Η οικονομία σε καταστολή
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, καθηγητής Οικονομικών, αναγνωρίζει με καθυστέρηση το στοιχειώδες, που διδάσκεται ο νεοεισαγόμενος στην οικονομική επιστήμη: η φορολογία απειλεί την ανάπτυξη, αποσταθεροποιεί την οικονομία, η αποφορολόγηση την ενθαρρύνει.
Αναγνωρίζει, επίσης, ότι η επιτήρηση «με την τρόικα στο σβέρκο» αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ανάκαμψη. Πρώτη φορά στην 5ετία υπουργός Οικονομικών προβαίνει σε παρόμοιες παραδοχές. Ωστόσο, δεν είναι μόνον τα έργα της κυβέρνησης που αντιβαίνουν στις δηλώσεις της, αλλά επίσης -και όχι λιγότερο- ολόκληρος ο απολογισμός της.
Στη διάρκεια της 5ετίας, η ελληνική οικονομία έχει με κυβερνητική ευθύνη τεθεί σε καταστολή μέσω πρωτοφανών φοροεπιδρομών που αφαιρούν εισοδήματα από την αγορά και με περικοπές δημόσιων δαπανών που εξασθενίζουν ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα κίνησης της οικονομίας. Ο δημόσιος τομέας, με αιτιολογία τη δική του ισοσκέλιση, επιβάλλει στον ιδιωτικό αφαιμάξεις ρευστότητος, με συνέπεια τη σωρευτική ύφεση της οικονομίας (κατά -30%) και εκτίναξη της ανεργίας σε 27%. Παράλληλα, στις υπέρ του Δημοσίου αφαιμάξεις της οικονομίας προστίθενται εξίσου μοιραίες αφαιμάξεις υπέρ του τραπεζικού συστήματος, με τελική συνέπεια τη νέκρωση κάθε οικονομικής κινητικότητος. Κι ακόμη, οι «διασώσεις» ελληνικών τραπεζών με χρήμα από το εξωτερικό χρεώνονται στο ελληνικό Δημόσιο, αλλά με τελικό αποδέκτη την ελληνική οικονομία και τους Ελληνες φορολογουμένους. Η οικονομία γονατίζει προκειμένου να συνδράμει στην υποθετική εξυγίανση του κράτους, ενώ παράλληλα το τελευταίο δεν επιστρέφει τη ρευστότητα που αποσπά από αυτήν. Ομοίως, η οικονομία πλήττεται καίρια προκειμένου να στηρίζει τις τράπεζες, όμως αυτές δεν επιστρέφουν το χρήμα που αφαιρείται υπέρ αυτών από την οικονομία.
Το κομψοτέχνημα του Μίλτον Φρίντμαν από τη σπουδή της μεγάλης κρίσης του 1930 ανατρέπεται με τη σημερινή οδυνηρή εμπειρία: ενόσω η σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος επιχειρείται με τίμημα την περαιτέρω αποσταθεροποίηση της οικονομίας, η ανάκαμψη δεν επισπεύδεται, αλλά απομακρύνεται, αφού, λόγω της ύφεσης, η πιστωτική επέκταση των τραπεζών παραμένει αρνητική. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αξιώνουν να προηγηθεί η έξοδος της οικονομίας από την ύφεση για να αρχίσουν να τη χρηματοδοτούν και συνεπώς η σταθεροποίηση των τραπεζών, με μοιραίο τίμημα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας, δημιουργεί περισσότερα και πιο δυσεπίλυτα προβλήματα από όσα επιλύει.
Πώς μπορεί η οικονομία να εξέλθει από την ύφεση ενόσω οι τράπεζες όχι μόνον δεν τη χρηματοδοτούν, αλλά και αποσπούν από αυτήν όλο και περισσότερους πόρους με αιτιολογία τη δική τους σταθεροποίηση; Σε παρόμοιες συνθήκες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η οικονομία ανακάμπτει με ίδιους και όχι δανειακούς πόρους, η ανάκαμψη παραμένει στο έλεος της κυριαρχικής, βουλιμικής και μη ανταποδοτικής διάθεσης του δημόσιου τομέα και των τραπεζών, που τη θέτουν σε ομηρία, επιβάλλοντας ως απόλυτη προτεραιότητα τη δική τους ανακεφαλαιοποίηση, εξυγίανση και σταθεροποίηση.
Παρά τις στατιστικές αλχημείες και αριθμομαλάξεις από την ΕΛΣΤΑΤ, έπειτα από 4ετία αρνητικών επιδόσεων, η κατεστραμμένη ελληνική οικονομία εμφανίζει σημεία αβέβαιης επανεκκίνησης. Για το 2014, ο ρυθμός του ΑΕΠ αναμένεται πρώτη φορά ελαφρά θετικός, όπως επίσης η κατανάλωση νοικοκυριών και οι επενδύσεις επιχειρήσεων σε κεφαλαιικούς εξοπλισμούς. Ωστόσο, με την αφόρητη πίεση των προγραμματισμένων πρόσθετων φοροεπιδρομών, σοβαρές αμφιβολίες διατηρούνται ως προς το εύρος και τη διάρκεια των θετικών ρυθμών. Οταν η κυβέρνηση προαναγγέλλει πρωτογενές πλεόνασμα υπερδιπλάσιο του περυσινού, αυτό τι άλλο σημαίνει παρά την πρόσθετη αφαίμαξη ρευστότητος υπέρ του Δημοσίου; Οταν τα έσοδα από τη φορολόγηση εισοδήματος σχεδιάζονται αυξημένα κατά 27,3% και των λοιπών άμεσων φόρων κατά 63,8%, πώς είναι δυνατόν να εκπλήσσονται οι αρμόδιοι με την πτώση εισπράξεων από ΦΠΑ και συναλλαγές;
Με τη συντριπτική υπερφορολόγηση, η χώρα μας συναγωνίζεται πλέον τις σκανδιναβικές χώρες στο ύψος της φορολογικής πίεσης επί του εισοδήματος, ενώ παράλληλα στην ποιότητα της κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων συναγωνίζεται την ανατολική Ευρώπη, με ανύπαρκτη κοινωνική μέριμνα και με μόνιμο πρόσχημα την ανεύρετη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ωστόσο, οι υψηλές κοινωνικές δαπάνες δεν βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα της Σουηδίας ούτε της Δανίας, ενώ οι χαμηλές έως ανύπαρκτες κοινωνικές δαπάνες της Βουλγαρίας, Ρουμανίας και ανατολικής Ευρώπης γενικότερα δεν αποφέρουν υψηλότερη ανταγωνιστικότητα ούτε πρόσθετες επενδύσεις σε αυτές τις χώρες.
Εάν η δημοσιονομική ισοσκέλιση θεωρηθεί προϋπόθεση σταθεροποίησης της οικονομίας, το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί οτιδήποτε άλλο εκτός από εγγύηση αστάθειας και επιδεινούμενης ύφεσης. Εάν, τέλος πάντων, έπρεπε να υπάρξει μια κατανομή πόρων ανάμεσα στην ανάκαμψη, που σταθεροποιεί τα εισοδήματα και στο δημοσιονομικό πλεόνασμα, που τα συμπιέζει, θα έπρεπε τουλάχιστον η πρώτη να είναι υπέρτερη του δεύτερου, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να αποβαίνει θετικό υπέρ της οικονομίας και όχι αρνητικό. Σήμερα, η ονομαστική ανάκαμψη φυτοζωεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ συνεχίζει να την καταστέλλει. Κυβερνητική προτεραιότητα δεν είναι η ανάκαμψη και η απασχόληση, αλλά η καταστολή αμφοτέρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου