κεντρώα εφημερίδα που έκανε ακόμα τότε τα πρώτα της βήματα αναλύει για ποιους λόγους δεν πρέπει να υιοθετηθεί το σύνθημα της Αριστεράς κατά του φασισμού: «Οχι γιατί ο φασισμός, καταρχήν, δεν αποτελεί κίνδυνον. Ούτε γιατί πρόκειται να αμφισβητήσει κανείς το καθήκον που έχουν όλοι οι ελεύθεροι πολίται να προστατεύσουν την ελευθερίαν των, οποθενδήποτε ήθελεν απειληθή. Αλλά γιατί μεταξύ των δύο αυτών παρατάξεων, δηλαδή της Ακρας Αριστεράς και της Ακρας Δεξιάς υπάρχει μια στενωτάτη αλληλουχία, από της απόψεως των μεθόδων που χρησιμοποιούν και αι δύο μέσα εις το πολιτικόν πλαίσιον».
Αυτά γράφονταν μόλις δέκα μέρες πριν από την αιματηρή επίθεση στην άοπλη διαδήλωση στο Σύνταγμα που οδήγησε στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Είναι σαφές ότι στην ανάλυση αυτή υπάρχει ένα μόνο άκρο, το αριστερό, εφόσον το δεξιό, το φασιστικό, υποτίθεται ότι είχε εξαφανιστεί με την απελευθέρωση.
Πολύ γρήγορα η ανάλυση αυτή πήρε και όνομα. Ο κομμουνισμός μετονομάστηκε σε «ερυθρό φασισμό» και η ανάλυση των δύο άκρων άρχισε να φέρει το όνομα «μαύρος και ερυθρός φασισμός». Βέβαια, και πάλι μόνο για τον «ερυθρό» γινόταν λόγος στα επίσημα προπαγανδιστικά κείμενα των μεταπολεμικών και εμφυλιοπολεμικών κυβερνήσεων: «Δεν επικρατεί φασισμός εις την Ελλάδα. Επικρατεί απλώς ένα παροδικόν αντιδραστικόν καθεστώς με έντονον τον χαρακτήρα της βίας, που έχει απλωθεί μέχρις εμφυλίου πολέμου. Αλλά και φασισμός αν επικρατή, δι’ αυτόν ευθύνεται αποκλειστικώς η Μεγάλη Βρετανία και το Εργατικόν Κόμμα. Επικρατεί εκείνο που ήθελεν η Αγγλία. Μήπως ήθελε και τον "φασισμόν" διά να εξουθενώση ηθικώς την Ελλάδα;» (κύριο άρθρο, «Ελευθερία», 20.2.1947).
Σιγά σιγά ξεχάστηκε ο άλλος και έμεινε μόνο ο «κόκκινος» φασισμός. Μάλιστα το Γ΄ Σώμα Στρατού διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 1948 και έκθεση με τίτλο «Δύο χρόνια πολέμου της Ελλάδος εναντίον του κόκκινου φασισμού», στην οποία κλήθηκαν οι πολίτες για να διαπιστώσουν «διά μίαν ακόμη φοράν την αντεθνικήν δράσιν των λεγομένων δημοκρατών» («Εμπρός», 30.1.1948).
Η εμφυλιοπολεμική Ελλάδα ήταν και τότε εργαστήρι εφαρμογής των πιο αντιδραστικών θεωριών της εποχής. Η προπαγάνδα που εξίσωνε τον «μαύρο και τον κόκκινο» φασισμό πουθενά δεν υπήρξε τόσο έντονη όσο στη χώρα μας. Αντίθετα, η επίσημη θέση των δυτικών κυβερνήσεων εξακολουθούσε να εμφανίζει τον φασισμό ως κύριο στόχο. Μπορεί το 1947 να ήταν το γενέθλιο έτος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ο μονομέτωπος αγώνας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης δεν αποφασίστηκε παρά μόνο το 1949. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμα εκείνη την περίοδο πουθενά στα διεθνή φόρα ο κομμουνισμός δεν εξισώνεται ανοιχτά με τον φασισμό. Την άνοιξη του 1948 πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Ελευθερία της Πληροφόρησης. Στην τελική απόφαση αναφέρεται: «[Η συνδιάσκεψη] εκφράζει τη βαθιά της πεποίθηση ότι μόνο εκείνα τα όργανα πληροφόρησης σε όλες τις χώρες του κόσμου, τα οποία είναι ελεύθερα να αναζητούν και να διαδίδουν την αλήθεια, μπορούν να συμβάλουν στην αναχαίτιση της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης επιθετικής προπαγάνδας ή φυλετικής, εθνικής και θρησκευτικής διάκρισης και στην πρόληψη της αναγέννησης της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης απειλής» (United Nations, Conference on Freedom of information, Final Act, Γενεύη – Νέα Υόρκη, 1948, Απόφαση ν. 2).
Εξαλλος ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης για τον «συμβιβασμό» αυτό θα καταγγείλει: «Ο σλαυικός συνασπισμός ηγωνίσθη μετά λύσσης να εντάξη τα συνήθη κομμουνιστικά συνθήματα, "Ο αγών διά την Δημοκρατίαν", "Η πάλη διά την εξόντωσιν του φασισμού και της φασιστικής ιδεολογίας", "Η εξυπηρέτησις του λαού και το άσπονδον μίσος κατά των εχθρών του λαού", "Η αποκάλυψις και εξουδετέρωσις εκείνων που ερεθίζουν τους λαούς εις επιθέσεις και πολέμους", κτ.λ.» («Εμπρός», 16.4.1948). Ο Δασκαλάκης, ο οποίος επί χούντας εξέδωσε την επίσημη ιστορία του Αρχηγείου Χωροφυλακής, θεωρεί «ερυθρά» όλα αυτά τα συνθήματα.
Ο αντικομμουνισμός με τη μορφή της «απειλής του ερυθρού φασισμού» αποτέλεσε έκτοτε τμήμα της επίσημης κρατικής ιδεολογίας στην Ελλάδα.
2. Το «πεζοδρόμιο»
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η επανεμφάνιση της θεωρίας των δύο άκρων σε μια ιστορική συγκυρία που δεν θα το περίμενε κανείς. Τρεις μήνες μετά τη θριαμβευτική του επικράτηση στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξαπέλυσε τον δικό του «διμέτωπο» αγώνα, επαναφέροντας το δίπολο των δύο άκρων. Το «Βήμα» περιέγραψε την εξαγγελία αυτής της πολιτικής με τον εύγλωττο τίτλο «Ούτε αναρχία, ούτε φασισμός, αλλά δημοκρατία» (2.6.1964). Αλλά ποια ήταν η αναρχία στην οποία αναφερόταν ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου; Τίποτα λιγότερο από τις διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης και τις προσπάθειες περιφρούρησης των απεργιών. Με μια επιχειρηματολογία που μας φαίνεται εξαιρετικά οικεία, ο Παπανδρέου στρεφόταν εναντίον των κοινωνικών κλάδων που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, ξαφνιάζοντας ακόμα και τη δεξιά αντιπολίτευση: «Ηθικώς αποδοκιμάζω την μέθοδον των πορειών διότι ουδέν προσφέρουν. […] Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία όλων, δεν σημαίνει ελευθερία μιας ομάδος και κατάλυσιν της ελευθερίας των άλλων. Αυτό είναι φασισμός, δεν είναι δημοκρατία». Παρόμοιες θέσεις διατύπωσε ο Παπανδρέου για τις απεργίες: «Αναγνωρίζομεν το δικαίωμα της απεργίας. Η απεργία είναι δικαίωμα των εργαζόμενων ανθρώπων. Αλλά και η εργασία είναι δικαίωμα των εργαζομένων. Υπάρχει ελευθερία απεργίας και ελευθερία εργασίας. Οσοι επιχειρούν να καταλύσουν την ελευθερίαν της εργασίας, δεν είναι δημοκράται, είναι φασίσται. Κατεβλήθη προσπάθεια να εμπλακώμεν εις το δίλημμα: ή είμεθα αναρχία ή αστυνομικόν κράτος. Εις αυτό το δίλημμα δεν εμπλεκόμεθα. Εξερχόμεθα από το δίλημμα. Δεν είμεθα ούτε αναρχία ούτε αστυνομικόν κράτος» (Βουλή, 1.6.1964).
Πολύ γρήγορα κατανόησε και ο ίδιος ο Παπανδρέου ότι οι μόνοι που θα στήριζαν τον εκδημοκρατισμό του κράτους ήταν εκείνοι που τότε κατέτασσε στην «αναρχία» και ότι ο ίδιος ένα χρόνο αργότερα θα βρισκόταν υποχρεωμένος να καταφύγει στο όπλο των πορειών και των απεργιών.
Η αλήθεια είναι ότι μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησής του ήταν να αποκαλύψει με την περίφημη «Εκθεση Μπέρτσου» τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της ΕΡΕ, ο οποίος βασιζόταν στην πιο ωμή θεωρία των δύο άκρων. Ο Γρ. Γραμματικόπουλος, αρμόδιος διαφωτιστής της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Προεδρίας επί κυβερνήσεων ΕΡΕ, κατέθεσε μήνυση στον συντάκτη της Εκθεσης, Γεώργιο Μπέρτσο. Κατά τη δίκη, απαντώντας σε ερωτήματα της υπεράσπισης, ο Γραμματικόπουλος θα είναι αποκαλυπτικός:
Λυκουρέζος: Λέτε ότι ο φασισμός δεν στρέφεται κατά του έθνους.
Γραμματικόπουλος: Δεν στρέφεται, διότι φασισμός δεν είναι ένας. Αλλος ο φασισμός του Χίτλερ και άλλος ο φασισμός του Νάσερ.
Λυκουρέζος: Ενώ δηλαδή ο κομμουνισμός αποτελεί κίνδυνον διά το έθνος, ο φασισμός δεν αποτελεί.
Γραμματικόπουλος: Κίνδυνον αποτελεί ο κομμουνισμός διά του δημιουργουμένου εντός του λαού φρονήματος της υπονομεύσεως. Ενώ ο φασισμός δεν δημιουργεί τοιούτον κίνδυνον. («Ελευθερία», 13.3.1965).
Αλλά και οι αστυνομικοί μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ισχυρίστηκαν ότι η αντισυγκέντρωση των παρακρατικών στη Θεσσαλονίκη σχηματίστηκε τυχαία και ότι η οργή των ατόμων αυτών προκλήθηκε από τα συνθήματα «Ειρήνη» και «Κάτω ο φασισμός», τα οποία είναι «προδοτικά και αντεθνικά, όταν τα ρίπτουν οι κομμουνισταί» («Ελευθερία», 18.10.1966). Αυτή η αθώωση του φασισμού δεν περιορίστηκε στους τραμπούκους ή τους διατεταγμένους αστυνομικούς υπαλλήλους. Σε άρθρο του για την επέτειο του 1940, ο γνωστός πολιτικός της Δεξιάς, Γρηγόρης Κασιμάτης, θα δώσει λίγες μέρες αργότερα και το τελειωτικό χτύπημα στην παράδοση του αντιφασισμού: «Η ιταλική επιβουλή της 28ης Οκτωβρίου ήταν επίθεση του ολοκληρωτικού επεκτατισμού, όχι του φασισμού» («Ελευθερία», 29.10.1966).
Δεν πέρασαν ούτε έξι μήνες και ο φασισμός, με τη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας, χτυπούσε την πόρτα ακόμα και των οπαδών της θεωρίας των δύο άκρων.
Φορείς του Ιού: Τάσος Κωστόπουλος, Άντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς
Απόσπασμα από την Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου