Χασάν Μέκκι: Η βία πέρα από το ρατσισμό
Η πιο βάρβαρη όψη της ελληνικής κοινωνίας έμεινε χαραγμένη στο
κορμί του, από τις 19 Αυγούστου 2012. Η σκιά του άρχισε να διακρίνεται
σταδιακά απ’ των υπόλοιπων «αόρατων ανθρώπων» λίγους μήνες αργότερα, στα
τέλη Νοεμβρίου, όταν πρωτοκυκλοφόρησε μια φωτογραφία με την παραμορφωμένη πλάτη του. Η ιστορία του έκανε το γύρο του κόσμου λίγο πριν από τις γιορτές, όταν το πρακτορείο Reuters την ανέδειξε ως ένα ακόμη τρανταχτό παράδειγμα της ρατσιστικής αγριότητας που περιδιαβαίνει ανέμελα στις αθηναϊκές γειτονίες.
Η βία, όμως, στον Χασάν Μέκκι είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Του
χτύπησε την πόρτα σπίτι του, στα όρη Νούμπα του σουδανικού Νοτίου
Κορντοφάν και τον συνόδεψε στο μακρύ ταξίδι του μέχρι τα σύνορα της
Ελλάδας. Εκεί, αντί να βρει διεθνή προστασία, έπεσε θύμα ενός ακόμη
άγριου εγκλήματος. Θυμίζοντας στην κοινωνία και στην πολιτεία τόσο τις
ευθύνες όσο και τις υποχρεώσεις τους για αλληλεγγύη κι έμπρακτη
συμπαράσταση στους κατατρεγμένους.
Απ’ το Σουδάν στο δρόμο για την Ευρώπη
«Ήταν 16 Ιουνίου 2011 όταν έφτασαν στο χωριό μου και ξεκίνησαν την
επίθεση. Δεν ξέραμε ποιοι ήταν, αλλά φορούσαν στρατιωτικά ρούχα. Άρχισαν
να μας χτυπούν και να μας σκοτώνουν, κι εμείς τρέξαμε αμέσως να
κρυφτούμε. Σκότωσαν τον πατέρα μου μπροστά μου και βίασαν τις δύο
αδερφές μου. Ήταν 22 και 19 χρονών» διηγείται στο 1againstracism.gr.
«Τους υπόλοιπους δικούς μου, τους έχασα – τη μητέρα μου και τους τρεις
αδερφούς μου. Δεν ξέρω πού είναι από τότε. Έφυγα απ’ το χωριό μου με το
κάρο» εξηγεί. «Μόνο κάρα και γαϊδούρια είχαμε, αλλά ζούσαμε καλή ζωή.
Όμως, καθημερινά, ακόμη και σήμερα μάς δημιουργούν προβλήματα. Η
κυβέρνηση νομίζει ότι βοηθάμε τους αντάρτες και οι αντάρτες μας
κατηγορούν ότι δουλεύουμε με την κυβέρνηση».
«Έφτασα πρώτα στην πόλη El Obeid, χωρίς να έχω καθόλου χρήματα»
συνεχίζει ο 32χρονος Χασάν. «Ένας καλός άνθρωπος με προσέλαβε να δουλέψω
στη φάρμα του με τις αγελάδες. Του διηγήθηκα την ιστορία μου και του
είπα πως το μόνο που θέλω είναι να πάω σχολείο. Ίσως αν σπούδαζα να μην
είχα αυτό το πρόβλημα –να έβρισκα δουλειά, να έβρισκα την οικογένειά
μου, να μη φοβόμουν. Του εξήγησα πως θέλω να φύγω για τη Λιβύη, όπου δεν
θα με έβρισκαν οι δολοφόνοι. Κι εκείνος υποσχέθηκε να με βοηθήσει».
Από το El Obeid στα σύνορα, κι από εκεί στη Βεγγάζη, ο Χασάν συνέχισε
να ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή χωρίς φόβο. «Στο χωριό μου είχαμε
αντίστοιχα προβλήματα το 1988» διηγείται. «Πολλοί άνθρωποι είχαν φύγει
τότε προς την Αμερική και τον Καναδά με τη βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών.
Να ξεφύγω ήθελα κι εγώ, γιατί αν έμενα στο χωριό μπορεί να πέθαινα».
Στόχος, ήταν η Ιταλία. Μέσο, η απλήρωτη εργασία για τέσσερις μήνες, για
μια θέση στο πλοίο που θα διέσχιζε τη Μεσόγειο. Και το ταξίδι ξεκίνησε
στα τέλη Μαρτίου 2012.
Ο προορισμός, ωστόσο, αποδείχθηκε ανέφικτος. Ο Χασάν και οι
συνταξιδιώτες του -2 κορίτσια από την Ερυθραία, μία απ’ το Καμερούν και
μια από την Αιθιοπία- κατέληξαν σ’ ένα άγνωστο μέρος απ’ όπου τους
παρέλαβε ένα αμάξι. Το δωδεκάωρο ταξίδι με το αυτοκίνητο, ακολούθησε
οχτάωρο περπάτημα στο πουθενά. Μέχρι που η ελληνική αστυνομία τους
σταμάτησε στο Νέο Χειμώνιο Ορεστιάδας.
«Μας φέρθηκαν καλά, μας έψαξαν μόνο και μας άφησαν έπειτα από λίγες
ώρες που περάσαμε στο κέντρο κράτησης. Τους διηγήθηκα την ιστορία μου με
στόχο να ζητήσω άσυλο, αλλά μου έδωσαν ένα χαρτί απέλασης μέσα σε
τριάντα μέρες. Δεν είχα καθόλου λεφτά και τα 17 ευρώ του εισιτηρίου για
την Αθήνα τα έδωσαν τα κορίτσια που ταξιδεύαμε μαζί… Αυτές οι κοπέλες
είναι οι αδερφές μου τώρα. Είπαμε: ‘Ήρθαμε μαζί σε ένα μέρος, μπορεί να
ζήσουμε μαζί, μπορεί και να πεθάνουμε –αλλά θα είμαστε ενωμένοι’».
Η νέα οικογένεια του Χασάν τον φιλοξένησε όταν έφτασε στην πόλη.
Φαγητό έβρισκε για κάποιες μέρες σε μια κοινότητα Σουδανών, μέχρι που η
υπερηφάνεια του υπερίσχυσε και δεν μπορούσε να πηγαίνει εκεί πια.
«Ήθελα να βρω δουλειά» εξηγεί. «Χωρίς χρήματα πώς θα μπορούσα να ψάξω
για την οικογένειά μου;» Για μέρες σηκωνόταν το πρωί για να βρει δουλειά
σε κάποια οικοδομή, για να επιστρέψει άπραγος το απόγευμα. «Εδώ και
τρεις μήνες όμως, η πλάτη μου πονάει πάρα πολύ. Τώρα δεν έχω τις
δυνάμεις να δουλέψω» προσθέτει αναφερόμενος στην επίθεση που θα τον
συνοδεύει για πάντα.
Η νύχτα της επίθεσης
Πλησίαζαν μεσάνυχτα της 19ης Αυγούστου και ο Χασάν περπατούσε με έναν
φίλο μαυριτανικής καταγωγής επί της Πατησίων, όταν μπροστά του
εμφανίστηκε μια ομάδα περίπου επτά μοτοσικλετιστών, με κράνη, μαύρα
ρούχα και ελληνικές σημαίες. Άρχισαν να τους κυκλώνουν απειλητικά,
φωνάζοντάς τους να φύγουν απ’ τη χώρα, βρίζοντας και κάνοντας
απειλητικές κινήσεις εναντίον τους. Όταν κατέβηκαν από τις μηχανές,
άρχισαν να χτυπούν τον Χασάν με κλωτσιές. Ο φίλος του, που είχε
τραυματιστεί στο χέρι, κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας, όμως ο ίδιος, πιο
ανυποψίαστος στην αρχή, συνέχισε να δέχεται χτυπήματα με ένα ρόπαλο και
με μαχαίρι. Αιμορραγούσε κι έχασε τις αισθήσεις του. Όταν μετά από 20
λεπτά συνήλθε, τόσο το κόκκινο μπλουζάκι του όσο και το δέρμα από μέσα,
ήταν γεμάτα χαρακιές.
«Η αστυνομία πέρασε μπροστά απ’ το σημείο, αλλά δεν σταμάτησε να με
βοηθήσει. Ένας φίλος από το Σουδάν φώναξε το ασθενοφόρο, αλλά
καθυστέρησαν περίπου για τρεις ώρες. Πήγαμε στην κοινότητα του Σουδάν
και περιμέναμε, αλλά καταλήξαμε να πάρουμε ταξί μέχρι το νοσοκομείο
Ευαγγελισμός, γιατί φοβόντουσαν πως θα πεθάνω από αιμορραγία. Εκεί μου
έκαναν ράμματα και με άφησαν να φύγω» διηγείται.
Η πλάτη του και το κεφάλι του τον ταλαιπωρούν ακόμα. «Δεν ξέρω πού να
πάω» λέει «γιατί δεν έχω χαρτιά. Δεν μπορώ να πάω στο νοσοκομείο, δεν
μπορώ να πάρω φάρμακα, έχω πάει πολλές φορές να κάνω αίτηση για τα
χαρτιά μου, όμως δεν τα έχω καταφέρει. Δεν ξέρω γιατί μου συμβαίνει
αυτό. Χρειάζομαι βοήθεια απ’ οποιονδήποτε μπορεί να μου τη δώσει». Μέχρι
στιγμής, ο Χασάν έχει βρει μια ανοιχτή αγκαλιά στο Ελληνικό Συμβούλιο
για τους Πρόσφυγες και τους Γιατρούς του Κόσμου. Η κατάστασή του,
ωστόσο, παραμένει ευάλωτη όσο δεν έχει εργασία και χαρτιά, ενώ οι
δράστες της επίθεσης κυκλοφορούν ακόμη ανάμεσά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου