Κριτική στην κριτική (2)
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
Μπορεί η "μετάλλαξη" ως αλλοίωση ταυτότητας να μην μπορεί να θεμελιώσει την τελεσίδικη απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν όμως δυο σοβαρά ζητήματα της συγκυρίας του Ιουλίου που επιστρατεύονται για τον σκοπό αυτόν: To ζήτημα του νέου Μνημονίου και αυτό της παραβίασης της συλλογικής - δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος· ζητήματα που δεν γίνεται να παρακάμψουμε.
Μόνο που η συζήτηση γι' αυτά θα παραμένει ατελής όσο δεν συμπεριλαμβάνει προβλήματα ευρύτερα, τα οποία θεωρούσαμε ότι είχαν κλείσει, αλλά η συγκυρία τα ανοίγει και πάλι. Προβλήματα στρατηγικού προσανατολισμού που επανέρχονται με τρόπο συγκεκριμένο, απτό, και σφραγίζουν την αντιπαράθεση και τη διάσπαση.
Μόνο που η συζήτηση γι' αυτά θα παραμένει ατελής όσο δεν συμπεριλαμβάνει προβλήματα ευρύτερα, τα οποία θεωρούσαμε ότι είχαν κλείσει, αλλά η συγκυρία τα ανοίγει και πάλι. Προβλήματα στρατηγικού προσανατολισμού που επανέρχονται με τρόπο συγκεκριμένο, απτό, και σφραγίζουν την αντιπαράθεση και τη διάσπαση.
Να μιλήσουμε λοιπόν για τη δημοκρατία στο κόμμα και για το Μνημόνιο σημαίνει να μιλήσουμε για τη συνολική πορεία του κόμματος από το 2010 μέχρι σήμερα. Αν θέλουμε να αναδείξουμε τις πραγματικές διαφωνίες ως προς τη συγκυρία του Ιουλίου, πρέπει να εντοπίσουμε τις συναρθρώσεις της με το συνολικό πλαίσιο.
* Το ζήτημα της δημοκρατίας και της συλλογικότητας στο κόμμα δεν ανακύπτει αιφνιδιαστικά τον Ιούλιο. Έχει να κάνει με την ιστορικότητα της συγκρότησής του· και με την αδυναμία του ηγετικού πολιτικού προσωπικού του, στο σύνολό του, να υπερβεί την ιστορικότητα, μετασχηματίζοντάς τη δημιουργικά. Ακόμα και μετά το συνέδριο της ενοποίησης, το πολιτικό υποκείμενο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να υφίσταται τις αδράνειες και τις επιβιώσεις της μετωπικής και προ-δημοκρατικής φάσης του.
Θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί την πρωτοτυπία του εγχειρήματος, τις δυσκολίες μιας περίπλοκης ενοποίησης, τον καταιγιστικό ρυθμό των εξελίξεων. Δεν υποτιμώ αυτές τις πλευρές, αλλά δεν πιστεύω ότι αρκούν για να ερμηνευθούν τα ελλείμματα δημοκρατίας και συλλογικότητας. Αντίθετα, η απολυτοποίησή τους μας εμποδίζει να μιλήσουμε για ζητήματα που παραμένουν στη σκιά:
1. Το κόμμα ενοποιείται ως κόμμα πολιτικής ενότητας. Η ιδεολογική του ταυτότητα, διαμορφωμένη σε πολλά σημεία με τη λογική των μέσων όρων, αποδεικνύεται αδύναμη για να χωνέψει και να ανασυνθέσει τις επιμέρους ταυτότητες, οι οποίες παραμένουν ισχυροί και αυτόνομοι πόλοι παγιωμένων και ανθεκτικών συσπειρώσεων. Oι "τάσεις", ως οργανωμένες εκφράσεις αυτών των ταυτοτήτων, είναι οι εγγυητές της εσωκομματικής δημοκρατίας, της ενότητας του συλλογικού πολιτικού υποκειμένου και κυρίως του "ορθού" του προσανατολισμού. Και όποτε το κρίνουν αναγκαίο απευθύνονται στην κοινωνία άμεσα, για να υπενθυμίσουν τον ρόλο τους.
Αν αυτά ακούγονται υπερβολικά, μπορούμε να θυμηθούμε τη δήλωση της Αριστερής Πλατφόρμας αμέσως μετά τη λήξη του ιδρυτικού συνεδρίου: "Η Α.Π. θεωρεί πολύ θετικό το ποσοστό που συγκέντρωσε η λίστα της στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Το ποσοστό καταδεικνύει εμπιστοσύνη προς την Α.Π. και επιβεβαιώνει την απήχηση που συναντούν οι θέσεις και οι εναλλακτικές προτάσεις της, όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά σε όλη την Αριστερά και στον κόσμο της και ευρύτερα στην κοινωνία". Πέρα από το πνεύμα της διακριτότητας, της υπεροχής έναντι της ευρύτερης συλλογικότητας και του (κατά κυριολεξία) σεχταρισμού, αυτή είναι δήλωση ενός "κόμματος εν αναμονή"· όποτε η ιστορική στιγμή το καλέσει.
Μπορεί λοιπόν να θεωρούμε την ύπαρξη των τάσεων ως την εμβληματική απάντηση στην πνιγηρή και παραλυτική μονολιθικότητα, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις εμπειρίες: Διαμεσολαβημένη από τον αυταρχικό κομφορμισμό τους, η συλλογικότητα υπήρξε εξαρχής μια συλλογικότητα περιορισμένη και τυπική, υποκείμενη σε εκ προοιμίου διαιρέσεις. Και η κρίση του Ιουλίου ολοκληρώνει τη διαίρεση λειτουργώντας σαν μαγνήτης που διαχωρίζει τα ρινίσματα στους δύο πόλους του.
2. Η δημοκρατία σ' ένα αριστερό κόμμα προφανώς αποτυπώνεται σε δομές και λειτουργικούς κανόνες. Δεν εξαντλείται όμως σ' αυτά· ούτε βέβαια στη φιλελεύθερη συνθήκη του "σεβασμού των δικαιωμάτων της μειοψηφίας". (H δημοκρατική διαλεκτική πλειοψηφίας-μειοψηφίας είναι πιο σύνθετο πρόβλημα). Ο καθοριστικός όρος είναι η πρωτογενής συμμετοχή των μελών στη διαμόρφωση της πολιτικής του. Η απουσία του παράγει το δημοκρατικό έλλειμμα, που γίνεται αντιληπτό και ερμηνεύεται συνήθως ως οργανωτικό ζήτημα.
Υποστηρίζω λοιπόν ότι το πρόβλημα δημοκρατίας στον ΣΥΡΙΖΑ έγκειται στην παρατεταμένη αποξένωση των μελών του από την παραγωγή της πολιτικής του (όχι μόνο της "γενικής πολιτικής, αλλά της πολιτικής σε κάθε κοινωνικό χώρο). Η κομματική βάση δίνει εκλογικές και κοινωνικές μάχες, δεν είναι όμως ο φορέας μιας προγραμματικής πολιτικής πρακτικής. Παρακολουθεί και σχολιάζει την πολιτική και την ταυτότητα που διαμορφώνονται μέσα από αντιπαραθέσεις και συμβιβασμούς στην κορυφή, αλλά η σχέση της με τις διαδικασίες παραγωγής πολιτικής είναι σχέση εξωτερικότητας, μια παθητική σχέση.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι τον Ιούλιο «το κόμμα επιλέγει την αφομοίωση από την κυβέρνηση ή την αντιμετώπιση της κυβέρνησης ως το μόνο νοητό υποκείμενο άσκησης πολιτικής» [Δημ. Παπαδάτος]. Το πρόβλημα είναι ότι, δυστυχώς, η κυβέρνηση είναι στη συγκυρία το μόνο πραγματικό υποκείμενο άσκησης πολιτικής. Όσοι όμως "ανακαλύπτουν" τον πολιτικό παροπλισμό του κόμματος τον Ιανουάριο ή τον Ιούλιο κάνουν λάθος.
Τα ελλείμματα συλλογικότητας και δημοκρατίας αφήνουν το αποτύπωμά τους στην εσωκομματική κρίση. Η ανάληψη της διακυβέρνησης πυροδοτεί την "ωρίμανση" του κόμματος με τρόπο βίαιο, καθώς τα μέλη δεν ενσωματώνονται στις διαδικασίες της. Η πρόταση να επιστρατευθούν τα μέλη την τελευταία στιγμή για να λυθεί η κρίση μέσω ενός Συνεδρίου είναι μια απόπειρα μετάθεσης της ευθύνης για την ενότητα. Ένα Συνέδριο οργανωμένο με διαδικασίες εξπρές, με διλημματικό περιεχόμενο πάνω σε ασαφή επίδικα, δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από την τελετουργική επικύρωση μιας ήδη δρομολογημένης διάσπασης. Οσοι υποστήριξαν τη διεξαγωγή του ως διέξοδο και επικαλέστηκαν τη μη πραγματοποίησή του ως αιτία αναπόφευκτης ρήξης έκαναν λάθος.
* Η πολιτική διαφωνία επί της συγκυρίας με επίκεντρο το τρίτο Μνημόνιο είναι ο σκληρός πυρήνας της αντιπαράθεσης που οδηγεί στη διάσπαση. Στο όνομά της θυσιάζεται η ενότητα του συλλογικού εγχειρήματος, για την οποία η πλειοψηφία των στελεχών και των μελών που αποχώρησαν αγωνίστηκε επί χρόνια. Η ενότητα θεωρείται πια το όριο που πρέπει να διαρραγεί, προκειμένου να διασωθεί ο αριστερός ριζοσπαστισμός· το άλλοθι νομιμοποίησης της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν θα επαναλάβω εδώ την κριτική που έχω ασκήσει στις απόψεις των αποχωρησάντων. Προσπάθησα να το κάνω σε παλιότερα άρθρα και σημειώματα. Και την έχουν διατυπώσει και άλλοι πολλοί με μεγαλύτερη επάρκεια. Η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία έχει εκτεθεί αναλυτικά. Θα μπορούσα επίσης να παραπέμψω στο πρόσφατο σχετικό άρθρο του Τάσου Τρίκκα ("Η εποχή" 1.11, "Το ίζημα"), ο οποίος δεν καταχωρείται στους πραιτωριανούς « του Τσίπρα και της παρέας του». Θέλω όμως να ξαναπώ ότι η επιλογή της διάσπασης αποτελεί κορυφαίο, ιστορικό λάθος, το οποίο υπακούει στη γνωστή αριστερή νεύρωση της διαρκούς "φυγής προς τα εμπρός", τα αποτελέσματα της οποίας η ιστορική ανανεωτική Αριστερά βίωσε με οδυνηρό τρόπο. Και θέλω να επισημάνω πολύ συνοπτικά κάποια σημεία που απαιτούν ίσως μια ωριμότερη προσέγγιση από όλους,
1. Mε τα Μνημόνια υλοποιείται το νεοφιλελεύθερο σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης ως δρόμος για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τα αποτελέσματα της οικονομικής διάλυσης και της κοινωνικής καταστροφής για την περίοδο 2010-2014 έχουν αποτυπωθεί σε δείκτες και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, έχοντας πλήξει κυρίως τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η αντιμετώπιση υπαρκτών οικονομικο-κοινωνικών παθογενειών ήταν απλώς ένας συνοδευτικός μύθος. Επ' αυτού δεν θα ξαναγράψουμε την ιστορία με "αναθεωρητικές προσαρμογές".
Το τρίτο Μνημόνιο δεν είναι βεβαίως το επαχθέστερο όλων. Όμως, παρά τις κάποιες οριακές ελαστικότητες που το διακρίνουν, κινείται από τη σκοπιά των κυρίαρχων στην ίδια κατεύθυνση και εξακολουθεί να διαμορφώνει μια σκληρή κοινωνική πραγματικότητα. Δεν έχει νόημα να "διορθώνουμε" την εικόνα με ιδεολογήματα και ωραιοποιήσεις.
Το ανοιχτό ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να προκαλέσει ρήγματα και μετατοπίσεις στην εφαρμογή του Μνημονίου, αν δηλαδή θα αποδώσει μια στρατηγική περικύκλωσης με ισχυρές μεταρρυθμιστικές τομές σε περιφερειακά πεδία της εξουσίας. Αλλά εδώ δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Υπάρχει ένα πολιτικό ρίσκο χωρίς, προς το παρόν, απτά αποτελέσματα.
2. Έτσι κι αλλιώς, και πριν και μετά τον Ιούλιο, η στρατηγική μας κινείται στη μεθόριο μεταξύ μιας απελευθερωτικής προοπτικής για τις εργαζόμενες τάξεις και την κοινωνία και μιας εκκωφαντικής αποτυχίας. Δηλαδή στην κόψη του ξυραφιού. Είναι αυτός ο πολιτικός βολονταρισμός που επικαθορίζει ολόκληρη την ιστορική φάση από το 2010 μέχρι σήμερα, χωρίς ακόμα να έχει αποκρυσταλλωθεί σε μια πολιτική και ευρύτερη ηγεμονία.
3. Μέσα από την αντίδραση εναντίον της λιτότητας και αντίρροπα προς τις τάσεις κοινωνικής διάλυσης, σχηματίζεται ένα κοινωνικό ρεύμα αντίθεσης στα μνημόνια και σε ό,τι αυτά εκφράζουν· χειραφετείται από την πολιτική επιρροή των κομμάτων του παραδοσιακού δικομματισμού και αναζητά μια νέα πολιτική εκπροσώπηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνομιλεί μαζί του, στέκεται δίπλα του, επιχειρεί να το κατανοήσει και να το ριζοσπαστικοποιήσει. Από τη συνάντηση αναδύεται ένα νέο "εμείς", αντιπαραθετικό προς το "αυτοί" των κυρίαρχων. Αυτή είναι η πραγματική κοινωνικο-πολιτική ρήξη μετά το 2010, μαζί με την ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά.
Αυτό το "εμείς", αντιφατικό, πολυσθενές, λαϊκό και λαϊκότροπο, έχει μέσα του την τάση να εξελιχθεί σ' ένα "μπλοκ", με την πραγματική σημασία του όρου, αλλά αυτή η τάση δεν ολοκληρώνεται μέχρι σήμερα, παρά τον ενθουσιώδη βερμπαλισμό μας. Και εδώ πρέπει όλοι, εναπομείναντες και αποχωρήσαντες, να σκεφτούμε τι δεν κάναμε σωστά.
4. Υποστηρίζω ότι το χτίσιμο μιας ανθεκτικότερης και βαθύτερης σχέσης με την κοινωνία και ένας αριστερός προσανατολισμός των βασικών κοινωνικών μας απευθύνσεων απαιτεί μια απαιτητικότερη προσέγγιση, μια λιγότερο παθητική πρόσληψη των αυθόρμητων κοινωνικών αιτημάτων. Δεν αρκεί να "αφουγκραζόμαστε" την κοινωνία, πρέπει να της λέμε και τις δικές μας αλήθειες. Το αριστερό φρόνημα δεν εμπεδώνεται για παράδειγμα, με τα ναι στα προνόμια κοινωνικών ομάδων στην πρόωρη συνταξιοδότηση και στην κατάργηση του φόρου ακίνητης περιουσίας για όλους εκτός από μια χούφτα πλουτοκράτες. Ούτε με το κλείσιμο του ματιού στον επί χρόνια πρωταθλητισμό φοροδιαφυγής μεγάλων κατηγοριών ελεύθερων επαγγελματιών ή με την αποσιώπηση του γεγονότος ότι ο σημερινός τρόπος φορολόγησης των αγροτών καλύπτει την τεράστια φοροαποφυγή των καπιταλιστών μεσαζόντων.
Και από την άλλη η εμμονή στην ταξικότητα ως αφετηρία για την οικοδόμηση της ηγεμονίας δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψουμε στην αριστερή, προ-πολιτική φάση του «κόμματος - εκφραστή συμφερόντων», αφήνοντας έξω από τον πολιτικό μας ορίζοντα τη συνολική κοινωνική κίνηση.
5. Θα κλείσω με μια επισήμανση που απαιτεί μια λεπτομερέστερη επιχειρηματολογία, που ξεπερνά τα όρια αυτού του σημειώματος και αφορά, με αποχρώσεις, την κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ από όσους αποχώρησαν. Και αυτή αφορά την κεντρική θέση που κατέχει στην κριτική η ιδέα της "ρήξης" με την Ε.Ε., δηλαδή της επί της ουσίας αποχώρησης από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Εδώ οι σύντροφοι χρωστούν μια συγκεκριμένη αποσαφήνιση: α) Ανακαλύφθηκε τον Ιούλιο ότι η Ευρώπη και η ενοποίησή της κυριαρχείται από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις; β) Ποιος είναι ο αρχιμήδειος τόπος στον οποίο θα σταθούμε για να μετακινήσουμε τον προσανατολισμό της ενοποίησης μετά τη ρήξη; Και για να πω ευθέως τη δική μου άποψη: Αυτή η θέση αμφισβητεί ευθέως μια σταθερά στρατηγικού χαρακτήρα της ανανεωτικής Αριστεράς και υποδεικνύει μια ριζική αλλαγή του στρατηγικού παραδείγματος. Εδώ έχουμε όντως την απόφαση μιας μετάλλαξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου