Από την τραγωδία στη φάρσα
Με την Ελλάδα επικεφαλής στο δρόμο
της λιτότητος, οι ευρωπαϊκές χώρες παραδίδονται στη φρίκη του
αποπληθωρισμού, χωρίς οι κυβερνήσεις τους να ανησυχούν για αυτό.
Αντίθετα, την πτώση τιμών, που αποτελεί το δείκτη αποπληθωρισμού, οι
Ευρωπαίοι ιθύνοντες επιδιώκουν ως «θετικό στόχο», προς υποθετική
ανάκτηση «ανταγωνιστικότητος».
Οικτρός ο απολογισμός όχι της θεωρίας, αλλά της πραγματικότητος,
όπως συνέβη το 1930: όσο οι τιμές χαμηλώνουν και η οικονομία θεωρείται
ότι κερδίζει έτσι σε ανταγωνιστικότητα, τόσο οι επενδύσεις διαρρέουν και
η ανεργία εκτινάσσεται. Στο «παιχνίδι θανάτου», η χώρα μας ηγείται των
εταίρων της, η κυβέρνηση επιχαίρει για τα πλεονάσματά της και ταυτόχρονα
κατακλύζεται από συγχαρητήρια των Ευρωπαίων ομολόγων της.
Οι «Τάιμς Νέας Υόρκης» επισημαίνουν ότι η Ελλάδα και η Κύπρος
βρίσκονται ήδη σε βαθιά ύφεση, αλλά επίσης στον πτωτικό φαύλο κύκλο του
αποπληθωρισμού, με τον οποίο κανένα πρόβλημα δεν προωθείται και όλα
ανεξαιρέτως επιδεινώνονται. Κατά πόδας ακολουθούν Πορτογαλία, Ισπανία,
Ιρλανδία. Ακόμη και η Γερμανία, λόγω της εμμονής στην καταπολέμηση του
φαντάσματος του πληθωρισμού, που εν τούτοις σήμερα δεν υπερβαίνει το 1%.
Ο νομπελίστας Κρούγκμαν επισημαίνει ότι, στα προσφάτως δημοσιοποιηθέντα
πρακτικά της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας FED, την επομένη της
κατάρρευσης της Λίμαν Μπράδερς (16 Σεπτεμβρίου 2008), υπάρχουν 129
αναφορές στον υποθετικό κίνδυνο πληθωρισμού, 26 στον πραγματικό κίνδυνο
ανεργίας και μόνον 4 στον εξ αυτής συστημικό κίνδυνο κατάρρευσης
ολόκληρου του συστήματος.
Οι παντός είδους συντηρητικοί, σημειώνει ο ίδιος, βλέπουν παντού
«κίνδυνο πληθωρισμού», ακόμη και όταν η οικονομία εξωθείται σε ελεύθερη
πτώση με τα μέτρα προς αποτροπή ενός υποθετικού πληθωρισμού. Στη
δεκαετία του 1930, όταν οι Κέινς και Ρούζβελτ συνιστούσαν την επαναφορά
σε μέτριο πληθωρισμό, προκειμένου να παρακινηθούν οι επενδύσεις και η
απασχόληση, οι μεγάλοι Αυστριακοί οικονομολόγοι Χάγιεκ και Σουμπέτερ
αντιτάχθηκαν υπό το θλιβερό επιχείρημα ότι «το άφθονο και φθηνό χρήμα
βλάπτει την οικονομία, αφού παρεμποδίζει το εκκαθαριστικό και
εξυγιαντικό έργο της ύφεσης». Φυσικά, το καταστροφικό έργο της διεκόπη
με την εγκατάσταση στην προεδρία των ΗΠΑ του Ρούζβελτ (1935), ο οποίος
εξελέγη με τη δέσμευση ότι θα επαναφέρει τον πληθωρισμό και μέσω αυτού
τις επενδύσεις και την απασχόληση. Τα αποτελέσματα δικαίωσαν την
πολιτική του, θέτοντας στο περιθώριο της ιστορίας τις εισηγήσεις των
αντιπάλων του.
Επειτα από οκτώ δεκαετίες, οι νεοσυντηρητικές ιδέες, εκτός από
τα αμερικανικά Τσάι-Πάρτι, επικεντρώνονται σήμερα στην Ευρώπη.
Απορρίπτουν τα διδάγματα της ιστορίας, επισείοντας τιμωρητικά τον
υποθετικό κίνδυνο πληθωρισμού και προσχηματικά την ανάκτηση
ανταγωνιστικότητος, έναντι όχι μόνον των αποτυχημένων «τεμπέληδων» και
«απατεώνων» του Νότου, αλλά και έναντι των επιτυχημένων του Βορρά. Η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφαίνεται ότι ουδείς κίνδυνος
αποπληθωρισμού απειλεί σήμερα την Ευρώπη, παρ' όλο που λαμβάνει όλα τα
μέτρα που οδηγούν σε αυτόν, όπως τη διαρκή περιστολή ρευστότητος για το
σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας, που έχει πλέον κατέλθει σε μηδενικά
επίπεδα. Κάθε προσφορά ρευστότητος από την ΕΚΤ παραδίδεται αποκλειστικά
στις τράπεζες, οι οποίες δεν την ανακυκλώνουν στην οικονομία, σε
αντίθεση με την αμερικανική FED, η οποία δεν διστάζει να προβαίνει σε
αγορές ακόμη και επισφαλών τίτλων, προμηθεύοντας σε αντάλλαγμα φθηνό και
άφθονο χρήμα στην οικονομία. Εξ αυτού, η αμερικανική ανεργία κατέρχεται
σε 6%, ενώ η ευρωπαϊκή υπερβαίνει το 12%.
Οταν η οικονομία παγιδεύεται σε συνθήκες αποπληθωρισμού, δεν
κατέρχονται μόνον οι τιμές, αλλά επίσης και ακόμη περισσότερο
κατολισθαίνει η ζήτηση, αφού όλοι μεταθέτουν τις δαπάνες στο μέλλον,
προεξοφλώντας περαιτέρω πτώση τιμών. Η μόνη αξία που δεν χαμηλώνει είναι
αυτή των χρεών, που οι οφειλέτες αποπληρώνουν με αυξανόμενο όγκο
πραγματικών αγαθών. Οσο οι τιμές κατέρχονται τόσο η αξία του χρήματος
ανέρχεται, με συνέπεια ότι όχι μόνον τα χρέη αποβαίνουν μη
εξυπηρετήσιμα, αλλά και ότι οι δανειστές δεσμεύουν προς εξυπηρέτησή τους
όλο και μεγαλύτερο μέρος των πραγματικών αγαθών.
Μπορεί οι συντηρητικοί να χαρακτηρίζονται «παρανοϊκοί» του
πληθωρισμού από τον Κρούγκμαν, όμως στην πράξη είναι αυτοί που
παραδίδουν ολόκληρη την οικονομία και κοινωνία στους δανειστές. Οσο οι
τιμές κατέρχονται τόσο φθηνότερα τα «μαύρα κοράκια» του μεγάλου χρήματος
εξαγοράζουν κεφαλαιικά αγαθά κοψοτιμής, με πρόσχημα πάντα την υποθετική
εκκαθάριση και εξυγίανση. Από πότε το «κυνήγι του θηράματος», η
λεηλασία, ο «κανιβαλισμός», η σύληση και τυμβωρυχία, η «λαφυραγώγηση»
θεωρούνται μέθοδοι «εξυγίανσης» της οικονομίας; Από πότε οι νέοι δρόμοι
του μέλλοντος διέρχονται από τους τάφους και τα κοιμητήρια;
Η εμπειρία του 1930 εδίδαξε ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι
ζήτημα τιμών, αλλά καινοτομιών και παραγωγικότητος της εργασίας. Οτι δεν
υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά από την καταστροφή της εσωτερικής αγοράς,
που αποτελεί πλεονέκτημα και ιστορική κατάκτηση. Αντ' αυτού σήμερα, με
παρανοϊκή προσήλωση στην ανταγωνιστικότητα τιμών, κάθε χώρα
συναγωνίζεται τους εταίρους της με εργαλείο τη συρρίκνωση της εσωτερικής
αγοράς και με συνέπεια το συναγωνισμό όλων προ τα κάτω. Δεν προβάλλει
νέος ορίζοντας, αλλά σήψη και οπισθοδρόμηση. Ούτε παγκόσμια
διακυβέρνηση, αλλά επαναφορά σε περιφερειακές και εθνικές αντιπαλότητες,
που αναβιώνουν από το παρελθόν. Η σπαρακτική τραγωδία του 1930
ξαναπαίζεται στις μέρες μας ως κακόγουστη φάρσα, αλλά, ακόμη μια φορά,
με θύματα πραγματικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου