Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Τα κεράσια των ανθρώπων

Τα κεράσια των ανθρώπων


 Από το ιστολόγιο tsalapetinos

  Γιαπί, καρά-γιαπί το διαμέρισμα. Ξεκίνησε για να ρίξει μόνο ένα τοίχο ώστε να ενώσει χολ με σαλόνι κι έμειναν τελικά ανέπαφοι μόνο οι εξωτερικοί και το ταβάνι. Συνηθισμένα πράγματα. Όποιος έμπλεξε με ανακαινίσεις, το ξέρει καλά. Όταν έπεσε ο τοίχος κι άνοιξε ο τόπος, σκέφτηκε: “Το κάνω που το κάνω, μπαίνω που μπαίνω στον μπελά, ας γίνει σωστά η δουλειά.” Έτσι, έριξε όλους τους εσωτερικούς τοίχους, έβγαλε κουφώματα, ξήλωσε μπάνιο, κουζίνα και πατώματα. Καρά-γιαπί κανονικό. Το πρώτο ενικό, “έριξε, έβγαλε, ξήλωσε” τρόπος του λέγειν· άλλοι τα έκαναν.



 Ρωτώντας γνωστούς και φίλους βρήκε συνεργεία. Από χτίστες μέχρι μπογιατζήδες με όλα τα ενδιάμεσα: σοβατζήδες, ηλεκτρολόγους, υδραυλικούς, πλακάδες, σιδεράδες, μαραγκούς, κουζινάδες, γυψοσανιδάδες. Κι ήταν από όλες τις φυλές. Βαβέλ το γιαπί με Έλληνες, Αλβανούς, Ρουμάνους, Πολωνούς, δυο Ρώσους κι έναν Ιρακινό. Τύχαινε κάποιες μέρες να δουλεύουν μέχρι και τέσσερα συνεργεία συγχρόνως. Δώδεκα άτομα και βάλε.



 Μικροεντάσεις υπήρξαν από την αρχή στη Βαβέλ, μα εκείνη ανάμεσα στον Κοζανίτη ηλεκτρολόγο και στον Ρουμάνο σοβατζή από το Πιτέστι ήταν σοβαρή. Σαν να μην έφταναν τα εκατέρωθεν -χωρίς λόγο- άγρια βλέμματα των πρώτων ημερών, άρχισαν οι βαριές κουβέντες μόλις έπεσε η αστήριχτη κατηγορία για ένα τάχα κλεμμένο δοκιμαστικό κατσαβίδι που βρέθηκε τελικά μετά από μέρες κάτω από σωρούς με μπάζα.



 Περνούσε από το γιαπί τα μεσημέρια για να τους πάει τα υλικά που είχαν ζητήσει από την προηγούμενη, καμιά παγωμένη μπύρα -βάλσαμο στις πρώτες ζέστες εκείνου του μακρινού προ κρίσης καλοκαιριού- χρήμα έναντι και βέβαια για να δει πώς πήγαινε η δουλειά. Τους έβρισκε στο διάλειμμα να μασουλάνε κολατσιό χωριστά· κατά εθνικότητα. Αλλού οι Έλληνες, αλλού οι Αλβανοί. Στο μπαλκόνι οι Ρουμάνοι. Οι Πολωνοί στην ταράτσα. Κι ο Ιρακινός μόνος στο κλιμακοστάσιο. Σ` αυτόν -που δεν έβαζε στο στόμα του αλκοόλ- άφηνε μια παγωμένη κόκα κόλα και τον ρωτούσε “πώς πάει;” Αλλά δε χρειαζόταν να ακούσει απάντηση: από το ύφος του καταλάβαινε αμέσως πόσα μπινελίκια έπεσαν εκείνη τη μέρα και συνέχιζε στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Δεν προλάβαινε να περάσει το κατώφλι που έχασκε χωρίς την παλιά κάσα κι έτρεχαν ένας-ένας να προλάβουν να τον ξεμοναχιάσουν για να αρχίσουν τα παράπονα για τους “άλλους”· που τους εμπόδιζαν στη δουλειά τους, που τους καθυστερούσαν, που έκαναν ζημιές, που ήταν κλέφτες, που...



 Η δουλειά παραδόξως προχωρούσε αρκετά καλά, μα ήταν τόση η ένταση εκεί μέσα, που είχε αρχίσει να φοβάται πως στο τέλος θα κατακάθονταν στους αρμούς της νέα τοιχοποιίας, στο σοβά, στα ηλεκτρικά καλώδια και στις σωληνώσεις, στους μεντεσέδες των ντουλαπιών, θα πότιζε τους φρεσκοβαμμένους τοίχους. Κι όταν θα έφευγαν όλοι αυτοί και θα έμπαινε με το καλό στο σπίτι, τα υλικά θα ξέρναγαν την ένταση. Τη μιζέρια, τις κόντρες, τις βαριές κουβέντες που βγήκαν όσο κρατούσε η ανακαίνιση.



 “Τί έγινε μαστρο -Τάσο; Έμαθα ότι χθες βρέθηκε τελικά το κατσαβίδι σου...” πέταξε μόλις είδε τον εξηντάχρονο ηλεκτρολόγο. Εκείνος έγνεψε με το ζόρι ένα “ναι” και συνέχισε να τρώει τα ντολμαδάκια από το τάπερ. “Άρα δεν το είχε πάρει ο Σοριν, ε;” επέμεινε. Ο ηλεκτρολόγος σηκώθηκε, σκουπίστηκε πρόχειρα, τον πλησίασε και τού είπε σιγανά, όχι όμως με την ένταση που τού είχε καταγγείλει μερικές μέρες πριν την κλοπή, μα με παιδιάστικο πείσμα: “Αυτός το έκρυψε. Δεν ξέρεις τί σατανάδες είναι αυτοί οι Ρουμάνοι”.



 Την επόμενη μέρα πήγε νωρίτερα από ότι συνήθως. Εκτός από τα υλικά που χρειαζόταν, και τις μπύρες που τις περίμεναν πώς και πως, τους πήγε πίτσες. Τους είπε ότι θα έμενε μαζί τους για κολατσιό. Τον είδαν να βάζει στη σειρά τα δοχεία με το χρώμα -σφραγισμένα ακόμα περίμεναν την ώρα τους. Πάνω τους, αφού ακούμπησε τα παλιά πορτάκια από τα ντουλάπια της κουζίνας που ευτυχώς ακόμα δεν είχαν πετάξει, άφησε τις πίτσες. Κάπως αμήχανα ο ένας μετά τον άλλον, έλληνες και ξένοι μαστόροι, έβαλαν ό,τι βρήκε ο καθένας για κάθισμα γύρω από το αυτοσχέδιο τραπέζι και βολεύτηκαν. Άνοιξαν πρώτα τις μπύρες, ευχαρίστησαν κι ευχήθηκαν “καλά τελειώματα” και “καλορίζικο”.



 Τα έφερε έτσι η τύχη και ο μπάρμπα Τάσος, βρέθηκε ακριβώς απέναντι από τον Σορίν. Στην αρχή με το που κάθισαν, απέφευγε ο ένας το βλέμμα του άλλου. Μετά, στα “άντε γεια μας” που αντάλλαξαν όλοι, αναγκάστηκαν κι αυτοί με βαριά καρδιά να τσουγκρίσουν τις μπύρες τους. Την ώρα του τσιγάρου, ήρθε η κουβέντα στην ακρίβεια και κάποιος πέταξε κάτι για τα κεράσια που ήταν απλησίαστα.






 “Τώρα πανάκριβα; Δεκαεπτά ευρώ τα πλήρωσα πρόπερσι” είπε τότε ο Σορίν και συμπλήρωσε:”αλλά δε με πείραξε καθόλου”. Ξαφνιάστηκαν όλοι και τον ρώτησαν πώς κι έτσι. Άρχισε να λέει λοιπόν για τη γυναίκα του που ήταν έγκυος και τα λιμπίστηκε ξαφνικά, οπότε βγήκε εκείνος μέσα στη νύχτα να ψάχνει τη μισή Αθήνα να βρει ανοιχτό μανάβικο για να αγοράσει κεράσια. Βρήκε, δεκαεπτά ευρώ του ζήτησαν για ένα κιλό, μόλις άρχιζε η εποχή τους, δεν είπε κουβέντα, τα έδωσε και έτρεξε πίσω. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την ιστορία του ο ρουμάνος, πήραν πάσα οι άλλοι κι άρχισαν να λένε για τις δικές τους γυναίκες, για το τί λιμπίστηκε η καθεμιά τους όταν ήταν έγκυος κι ύστερα έπιασαν να μιλάνε για τα παιδιά, για τα σχολεία, για πρόοδο. Για όνειρα.



 Κάποια στιγμή ο μπάρμπα Τάσος που δεν είχε μιλήσει καθόλου άναψε δεύτερο τσιγάρο και ύστερα σήκωσε τα μάτια στον Σορίν και κάπως διστακτικά τον ρώτησε: “Το πρώτο σου ήταν;” Εκείνος αιφνιδιάστηκε στην αρχή, μα ύστερα τον κοίταξε καταπρόσωπο και είπε: “Το πρώτο, μα και το τέταρτο να ήταν πάλι θα έτρεχα να της πάρω.” Ο ηλεκτρολόγος κουνώντας το κεφάλι τού είπε: “Τί μού θύμισες ρε παιδί μου..”. Κι άρχισε να λέει, σχεδόν αγνοώντας τους υπόλοιπους, κοιτάζοντας μόνο τον Σορίν, για την γυναίκα του που όταν ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί ζήτησε κι αυτή νυχτιάτικα κεράσια. Δεν είχαν έρθει στην Αθήνα, στο χωριό ζούσαν ακόμα και μανάβικο δεν είχε. Μα ήξερε ο Τάσος μια κερασιά χιλιόμετρο και βάλε δρόμο έξω από το χωριό. Έφυγε τρέχοντας να πάει να την τρυγήσει. Σκαρφάλωσε, νύχτα χωρίς φεγγάρι, ευτυχώς τού έκοψε να πάρει φακό μαζί του, μάζευε, μάζευε, κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί -γλιστράει ο άτιμος ο κορμός της κερασιάς πολύ- πιάστηκε τελευταία στιγμή πρώτα απ` τη σκέψη της και του παιδιού που ήταν στο δρόμο κι ύστερα από το κλαδί. Μάζευε, μάζευε, γέμισε σακούλα, μαύρα γλυκά πετροκέρασα, ούτε ένα δεν έβαλε στο στόμα και γύρισε τρέχοντας. “Άμα βγει κορίτσι, να το ξέρεις, Κερασιά, θα την βαφτίσουμε”, της είπε όταν την είδε να καταπίνει τα πρώτα με τα κουκούτσια. Γιος βγήκε τελικά και μια φορά κάθε χρόνο όσο ήταν στο χωριό τουλάχιστον, τον έπαιρνε βράδυ και πηγαίνανε να μαζέψουν από αυτή την κερασιά. Με φακούς. Και πάντα τού έλεγε την ιστορία.





 Την επόμενη μέρα όταν έφτασε στο γιαπί, με δυο εικοσπεντάκιλα σακιά κόλα της DURO STICK για τον πλακά, δεν βρήκε τον Ιρακινό στα σκαλοπάτια. Παραξενεύτηκε και κοντοστάθηκε λαχανιασμένος. Από μέσα ακούγονταν κουβέντες ανάκατες με γέλια. Μπαίνοντας τους βρήκε όλους, έλληνες και ξένους, γύρω από το τραπέζι με τα δοχεία της μπογιάς και τα πορτάκια των ντουλαπιών. Κι ο Σορίν δίπλα στον μάστρο Τάσο. Τακίμια. Τον φώναξαν να καθίσει μαζί τους.



 Εκείνη τη στιγμή ήθελε να τους χέσει πατόκορφα που τόσες μέρες τον είχαν μαυρίσει με τις μουρμούρες τους, τις βαριές κουβέντες, που το δίχως άλλο θα συνεχίζονταν αν δεν τύχαινε την προηγούμενη να καθίσουν όλοι μαζί να φάνε δέκα πίτσες και να πιουν είκοσι μπύρες. Κι αν βέβαια δεν πετούσε ο ένας τους, τυχαία, αυτή την κουβέντα για τα ακριβά κεράσια. Τα κεράσια που από τη μια στιγμή στην άλλη, τους έκαναν ανθρώπους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου