Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Λίγες μέρες ακόμη

Λίγες μέρες ακόμη


ixnilasies
Είμαι στο μπαλκόνι και γράφω από ανάγκη
Τι είδους ανάγκη, δεν είμαι σίγουρος όμως, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.
Κανονικά θα έπρεπε να είμαι στο Μοναστηράκι, στο Θησείο, ίσως στον Εθνικό Κήπο, σε κανένα μουσείο ίσως, με τα παιδιά ή ακόμη καλύτερα μόνος μου. Δεν υπάρχει φράγκο όμως, ξόδεψα μέχρι και τις φόδρες από τις τσέπες μου, οπότε σκάω και κοπανάω το πληκτρολόγιο.
Α, ρε πατέρα, δεν έγινες εισοδηματίας γαμώτο, να με πάρεις κι εμένα στο επάγγελμα από μικρό να δω προκοπή.
Οικοδόμος έμεινες, σπίτια άλλων έφτιαχνες, προίκισες και δυό αδερφές, που να περισσέψει τίποτα

Δεν βαριέσαι όμως, είσαι μάγκας από τους παλιούς, κιμπάρης, δεν μασάς ούτε στα 80φεύγα, κοπάνησες με το μπαστούνι και τον ληστή που σου την έπεσε ανάπηρο άνθρωπο ο καθίκης ο ρεζίλης, ευτυχώς δεν είχαμε τίποτα χειρότερα αλλά όπως και να ήταν εσύ δεν καταλαβαίνεις από αυτά ορμάς και δεν μαζεύεσαι και μετά μου λες που έμοιασα όταν φορτώνω και γυρνάει το μάτι μου ανάποδα…



Ωραία μέρα, σήμερα, ήλιος, αεράκι, λασπωμένα αυτοκίνητα από την χθεσινή λασποβροχή, τσιγγάνοι, πακιστανοί και διάφοροι άλλοι  ελέγχουν ανά μισάωρο τους κάδους της γειτονιάς, μη τυχόν και δεν πετάμε σωστά τα σκουπίδια μας, το καναρίνι τα χώνει δίπλα μου, όλα όμορφα δηλαδή.

Έχω φτιάξει καφέ, στρίβω τσιγάρο με καπνό Αγρινίου, 30 € το κιλό, μια χαρά, οικονομία λέμε.

Εδώ που τα σκέφτομαι μάλιστα, θα πρέπει μάλλον να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε και το κωλόχαρτο κι από τις δύο μεριές, θα γλυτώσουμε φράγκα έτσι.

Έχω και κάτι γυαλόχαρτα στην αποθήκη, θα τα χρησιμοποιήσουμε κι αυτά μάλλον., θα χρησιμοποιήσω μόνο μερικά αντί για σφουγγάρι στο μπάνιο.

Γαμάτη απολέπιση θα κάνω, θα αποκτησω δέρμα απαλό και λείο σαν λουστραρισμένο σκρίνιο, θα βγω στην παραλία ντεκλαρέ σφιχτοπουρίλας, στράκες θα κάνω.

Κρίση my ass, θα γίνω τεκνότερος του τεκνού λέμε. Ήδη οι καθημερινές κάμψεις και οι κοιλιακοί αποδίδουν, λίγο την γράμμωση να δουλέψω και θα είμαι σένιος.



Η σύντροφος έχει μια βδομάδα που της έχει φύγει ο τάκος να ετοιμάζει την παρουσίαση των εργασιών των παιδιών του τμήματός της για το σχολείο, είναι κι αυτή από την συνομοταξία των «δουλεύω-σαν-σκυλί –και-δεν-σηκώνω-μύγα-στο-σπαθί-μου», τα παιδιά λυσσάνε γύρω της και το μάτι της γυαλίζει παράξενα, αρχίζω και σκιάζομαι, δεν θέλει να την βοηθήσω, δεν θέλω κι εγώ, άρα συμφωνούμε, καλό αυτό.

Τα μεγάλα διαβάζουν για τις εξετάσεις εκτός από τον μικρό που είναι απασχολημένος να ρίχνει χυλόπιττες και να παίζει μπάλα.

Ακόμη το δημοτικό δεν έβγαλε, από τώρα στις χυλόπιττες, τι θα γίνει με αυτό το παιδί όταν πιάσει εφηβεία, τουλάχιστον να πάρει καμιά καλή μεταγραφή μπας και ξελασπώσουμε οικογενειακώς και να προσέξει μην τον τυλίξει καμιά μακρυμαλλούσα που τους δείχνει αδυναμία και αντί για τερματοφύλακας γίνει οδηγός σε ψαραγορά όπως ο ξάδερφος.

Μεγάλο παιχτρόνι ο ξάδερφος, τον φάγανε οι κομμώτριες όμως.

Τώρα απόμεινε μόνος του, διωγμένος και κερατάς, με δυό κόρες της παντρειάς που δεν θέλουν να τον δουν και με παντελόνια χωρίς τσέπες και όλα τα λεφτά του τα έφαγε η πρώην σύζυγος.

Ναι εδώ μπορούμε να μιλάμε για συζύγους κανονικούς, κυριολεκτικά



Στο γραφείο μαζευτήκανε στοίβες πάλι τα αδιάβαστα βιβλία, κυρίως ποίηση, λίγα καινούρια (Σταυρόπουλος και Παπαγεωργίου κυρίως, γιατί ο σφάχτης στην τσέπη ναι μεν με έχει τσακίσει, αλλά κι ο σφάχτης της ψυχής με κάνει και ξεχνάω ότι δεν έχω ούτε την πολυτέλεια της ποίησης πια γαμώ το φελέκι μου μέσα)

Επιπρόσθετα κάτι παλιά βιβλία-αγορασμένα-μπιρ-παρά-από-παζάρια που δεν χωράνε πουθενά, δεν μου πάει όμως να τα κατεβάσω στην υπόγα, φοβάμαι πως θα μου χυμίξει η κιθάρα μου εκεί κάτω που την έχω τιμωρία δυό βδομάδες και βάλε και άντε να ξεμπλέξω μαζί της μετά.

Κι όσο φορτώνει το γραφείο βιβλία, τόσο γυαλίζει το μάτι της συντρόφου, τόσο περισσότερα λυσσάνε τα πιτσιρίκια, τόσο περισσότερο με θερίζει ο σφάχτης στην τσέπη…



Τι άλλο δεν έχω;

Υπομονή δεν έχω, όρεξη δεν έχω, ελπίδα δεν έχω, όραμα δεν βρίσκω, διέξοδο δεν ξεχωρίζω, αντοχές ψάχνω, ούτε για βόλτα δεν μου κάνει κέφι.

Και που να πας δηλαδή, τι να δεις και τι να πεις και με ποιόν;

Μίζερα όλα, μίζεροι όλοι, χαμένοι, θολωμένοι, πηγμένοι, κοιτάνε ο ένας τον άλλο με βλέμμα που λέει «πως σκατά καταντήσαμε έτσι» και τι να λέμε δηλαδή, την απελπισία μας να ανακυκλώνουμε;

‘Φχαριστώ, δεν θα πάρω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου