Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Για γέλια... και για κλάματα...

Για γέλια... και για κλάματα...

Της Ζέζας Ζήκου
Εχει πλάκα. Μια άποψη του γενικού γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών, Γιώργου Μέργου, ότι παραμένει υψηλός (!) ο κατώτατος μισθός, παρά τη μείωσή του κατά 22%, προκάλεσε δήθεν την οργή ακόμη και στις γάτες... Πανικόβλητη η κυβέρνηση έσπευσε να τη διαψεύσει... Ομως, ο Μέργος δεν είπε κάτι κανούργιο, είπε τα αυτονόητα που έπρεπε να τα γνωρίζουν οι πάντες και πρωτίστως οι υποστηρικτές των Μνημονίων. Οι αντιδράσεις που ξεσηκώθηκαν από τα μίντια είναι γελοίες, όταν επί τρία χρόνια εξυμνούν αυτή την πολιτική που υπηρετεί ο καθηγητής Μέργος. Ο ίδιος δήλωσε πως παρουσίασε τις προσωπικές του απόψεις για το πώς μπορούν να ενισχυθούν η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας! Εντάξει...

Απλώς, πρόκειται για τη διαβόητη εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή μια υποτίμηση χωρίς εκείνους τους ανεξάρτητους μηχανισμούς που επιτρέπουν την υποτίμηση του νομίσματος. Πρόκειται για εσωτερική πτώχευση που την πληρώνουν κυρίως οι πιο αδύναμοι και οι μη προνομιούχοι και στη συνέχεια οι πολλοί.
«Εσωτερική υποτίμηση» σημαίνει δρακόντειες περικοπές μισθών από χρόνο σε χρόνο. Γι’ αυτό και η στήλη έχει ήδη επισημάνει ότι η στρατηγική της μαζικής μείωσης των μισθών που έχει εφαρμοστεί αργά ή γρήγορα θα έχει οδυνηρά αποτελέσματα. Η θλιβερή αυτή ιστορία της άγριας λιτότητας και της καταλήστευσης των μισθών αποδείχθηκε στο τέλος χωρίς νόημα στην οικονομική ιστορία. Και έσπρωξε επικίνδυνα, όπου εφαρμόστηκε στον κόσμο, κοντά στον εμφύλιο σπαραγμό.
Η συνταγή ξεκίνησε να εφαρμόζεται στη χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ με το πρώτο Μνημόνιο και μάλιστα με την προωθημένη στρατηγική ότι, για να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της, η Ελλάδα οφείλει να φθηνύνει και να φτωχύνει τόσο, ώστε να φτάσει στα επίπεδα των γειτονικών της χωρών.
Τώρα, ο προϋπολογισμός του 2013 είναι ίσως ο χειρότερος προϋπολογισμός στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Είναι ένας προϋπολογισμός βαθιάς ύφεσης και αποπληθωρισμού. Με ένα βαρύ και επώδυνο πακέτο μέτρων 9,4 δισ. ευρώ το 2013 και τη δέσμευση για τη λήψη πρόσθετων μέτρων την τριετία 2014-2016.
Μολονότι αρκετοί πια έχουν γίνει φτωχοί, απαιτείται κάποιος χρόνος έως ότου οι άνθρωποι να εξαντλήσουν όλο το κομπόδεμά τους. Η αλήθεια είναι σκληρή. Τα νέα μέτρα και οι νέοι φόροι θα κάνουν την απόδραση των πολιτών από τη φτώχεια σχεδόν αδύνατη. Η σχετική ρήτρα που έχει τεθεί στο Μνημόνιο είναι σαφής: αν τα έσοδα τεθούν εκτός στόχων, τότε θα έρθουν μέτρα. Μέτρα ή φόροι; Αλλά προεκλογικώς η τρικομματική κυβέρνηση υποσχόταν όχι νέους φόρους και η Νέα Δημοκρατία μείωση των φόρων. Δηλαδή πιστεύουν ότι τις προεκλογικές δεσμεύσεις τους τις έχουμε ξεχάσει; Πλανώνται πλάνην οικτράν.
Τα στοιχεία της Eurostat απεικονίζουν τη θλιβερή πραγματικότητα, αυτήν που προσπαθεί να εξωραΐσει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ανάπτυξη θα έρθει το 2014, μας λέει. Στην ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική, προβλέπεται ότι το ΑΕΠ της χώρας θα υποχωρήσει το 2013 κατά 4,5% ενώ η οικονομία θα επανέλθει σε θετικούς (!) ρυθμούς ανάπτυξης από το 2014. Η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ φθάνει το 24% στην περίοδο 2008-2013. Η ανεργία εκτιμάται στο 26% το 2013 και το 2014. Και μπορεί να δρομολογηθεί ανάπτυξη μέσα σε αυτό το τοπίο; Οχι βέβαια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στα όρια της φτώχειας έχουν κατέλθει 3,4 εκατ. άνθρωποι στην Ελλάδα. Το 2011 τo 31% του ελληνικού πληθυσμού ζει κοντά στα όρια της φτώχειας. Και το 21% ζει οριακά με πενιχρό εισόδημα. Από δίπλα μας, Βούλγαροι, Ρουμάνοι και Ισπανοί. Το 15% των Ελλήνων αδυνατεί πλέον να καλύψει βασικές ανάγκες. Τα ποσοστά αυτά κατατάσσουν την Ελλάδα στις χώρες της Ε.Ε. με το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού κοντά στο όριο της φτώχειας, μετά τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Λεττονία και τη Λιθουανία.
Τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού με πενιχρό εισόδημα καταγράφηκαν στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ισπανία (22%) και στην Ελλάδα (21%). Σε ό,τι αφορά το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που αδυνατεί να καλύψει σημαντικές υλικές ανάγκες, το 2011 ανήλθε σε 15,2%, έναντι 8,8% στην Ε.Ε. Ο συγκεκριμένος δείκτης παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση στην Ε.Ε., ξεκινώντας από 1% στο Λουξεμβούργο και τη Σουηδία και φτάνοντας στο 44% στη Βουλγαρία και στο 31% στη Λεττονία.
Σε ό,τι αφορά το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που ζούσε σε νοικοκυριά χαμηλής εντάσεως εργασίας ανήλθε σε 11,8% το 2011, έναντι 10% στην Ε.Ε. Και πρόκειται για στοιχεία του 2011... Είναι απελπισία να σκεφθεί κανείς τα στοιχεία του 2012 και του 2013...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου