Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Θυμάμαι

Θυμάμαι


ΙΧΝΗΛΑΣΙΕΣ

Από τις ευχάριστες αναγνωστικές εκπλήξεις που μου επιφύλαξε ένα ερευνητικό πρόγραμμα του σχολείου. Πρόκειται για την ανόθευτη ματιά ενός δεκαεξάχρονου μόλις παιδιού σε μορφή διηγήματος για το θέμα της προσφυγιάς.
  Χώμα ανακατεμένο με σκόνη και στάχτη έχει καθίσει πάνω στα βρώμικα παπούτσια μου. Υπάρχει ένα γνώριμο σχίσιμο μπροστά στο αριστερό μου παπούτσι, ένα σχίσιμο που είχα αποκτήσει ένα καλοκαίρι που τώρα αμυδρά θυμάμαι μ' ένα θαμπό ήλιο να καίει το κεφάλι μου και γέλια που τώρα μοιάζουν τόσο μακρινά και ξένα. Δεν θυμάμαι το γέλιο της αδερφής μου, το παιχνίδι στις αυλές, ούτε και τα τραγούδια της μητέρας μου που μας έλεγε για καληνύχτα.

  Το μόνο που θυμάμαι, έντονα και βίαια είναι εκείνο το ζεστό πρωινό του Ιούλη που η μητέρα μου με ξύπνησε έντρομη και πανικόβλητη λέγοντάς μου να μαζέψω τα πράγματά μου χωρίς εξηγήσεις. Μα, πώς να χωρέσεις μια ζωή σε μια βαλίτσα; Θυμάμαι τις φωνές, τα ουρλιαχτά και τα ποδοπατήματα έξω από το σπίτι μας, θυμάμαι το κλάμα της αδερφής μου, το κλάμα της μητέρας μου, αλλά δε θυμάμαι το δικό μου κλάμα. Θυμάμαι να τρέχουμε όλοι μες στο σπίτι, να μαζεύουμε τα βασικά, λίγα ρούχα και τρόφιμα, φωτογραφίες και όσα χρήματα είχαμε στο σπίτι. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου δίνει ρούχα να φορέσω, πολλά ρούχα για να μπορέσουμε να σώσουμε ό, τι μπορούσαμε. Δυο φανελάκια, δυο μπλούζες, μια ζακέτα, ένα γιλέκο, ένα μπουφάν, τρεις κάλτσες, δυο παντελόνια και τα ξεχαρβαλωμένα μαύρα δερμάτινα μποτάκια μου. Με θυμάμαι να καίγομαι μέσα σε αυτά. Θυμάμαι φωνές από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου λίγο πριν φύγουμε, τη μητέρα μου να κλαίει με λυγμούς πάνω από τη φωτογραφία του πατέρα μου, να τον ζητά απεγνωσμένα, όπως έκανε τα τελευταία πέντε χρόνια. Θυμάμαι ξαφνικά να σταματά να κλαίει, να χώνει τη φωτογραφία του πατέρα μου στη τσέπη του μπουφάν της, να ελέγχει στα γρήγορα αν τα πήραμε όλα, να παίρνει από μια βαλίτσα στο χέρι και βγαίνουμε γρήγορα από το σπίτι.
  Έξω ο ουρανός είχε πάρει ένα άσχημο γκρι χρώμα, άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι στους δρόμους, ούρλιαζαν, έψαχναν τους δικούς τους. Θυμάμαι ένα κοριτσάκι να έρχεται κατά πάνω μου, με τα χέρια γεμάτα αίματα να ζητάει τη μαμά του κι εγώ να κλείνω τα μάτια και να το προσπερνώ. Θυμάμαι τώρα να τρέχω στο δρόμο κρατώντας το χέρι της αδερφής μου σφιχτά στην ιδρωμένη χούφτα μου και να ακολουθώ τη μητέρα μας. Θυμάμαι ένα άσπρο, βρώμικο φορτηγό γεμάτο βρώμικους ανθρώπους, ανθρώπους να κλαίνε, να είναι χτυπημένοι, τρομαγμένοι, σαστισμένοι, ανθρώπους σαν κι εμένα. Μπαίνουμε γρήγορα μέσα, υπάρχει αποπνικτική ζέστη, ακόμα θυμάμαι τη μυρωδιά καπνού στα ρουθούνια μου αγκαλιά με την αδερφή μου και τη μητέρα μου, στριμωγμένες σε μια γωνιά του φορτηγού. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος, γεμάτος λακκούβες και θυμάμαι το χέρι μου να χτυπά με δύναμη πάνω στην τραχιά οροφή του φορτηγού στην προσπάθειά μου να προστατεύσω το κεφάλι της αδερφής μου. Θυμάμαι να μένει ένα τραχύ και άσχημο σημάδι στο μπροστινό μέρος της αριστερής παλάμης μου.
  Θυμάμαι το φορτηγό να σταματά απότομα και το αίμα μου να γίνεται πάγος μέσα στις φλέβες μου, θυμάμαι τις πόρτες ν' ανοίγουν και ένα θαμπό αλλά ενοχλητικό φως να μπαίνει απρόσκλητο μέσα στο σκοτάδι, θυμάμαι φωνές να υψώνονται γύρω μου, ακόμα και πυροβολισμούς. Θυμάμαι μια μάνα να κλαίει για το παιδί της, να παρακαλάει για τη ζωή του αλλά και θυμάμαι τη δική μου μάνα να πιέζει τις παλάμες της στ' αυτιά μου. Παρόλα αυτά, ακόμα ακούω το κλάμα της μητέρας και ο πόνος της ακόμα μου τρυπάει το στομάχι, θυμάμαι τραχιές ανάσες δίπλα μου, σιωπηλά δάκρυα και αναστεναγμούς. Θυμάμαι τη σιωπή που επικρατούσε ύστερα από αυτό το γεγονός και το μόνο που άκουγα ήταν τα λάστιχα του φορτηγού πάνω στην άσφαλτο. Ύστερα, θυμάμαι να κατεβαίνω με δυσκολία από το φορτηγό, με τα κόκαλά μου να πονάνε από τις τόσες ώρες ακινησίες και τα μάτια μου να ανοιγοκλείνουν νευρικά στην προσπάθεια να προσαρμοστούν στο φως του ουρανού, πρέπει να έδυε ο ήλιος.
  Θυμάμαι κάτι άνδρες να μας βάζουν σε σειρά και να μας μετρούν. Ύστερα θυμάμαι έναν άνδρα πίσω μου να φωνάζει και φωνές να ακολουθούν τις δικιές του. Δεν τολμούσα να γυρίσω πίσω μου, ένιωθα τόσο μουδιασμένη. Έπειτα ακούω έναν πυροβολισμό και οι φωνές του άνδρα σταμάτησαν. Η περιέργειά μου νίκησε την κούραση, η μητέρα μου έλεγε πάντα ότι η περιέργειά μου είναι η μεγαλύτερη αμαρτία μου.
 Με την άκρη του ματιού μου πιάνω δύο από τους άνδρες να σέρνουν το άψυχο σώμα του άνδρα μέχρι την άκρη του δρόμου. Κανείς δεν αντέδρασε, πάλι. Θυμάμαι να τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τους τρεμάμενους ώμους της αδερφής μου από φόβο ότι θα μου την πάρουν και υπόσχομαι στον εαυτό μου πως δεν θα τους αφήσω να μου την πάρουν.
Θυμάμαι τώρα να περιμένουμε όρθιοι στη σειρά και τους άνδρες να περιπολούν το χώρο γύρω μας. Επιτέλους παίρνω κουράγιο και ρωτώ τη μητέρα μου σιγανά για τους άνδρες με τους μαύρους σκούφους. Στρατιώτες, μου λέει. Στρατιώτες δικοί μας, που μας βοηθούν να το σκάσουμε. Αλλά από ποιόν; Γιατί;
Το θάρρος μου έφυγε τόσο γρήγορα όσο ήρθε και τα χείλη μου σφραγίσθηκαν κρατώντας τις ερωτήσεις μέσα στο κεφάλι μου.
  Θυμάμαι πως όταν βράδιασε μας έδωσαν εντολή να ξεκινήσουμε, θυμάμαι να περπατάμε για ώρες, θυμάμαι τον ουρανό να σκοτεινιάζει, τα αστέρια να πετάγονται από πάνω μας με μόνο οδηγό το φεγγάρι. Θυμάμαι να πεινάω, να διψάω, να πονάνε όλα μου τα κόκαλα. Θυμάμαι να ζαλίζομαι, να καίγομαι, να νυστάζω, να θέλω να σταματήσω και να γυρίσω πίσω. Αλλά ήξερα πως δεν μπορούσα να φάω, να πιω, να κοιμηθώ, να ζητήσω ιατρική βοήθεια για τα πονεμένα μου πόδια, να γυρίσω πίσω, έπρεπε να συνεχίσω. Θυμάμαι να βγαίνουμε από το δρόμο σιωπηλοί σε ένα δάσος και από το δάσος να φτάνουμε σ' ένα ποτάμι. Σ' ένα ποτάμι που έπρεπε να διαβούμε. Θυμάμαι να σταματάμε στην όχθη του ποταμιού για να ξεκουραστούμε. Κάποιοι έτρεξαν να πιουν νερό, άλλοι σωριάστηκαν στο έδαφος και άλλοι έβγαζαν τα παπούτσια τους για να περιποιηθούν τα τραυματισμένα τους άκρα. Θυμάμαι το φεγγάρι να είναι πιο στρογγυλό από ποτέ, τα ρούχα να στέκουν βαριά πάνω μου, να με πνίγουν Κάθισα κάτω και κουλουριάστηκα στην αγκαλιά της μητέρας μου με την αδερφή μου στην δική μου αγκαλιά. Ύστερα, θυμάμαι να διαβαίνουμε το ποτάμι, θυμάμαι πως το νερό ήταν παγωμένο, θυμάμαι να δυσκολεύομαι να κουνηθώ, θυμάμαι ξαφνικά να γίνομαι βαριά, να χάνω οπτική με την οικογένειά μου και ξαφνικά θυμάμαι τα ουρλιαχτά της αδερφής μου να σκίζουν τον αέρα. Θυμάμαι να γυρνώ το βρεγμένο κεφάλι μου προς την κατεύθυνση της φωνής, την βλέπω τρομαγμένη να σπαρταρά στο νερό μαζί μ' ένα ακόμα σώμα δίπλα της, αυτό της μητέρας μου. Θυμάμαι να βάζω όλη μου τη δύναμη για να τις φτάσω, θυμάμαι τους άλλους να με προσπερνούν, με θυμάμαι να αρπάζω το γιακά της αδερφής μου και να την κάνω πέρα, θυμάμαι το κλάμα της, τους λυγμούς της. 
Θυμάμαι τη μητέρα μου να πλέει μακριά μας, με το κεφάλι της σκυμμένο μέσα στο νερό, σαν να ψάχνει κάτι. Θυμάμαι να αφήνω την αδερφή μου κι εκείνη να με ζητά, θυμάμαι να φτάνω στη μητέρα μου, να σηκώνω το ξανθό κεφάλι της και να την κοιτώ σε αυτά τα αχανή μπλε μάτια. Ύστερα θυμάμαι να ουρλιάζω, να ουρλιάζω τόσο πολύ που πονάει ο λαιμός μου, οι φλέβες μου έχουν κοκκινίσει και η λιγοστή δύναμη που είχα φεύγει από μέσα μου. Θυμάμαι το σώμα της να γλιστρά από τα αδύναμα μπράτσα μου και να παρασύρεται μακριά μου. Θυμάμαι να ακούω τους λυγμούς της αδερφής μου πιο κοντά τώρα και τα δάκρυά μου να γίνονται ένα με τα νερά του ποταμού. Θυμάμαι να αρπάζω τη βαλίτσα που έπλεε γύρω μου, να κρατώ την αδερφή μου και να κολυμπώ μακριά από τη μητέρα μου.
Ύστερα, θυμάμαι να βγαίνω από το ποτάμι μαζί με την αδερφή μου και μια βαλίτσα που κατάφερα να σώσω και να σωριάζομαι στο έδαφος. Θυμάμαι να κλείνω τα μάτια μου και να βλέπω χρώματα, να βλέπω ένα λαμπερό ήλιο κι ένα λιβάδι γεμάτο μαργαρίτες. Βλέπω την αδερφή μου, τον πατέρα και την μητέρα μου. Καθόμαστε στη σκιά ενός δέντρου, γελάμε, τρώμε φράουλες και ακούμε τον πατέρα μου να τραγουδά. Τραγουδά τόσο όμορφα που μέχρι και τα πουλιά σταματούν το κελάηδισμά τους για να τον ακούσουν. Νιώθω τον αέρα αναμειγμένο με τη μυρωδιά των λουλουδιών να περνά μέσα από τα μαλλιά μου και να με δροσίζει. Δεν πονάω πια, δε διψάω, δεν πεινάω. Νιώθω ευτυχισμένη.
  Τώρα, στέκομαι στο άδειο μνήμα της μητέρας μου, σε μια πόλη που ακόμα ανακαλύπτω, σ' ένα κόσμο που ακόμα προσπαθώ να καταλάβω. Θυμάμαι τι έγινε μετά την ονειροπόληση μου, θυμάμαι όλα όσα πέρασα μετά το θάνατο της μητέρας μου, θυμάμαι να με εγκαταλείπουν σε αυτή τη πόλη, μόνη με την αδερφή μου για να επιβιώσω με την εντολή να μη γυρίσω ποτέ πίσω και ακόμα νιώθω τον πόνο να διαπερνά την καρδιά μου σαν μαχαίρι όποτε σκέφτομαι εκείνες τις μέρες, πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά. Μακάρι να μπορούσα να ξεχάσω αλλά πάντα θα θυμάμαι εκείνες τις μέρες, εκείνα τα χρόνια που σημάδεψαν τη ζωή μου όταν ξεριζώθηκα από τον τόπο μου ήρθα εδώ. Ίσως τελικά δεν πρέπει να ξεχάσω τίποτα και απλά να μάθω να ζω με τις πληγές μου, χωρίς να τις ξύνω απλά να προσπαθώ να τις γιατρέψω και ίσως μια μέρα ο πόνος γίνει υποφερτός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου