Το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και η μισαλλοδοξία της κυβερνώσας Ακροδεξιάς
Του Στέφανου Δημητρίου
Οι απόψεις που εξέφρασε ο υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Χριστόπουλος είναι κατανοητές –ανεξαρτήτως του βαθμού συμφωνίας ή διαφωνίας– εντός του πλαισίου στο οποίο τίθενται συγκεκριμένα προβλήματα. Πρόκειται για το μείζον πρόβλημα που αφορά το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και την άσκησή του από συλλογικές κοινότητες, θρησκευτικές, εθνικές ή εθνοτικές μειονότητες
Σε σχέση με αυτό το πρόβλημα, διατύπωσε τις απόψεις του ο Δημήτρης Χριστόπουλος, άρα σε σχέση με αυτό νοηματοδοτούνται. Το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό είναι φιλελεύθερο δικαίωμα, με καθολικό χαρακτήρα, και εγγράφεται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι ατομικό δικαίωμα υπαγόμενο στη σφαίρα της ατομικής-προσωπικής αυτονομίας. Απέκτησε δημοκρατικό, πολιτικό περιεχόμενο, όταν η ρουσσωική, ρεπουμπλικανική παράδοση το ανεβίβασε στη σφαίρα του συλλογικού, πολιτικού αυτοκαθορισμού, καθορίζοντας έτσι τη συλλογική-πολιτική αυτονομία ως αξιακό αναβαθμό της προσωπικής-ατομικής αυτονομίας: πολίτης είναι η εξατομικευμένη ύπαρξη του πολιτικού υποκειμένου «λαός», δηλαδή του αυτοκαθοριζόμενου φορέα της κυριαρχίας και υποκειμένου της συντακτικής εξουσίας. Αυτό είναι το περιεχόμενο της λαϊκής κυριαρχίας. Αυτή τη σημασία έχει η έννοια «λαός» και η κυριαρχία του και στο Σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου.
Η Αριστερά δεν μπορεί παρά να ενστερνίζεται τον δημοκρατικό προσδιορισμό του δικαιώματος στον αυτοκαθορισμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί για τη φιλελεύθερη προέλευσή του. Η διεύρυνση και επέκταση αυτού του δικαιώματος, σε μειονοτικές ομάδες ανθρώπων, προϋποθέτει την αρχή του σεβασμού της διαφορετικότητας. Αυτή η αρχή συνάγεται από την υπερκείμενη αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου, η οποία ορίζει την αξία και την προστασία των ιδιαιτεροτήτων, άρα και των θρησκευτικών. Η συνδυαστική χρήση αυτών των καθολικών αρχών, σε σχέση με τις θρησκευτικές μειονότητες, προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα σε πολιτισμικές, θρησκευτικές, εθνικές και εθνοτικές μειονότητες.
Η διάκριση γίνεται επιτακτικότερη για τις δύο τελευταίες. Η εθνική μειονότητα προϋποθέτει την ύπαρξη κοινής ταυτότητας ή συνείδησης, αλλά και ενιαίας βούλησης για σύντονη πολιτική δράση. Προϋποθέτει επίσης πολιτική υπαγωγή σε άλλο κράτος, ενώ η εθνοτική, αλλά και η πολιτισμική, μειονότητα προαπαιτεί πρωτίστως τον φυλετικό προσδιορισμό, αλλά με ταυτόχρονη αποδοχή της υπαγωγής στο κράτος εντός του οποίου διαβιοί η μειονότητα, με τους ανθρώπους που την συναποτελούν να επιθυμούν να είναι – και να δηλώνουν ότι είναι – πολίτες αυτού του κράτους. Αυτές οι αρχές ορίζουν τη μείζονα προκείμενη του συλλογισμού μας κατά την εξέταση του επίδικου ζητήματος και την ανάπτυξη σχετικής επιχειρηματολογίας – είτε σύμφωνης είτε αντίθετης– με τις απόψεις του Δ. Χριστόπουλου.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, σε αυτό το πλαίσιο, έθεσε το εξής πρόβλημα: η κρατική πολιτική –των τελευταίων, ίσως επτά, δεκαετιών– αντιμετώπισε τους μουσουλμάνους της Θράκης επί τη βάσει αυτών των αρχών ή με το δόγμα του «εσωτερικού εχθρού»; Εάν ισχύει το δεύτερο, μήπως εξ αντικειμένου υπηρέτησε τη στρατηγική σκόπευση της επιθετικής, γείτονος χώρας, η οποία απέβλεπε στον «εκτουρκισμό» όλων των μουσουλμάνων, αίροντας έτσι το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό για τους τσιγγάνους και τους πομάκους; Σε συνθήκες ομαλότητας, τα παραπάνω θα ήταν εφαλτήριο για ουσιαστική συζήτηση. Τώρα, οι απόψεις του Χριστόπουλου παρουσιάστηκαν έξω από το πλαίσιο εντός του οποίου διατυπώθηκαν, χωρίς τον συσχετισμό τους με τα συγκεκριμένα προβλήματα. Οι απόψεις του Δ. Χριστόπουλου προβλήθηκαν εκτός του πλαισίου του συντεταγμένου διαλόγου, άρα έξω από το πεδίο της νοηματοδότησής τους, δηλαδή χωρίς το πρωτογενές νόημα που τους έδωσε ο ίδιος.
Γιατί ήταν αναγκαίο να γίνει αυτό; Πρώτον, επειδή η ακροδεξιά κυβέρνηση είχε πιεστεί πολύ ύστερα από το σκάνδαλο με τον διαβόητο, πλέον, Μπαλτάκο: τον Γεωργαλά του Σαμαρά. Δεύτερον, επειδή ήταν ευκαιρία να διασυρθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα που δεν μπορεί να έχει θέση για το μειονοτικό ζήτημα και όχι ως κόμμα που διαβουλεύεται για τον καθορισμό της στάσης και της πολιτικής του επί τη βάσει αρχών, όπως είναι οι προηγούμενες. Τρίτον, επειδή για τους δύο παραπάνω λόγους, η κυβέρνηση ήθελε να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, την οποία είχε απολέσει, εγκαλούμενη για την αλλοίωση του πολιτεύματος και την ακροδεξιά της ταυτότητα, αλλά και για την προσφορά της χώρας ως ενέχυρο στη Γερμανία, δηλαδή για την υποτελή, μη πατριωτική στάση της και την αντικοινωνική πολιτική της. Τέταρτον, επειδή η Ν.Δ. σπαράσσεται από τις εσωτερικές της αντιθέσεις, ύστερα από τον μεγαλομανή, βοναπαρτικό τρόπο, με τον οποίον ο Σαμαράς κατάρτισε το ευρωψηφοδέλτιό της, αποκλείοντας τη μεγάλη κεντροδεξιά μερίδα, που επιμόνως αρνείται να εγκλειστεί στην κορυβαντιώσα, ακροδεξιά αυλή. Χρειαζόταν, λοιπόν, έναν αντιπερισπασμό. Ωστόσο, δεν πρέπει να διαλανθάνει την προσοχή ότι η μισαλλοδοξία είναι συμφυής με τη Δεξιά. Για αυτούς τους λόγους, έπρεπε να διασυρθεί ο Δημήτρης Χριστόπουλος και, μέσω αυτού, όλος ο ΣΥΡΙΖΑ: επειδή η Αριστερά συσχετίζει το συγκεκριμένο πρόβλημα με τις προρρηθείσες καθολικές αξίες και αρχές, τις οποίες αναγνωρίζει και ως προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει κατ’ ανάγκην να συμφωνήσει κανείς με τη θεώρηση του Δημήτρη Χριστόπουλου. Σημαίνει ότι είναι αναγκαίο, για τους ανωτέρω λόγους, να αποκρουστούν οι σε βάρος του ιταμές επιθέσεις, που δεν συνιστούν επιχειρηματολογικές αντιπαραθέσεις αλλά –πατριδοκάπηλης εμπνεύσεως και ύφους– αναθέματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία του καθορισμού των επίδικων ζητημάτων και να καθορίσει ο ίδιος το πεδίο της αντιπαράθεσης. Δεν έχει νόημα να καταδεικνύουμε την όζουσα συνεργασία παραγόντων του ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. με τους μειονοτικούς εθνικιστές, ούτε να επιμένουμε σε ό,τι έλεγε ο ακροδεξιός Σαμαράς, στο περιοδικό «Εποπτεία», το 1989, περί «τουρκικής μειονότητας». Παίζουμε, έτσι, το παιχνίδι τους. Οι εκλογές είναι για αυτούς παιχνίδι επιβίωσης και εθελόδουλης υπαγωγής στην πολιτική της Γερμανίας. Για την κοινωνία και τη χώρα, είναι ζήτημα ουσιαστικής επιβίωσης και ανόρθωσης. Σε αυτό πρέπει να εστιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και στην υπεράσπιση του πολιτεύματος, που απειλείται από την κυβερνώσα ακροδεξιά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί, ίσως αργότερα, να επικαλεστεί τη λαϊκή κυριαρχία, που είναι η κανονιστική αρχή της δημοκρατίας. Θα πρέπει λοιπόν να την προτάσσει από τώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να το κάνει. Ο συφερτός των –ενδημούντων στο «Μαξίμου»– ακροδεξιών ούτε μπορεί ούτε θέλει. Θέλουν την κυβερνητική τους μακροημέρευση, κόβοντας μήνες και χρόνια από την κοινωνία και τις νεότερες γενιές. Και προϋπόθεση, για να το επιτύχουν, είναι η συρρίκνωση της δημοκρατίας και η υποκατάσταση του Συντάγματος από την παγίωση του Μνημονίου ως διαρκούς «παρασυντάγματος». Αυτή την ατζέντα ήθελαν να αλλάξουν επιτιθέμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ και στον υποψήφιο ευρωβουλευτή του.
*Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει πολιτική και ηθική φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου