H αποσπονδύλωση της συλλογικής σύμβασης
Του Γιάννη Κουζή*
Τα τελευταία μέτρα για τον γενικό κατώτατο μισθό και τις συλλογικές
συμβάσεις σφραγίζουν την πλήρη κατεδάφιση της ουσιαστικής έννοιας των
συλλογικών συμβάσεων. Και αυτό γιατί το συλλογικό αυτό κοινωνικό
δικαίωμα μόνο ως προς την τυπική του διάσταση διατηρείται, από τη στιγμή
που η καταιγίδα των μέτρων του μνημονίου της τελευταίας διετίας έχει
στερήσει από το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των συλλογικών
διαπραγματεύσεων και συμβάσεων όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν τη
σπονδυλική του στήλη και συμβάλλουν στη δημιουργία στοιχειωδών όρων
συνοχής ανάμεσα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.
Πώς επέρχεται αποδιάρθρωση και αποσπονδύλωση των συλλογικών συμβάσεων;
1. Όταν η ελευθερία της συλλογικής διαπραγμάτευσης
καταστρατηγείται, καταρχήν, από την υποχρέωση προσαρμογής των
διαπραγματεύσεων στη μνημονική δέσμευση μείωσης του μοναδιαίου κόστους
εργασίας κατά 15% ενόσω διαρκεί η δανειακή σύμβαση. Όταν οι αυξήσεις και
ωριμάνσεις (πολυετίες) παγώνουν μέχρις ότου η ανεργία υποχωρήσει κάτω
από 10%, κάτι που δεν αναμένεται να συμβεί νωρίτερα από το 2025. Όταν ο
γενικός κατώτατος μισθός που ρυθμίζεται με την εθνική γενική συλλογική
σύμβαση διαβρώνεται με νόμο κατά 22% (και 32% για τους νέους έως 25
ετών)και στο εξής θα εξακολουθεί να ορίζεται από το κράτος μέχρι
νεωτέρας και έως ότου συγκλίνει με τους αντίστοιχους μισθούς των
βαλκανικών χωρών. Όταν η σύντμηση του χρόνου έναρξης της μετενέργειας
των συλλογικών συμβάσεων, συνοδευόμενη από τον περιορισμό των
κανονιστικών όρων που μετενεργούν ανοίγοντας τον δρόμο στην εξατομίκευση
των αμοιβών, ασκούν ασφυκτικές πιέσεις στα συνδικάτα ώστε να υπογράφουν
συμβάσεις στο πλαίσιο των εργοδοτικών απαιτήσεων με τη λογική του
μικρότερου κακού.
2. Όταν η συνάρθρωση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη
των συλλογικών συμβάσεων αποδιαρθρώνεται από την κατάργηση της βασικής
αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τους εργαζόμενους, με την παροχή της
δυνατότητας κατίσχυσης του δυσμενέστερου περιεχομένου συμβάσεων έναντι
του ευνοϊκότερου. Όταν με αυτό τον τρόπο ανατρέπεται πλήρως η λογική
συνάρθρωσης γενικότερων και ειδικότερων συμβάσεων, με αποτέλεσμα οι
επιμέρους επιχειρήσεις να αποστασιοποιούνται αρνητικά από τα
συμφωνηθέντα σε επίπεδο κλάδου, αποδυναμώνοντας τις κλαδικές συμβάσεις
και συμπιέζοντας το εργασιακό κόστος.
3. Όταν η καθολική εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων
καταργείται με τον περιορισμό της στους εργαζόμενους που απασχολούνται
στις επιχειρήσεις που είναι μέλη των εργοδοτικών ενώσεων που τις
συνυπογράφουν, όπως συμβαίνει με την αναστολή της επέκτασης της κλαδικής
και ομοιοεπαγγελματικής σύμβασης καθώς και της εθνικής γενικής, όποτε,
στο μακρινό μέλλον, ο καθορισμός των κατώτατων μισθών επιστρέψει στην
αρμοδιότητά της. Όταν μια τέτοια επιστροφή δεν συνεπάγεται έναν γενικό
κατώτατο μισθό καθολικής εφαρμογής, αλλά έναν μισθό μερικής εφαρμογής
για τα μέλη των φορέων που υπογράφουν τη σύμβαση, αφήνοντας περιθώρια
για κατώτατους μισθούς πολλαπλών ταχυτήτων ή και για μισθούς χωρίς
κατώτατα όρια. Όταν στο πλαίσιο αυτών των επιλογών ολοένα και
περισσότερες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφαρμογής των
συμβάσεων, είτε επωφελούμενες από τη μη επεκτασιμότητά τους, είτε
ωθούμενες να αποχωρούν από τις εργοδοτικές οργανώσεις προκειμένου να μη
δεσμεύονται από τις υπογραφές τους.
4. Όταν αποδυναμώνεται ο ρόλος του ΟΜΕΔ σε περίπτωση
αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και άρνησης των εργοδοτών να υπογράψουν
συλλογικές συμβάσεις, με αποτέλεσμα να μένουν αρρύθμιστες οι συλλογικές
διαφορές. Όταν οι μεσολαβητές/διαιτητές οφείλουν να είναι
«αντικειμενικοί» και να προσαρμόζουν την κρίση τους στην ασκούμενη
κυβερνητική εισοδηματική πολιτική. Όταν η προσφυγή στη διαιτησία απαιτεί
τη συμφωνία και των δύο μερών ακόμα και όταν η εργοδοσία αρνείται την
πρόταση του μεσολαβητή που δέχονται τα συνδικάτα. Όταν η διαιτησία έχει
ως μόνη αρμοδιότητα τον προσδιορισμό του βασικού μισθού για κάθε επίπεδο
συλλογικής διαφοράς, αφήνοντας μετέωρες τις διαφορές για τα επιδόματα
και τα θεσμικά ζητήματα και ωθώντας αυτές στη λύση της ατομικής
διαπραγμάτευσης με την επέλευση της μετενέργειας.
Οι εξελίξεις αυτές καταδεικνύουν με τον πλέον σαφή τρόπο ότι οι
συλλογικές συμβάσεις μόνο τυπικά εξακολουθούν να υφίστανται, ώστε να
δικαιολογούν το επιχείρημα της μη κατάργησής τους και για να θυμίζουν
την ιστορική διαδρομή ενός θεσμού που αποτελεί κοινωνική κατάκτηση και
εκφράζει μορφή θεσμικού περιορισμού της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και
εκδηλώνει την κοινωνική αλληλεγγύη απέναντι στα φαινόμενα
κατακερματισμού της εργασίας. Και είναι επίσης προφανέστατο ότι η
αποσπονδήλωση και αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων
αποδυναμώνει τα θεσμικά εμπόδια για την επιβολή εξατομικευμένων
εργασιακών σχέσεων που καθιστούν με απόλυτο τρόπο την εργασία έρμαιο
στις διαθέσεις του κεφαλαίου.
* Ο Γ. Κουζής διδάσκει εργασιακές σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου