Λογοκρίνοντας τη λογοκρισία
- Είδα ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ. Είχε ως θέμα του τη λογοκρισία στα ντοκιμαντέρ. Πολύ ενδιαφέρον, αλλά λίγο σύντομο. Διαρκούσε μόνο 4 λεπτά.
- Πώς κι έτσι;
- Ήταν λογοκριμένο.
(από τα ανέκδοτα Ανέκδοτα, του κυρίου Κρακ)
Oταν η ίδια η γλώσσα χρησιμοποιείται ως επιχείρημα, και μάλιστα κατά το δοκούν, το πρώτο θύμα είναι πάντα η κυριολεξία -και κατ’ επέκταση η ίδια η γλώσσα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, μια σειρά από λέξεις και φράσεις χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται όχι με βάση την κυριολεξία τους και αυτό που σημαίνουν πραγματικά, αλλά με βάση τη χρήση του λεκτικού βάρους που φέρνει η διατύπωσή τους.
- Πώς κι έτσι;
- Ήταν λογοκριμένο.
(από τα ανέκδοτα Ανέκδοτα, του κυρίου Κρακ)
Oταν η ίδια η γλώσσα χρησιμοποιείται ως επιχείρημα, και μάλιστα κατά το δοκούν, το πρώτο θύμα είναι πάντα η κυριολεξία -και κατ’ επέκταση η ίδια η γλώσσα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, μια σειρά από λέξεις και φράσεις χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται όχι με βάση την κυριολεξία τους και αυτό που σημαίνουν πραγματικά, αλλά με βάση τη χρήση του λεκτικού βάρους που φέρνει η διατύπωσή τους.
Η «βία», τα «άκρα», ο «φασισμός» χρησιμοποιήθηκαν όχι για να περιγράψουν τις πραγματικές τους εκφάνσεις (που όλο και πιο συχνά συναντούμε μέσα στην κρίση), αλλά για να εξισώσουν, να απαξιώσουν και να απενεργοποιήσουν αντιδράσεις και διαφωνίες απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Ταυτόχρονα λέξεις όπως «δημοκρατία» και «νομιμότητα» χρησιμοποιούνται με όλο το βάρος της κυριολεξίας τους, μιλώντας, όμως, για περιπτώσεις όπου τα γεγονότα που προσπαθούν να περιγράψουν όλο και απομακρύνονται από την κυριολεξία αυτή (βασανιστήρια, κλιμάκωση της καταστολής, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κ.τ.λ.).
Η μεταφορική γλώσσα της κρίσης δεν περιγράφει απλά τη δημιουργία μιας λεκτικής ασάφειας όπου κάθε τι είναι σχετικό, αλλά πολύ περισσότερο περιγράφει τη χρήση της ασάφειας αυτής από την εκάστοτε εξουσία ώστε να κυριολεκτήσει. Όχι βέβαια με τις λέξεις (αφού τις έχει καταστήσει άδεια δοχεία) αλλά με το μόνο τρόπο που κάθε εξουσία επιθυμεί να κυριολεκτεί: με τις πράξεις της.
Κριτική και λογοκρισία
Έτσι, μετά την κριτική που άσκησαν τα έντυπα της αριστεράς (αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι άσχετου με την αριστερά κόσμου) στη σεξιστική εξυπνάδα του γελοιογράφου Δημήτρη Χαντζόπουλου, ξέσπασε ένας πόλεμος ανάμεσα στην «Αυγή» και τον ΣΥΡΙΖΑ, από τη μια, και τα Νέα και το Άνδρο των Αίλουρων (ΔΟΛ, Μέγκα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις) από την άλλη. Ο πόλεμος αυτός (πόσο κουτή φράση) συνεχίστηκε και με το επεισόδιο με τον Πέτρο Τατσόπουλο, ο οποίος αποφάσισε να συνταχθεί με το δεύτερο μπλοκ. Οι κατηγορίες που εκσφενδονίστηκαν με αποτροπιασμό προς την αριστερά έκαναν λόγο για λογοκρισία, σταλινισμό και ζντανοφισμό (προσωπικά ομολογώ πως συγκινήθηκα αφού ήταν οι ίδιες λέξεις που είχα ακούσει για εκείνη την κριτική για εκείνον τον ποιητή Μπογδάνο). Είναι αρκετά ενδιαφέρον πως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να διατυπώσουν το ανεστραμμένο τους περιεχόμενο.
Από την πλευρά της αριστεράς δεν διατυπώθηκε τίποτα πέρα από κριτική για το αισθητικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου σκίτσου. Οι διάφορες αντιδράσεις περιέγραψαν τις διατυπώσεις αυτές ως λογοκρισία. Με λίγα λόγια είναι η κριτική αυτή που ταυτίζεται με τη λογοκρισία και μάλιστα στο όνομα του ελεύθερου λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης. Ο κυρίαρχος λόγος κατηγορώντας για απαγορεύσεις απαγορεύει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως καμία φωνή υπεράσπισης δεν υπερασπίστηκε το σκίτσο καθαυτό, δεν υποστήριξε πως δεν είναι σεξιστικό ή πως τέλος πάντων ο σεξισμός είναι κάτι υγιές για μια κοινωνία, άρα δεν υπάρχει λόγος να ασκείται κριτική. Με λίγα λόγια δεν βρεθήκαμε μπροστά σε ένα διάλογο διαφωνίας, αλλά στην απαγόρευση ενός διαλόγου μια και η ίδια η διαφωνία είναι κάτι το περιττό. Η λέξη «λογοκρισία» (και κατ’ επέκταση οι κακοχωνεμένες, ιστορικά σχετικιστικές και πολιτικά -τουλάχιστον- προβληματικές φράσεις στη μεταμοντέρνα χρήση τους περί ζντανοφισμού, σταλινισμού και ζαχαριαδισμού) χρησιμοποιήθηκε με το βάρος του απόλυτου κακού, με το βάρος μιας λέξης που καθιστά τον κάθε διάλογο για το περιεχόμενο αχρείαστο, προβληματικό αν όχι ύποπτο. Για να το συνοψίσουμε: για τον κυρίαρχο λόγο η κριτική τελειώνει εκεί που αρχίζει η διαφωνία.
Αν, λοιπόν, αποδεχτούμε πως η πράξη της λογοκρισίας υφίσταται πέρα από την πρακτική της απαγόρευσης σε σχέση με τη δημοσίευση και την κοινοποίηση, μπορούμε -αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε- να πούμε πως ολόκληρη η μεταφορική γλώσσα της κρίσης, με τον θόρυβο, τις κατ’ επιλογήν αποκρύψεις, τις εστιάσεις από συγκεκριμένες γωνίες και κουρελοποίηση των όρων δεν αποτελεί τίποτα άλλο πέρα από μια ατελείωτη μεταφορική λογοκρισία.
Η μεταφορική γλώσσα της κρίσης δεν περιγράφει απλά τη δημιουργία μιας λεκτικής ασάφειας όπου κάθε τι είναι σχετικό, αλλά πολύ περισσότερο περιγράφει τη χρήση της ασάφειας αυτής από την εκάστοτε εξουσία ώστε να κυριολεκτήσει. Όχι βέβαια με τις λέξεις (αφού τις έχει καταστήσει άδεια δοχεία) αλλά με το μόνο τρόπο που κάθε εξουσία επιθυμεί να κυριολεκτεί: με τις πράξεις της.
Κριτική και λογοκρισία
Έτσι, μετά την κριτική που άσκησαν τα έντυπα της αριστεράς (αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι άσχετου με την αριστερά κόσμου) στη σεξιστική εξυπνάδα του γελοιογράφου Δημήτρη Χαντζόπουλου, ξέσπασε ένας πόλεμος ανάμεσα στην «Αυγή» και τον ΣΥΡΙΖΑ, από τη μια, και τα Νέα και το Άνδρο των Αίλουρων (ΔΟΛ, Μέγκα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις) από την άλλη. Ο πόλεμος αυτός (πόσο κουτή φράση) συνεχίστηκε και με το επεισόδιο με τον Πέτρο Τατσόπουλο, ο οποίος αποφάσισε να συνταχθεί με το δεύτερο μπλοκ. Οι κατηγορίες που εκσφενδονίστηκαν με αποτροπιασμό προς την αριστερά έκαναν λόγο για λογοκρισία, σταλινισμό και ζντανοφισμό (προσωπικά ομολογώ πως συγκινήθηκα αφού ήταν οι ίδιες λέξεις που είχα ακούσει για εκείνη την κριτική για εκείνον τον ποιητή Μπογδάνο). Είναι αρκετά ενδιαφέρον πως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να διατυπώσουν το ανεστραμμένο τους περιεχόμενο.
Από την πλευρά της αριστεράς δεν διατυπώθηκε τίποτα πέρα από κριτική για το αισθητικό περιεχόμενο του συγκεκριμένου σκίτσου. Οι διάφορες αντιδράσεις περιέγραψαν τις διατυπώσεις αυτές ως λογοκρισία. Με λίγα λόγια είναι η κριτική αυτή που ταυτίζεται με τη λογοκρισία και μάλιστα στο όνομα του ελεύθερου λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης. Ο κυρίαρχος λόγος κατηγορώντας για απαγορεύσεις απαγορεύει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως καμία φωνή υπεράσπισης δεν υπερασπίστηκε το σκίτσο καθαυτό, δεν υποστήριξε πως δεν είναι σεξιστικό ή πως τέλος πάντων ο σεξισμός είναι κάτι υγιές για μια κοινωνία, άρα δεν υπάρχει λόγος να ασκείται κριτική. Με λίγα λόγια δεν βρεθήκαμε μπροστά σε ένα διάλογο διαφωνίας, αλλά στην απαγόρευση ενός διαλόγου μια και η ίδια η διαφωνία είναι κάτι το περιττό. Η λέξη «λογοκρισία» (και κατ’ επέκταση οι κακοχωνεμένες, ιστορικά σχετικιστικές και πολιτικά -τουλάχιστον- προβληματικές φράσεις στη μεταμοντέρνα χρήση τους περί ζντανοφισμού, σταλινισμού και ζαχαριαδισμού) χρησιμοποιήθηκε με το βάρος του απόλυτου κακού, με το βάρος μιας λέξης που καθιστά τον κάθε διάλογο για το περιεχόμενο αχρείαστο, προβληματικό αν όχι ύποπτο. Για να το συνοψίσουμε: για τον κυρίαρχο λόγο η κριτική τελειώνει εκεί που αρχίζει η διαφωνία.
Αν, λοιπόν, αποδεχτούμε πως η πράξη της λογοκρισίας υφίσταται πέρα από την πρακτική της απαγόρευσης σε σχέση με τη δημοσίευση και την κοινοποίηση, μπορούμε -αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε- να πούμε πως ολόκληρη η μεταφορική γλώσσα της κρίσης, με τον θόρυβο, τις κατ’ επιλογήν αποκρύψεις, τις εστιάσεις από συγκεκριμένες γωνίες και κουρελοποίηση των όρων δεν αποτελεί τίποτα άλλο πέρα από μια ατελείωτη μεταφορική λογοκρισία.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου