Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΗΣ :Βασίλης Γκανάτσιος Χείμαρος "Ο τελευταίος Καπετάνιος"

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΗΣ : Δευτέρα  8 Ιουνίου 
(Μέγαρο Μπίλη στις 20.00)
Βασίλης Γκανάτσιος Χείμαρος "Ο τελευταίος Καπετάνιος"

Ο Βασίλης Γκανάτσιος, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα ορεινά χωριά των Γρεβενών. Εκεί που τον διαμόρφωσε το ορεινό ανάγλυφο της Πίνδου, με την ανέχεια, με τους θρύλους και τις λαϊκές παραδόσεις, με το ανυπότακτο και εξεγερτικό πνεύμα απέναντι σε κάθε κατακτητή και κοινωνική αδικία. 
Αυτές οι αξίες οριοθέτησαν τη συνεύρεση και τη σύμπλευση αυτής της γενιάς με τα μεγάλα κοινωνικά πολιτικά ρεύματα της εποχής της, που ο Βασίλης Γκανάτσιος γνώρισε με την επίδραση των μεγάλων παιδαγωγών της εποχής, του Γληνού, του Παπαμαύρου, της Ιμβριώτη κ.ά. Η δημιουργία του επόμενου έπους της εθνικής αντίστασης ήταν το φυσικό επακόλουθο της πορείας αυτής της γενιάς.
Μα η συνεύρεση της με το κομμουνιστικό κίνημα, στην συνέχεια, όπως αποδείχτηκε, στην περίοδο του ΔΣΕ, ήταν επώδυνη και τις περισσότερες φορές ιδιότυπα συγκρουσιακή, αφού ήταν αναγκασμένη να βρίσκεται σε μια μορφή διαρκούς διαμεσολάβησης, ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς κόσμους. 
Από τη μια το λαϊκό ανυπότακτο πνεύμα που εκπροσωπούσε και από την άλλη ο σκοτεινός κόσμος του κομματικού μηχανισμού, με τις ακατανόητες γραφειοκρατικές τελετουργίες και τις κάθε είδους σκοπιμότητες, που υπηρετούσε. Πολλοί εκπρόσωποι αυτής γενιάς, όπως ο Γιαννούλης, ο Γεωργιάδης κ.ά., το πλήρωσαν τελικά με τη ζωή τους. Όσοι γλίτωσαν χωρίς να προσκυνήσουν, βρέθηκαν αντιμέτωποι με κάθε είδους διώξεις, χυδαιολογίες και συκοφαντίες.
Ο Βασίλης Γκανάτσιος, είναι από αυτούς που δεν επέλεξαν ποτέ στη ζωή τους, "της βολής τη σιγή". Και στον "τόπο που έζησε τη φυγή", όταν ακόμα δεν φυσούσε κόντρα, "έριχνε αλάτι στη βαθιά πληγή, για να γεννηθούν οι ωραίοι στίχοι από τα ψέματα που πεθαίνουν".

Γιάννης Παπαγρηγορίου 

1 σχόλιο:

  1. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
    Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
    Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
    Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
    Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
    Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
    Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
    Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

    Όρθιοι και μόνοι μέσα στη φοβερή ερημιά του πλήθους

    ΑπάντησηΔιαγραφή