Θυμίζει «χούντα» ο νόμος για την τηλεόραση; Αλήθεια;
Γιώργος Γουγάς
Η συζήτηση που διεξάγεται εδώ και μερικές εβδομάδες γύρω από την τύχη των Μέσων Ενημέρωσης είναι μια βολική συζήτηση για όλες τις πλευρές. Για την κυβέρνηση είναι βολική γιατί αποπροσανατολίζει την κοινωνία από τα μείζονα ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, το νέο φορολογικό, τα μπλόκα και η ένταση στην κοινωνία.
Παράλληλα, τις επιτρέπει να υλοποιήσει (επιτέλους!) μία από τις προεκλογικές της εξαγγελίες: τη δημιουργία περιβάλλοντος τάξης και νομιμότητας στον χώρο των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης . Για την αντιπολίτευση πάλι είναι «πεδίον δόξης λαμπρόν», καθώς βρήκαν μια ευκαιρία να μεταφέρουν το παιχνίδι στα ζητήματα δημοκρατίας και να καταφέρουν, όπως νομίζουν, σημαντικό πλήγμα σε έναν τομέα, όπου η Αριστερά θεωρεί πως έχει ηθικό πλεονέκτημα.
Παράλληλα, τις επιτρέπει να υλοποιήσει (επιτέλους!) μία από τις προεκλογικές της εξαγγελίες: τη δημιουργία περιβάλλοντος τάξης και νομιμότητας στον χώρο των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης . Για την αντιπολίτευση πάλι είναι «πεδίον δόξης λαμπρόν», καθώς βρήκαν μια ευκαιρία να μεταφέρουν το παιχνίδι στα ζητήματα δημοκρατίας και να καταφέρουν, όπως νομίζουν, σημαντικό πλήγμα σε έναν τομέα, όπου η Αριστερά θεωρεί πως έχει ηθικό πλεονέκτημα.
Τουλάχιστον, όλες οι πλευρές συμφωνούν πως ο χώρος των ηλεκτρονικών ΜΜΕ χρειάζεται ρύθμιση.Από το 1989 επί συγκυβέρνησης, μέχρι σήμερα, εδώ και 27 χρόνια, τα τηλεοπτικά κανάλια λειτουργούν χωρίς άδειες και χωρίς να έχουν πληρώσει ούτε ένα ευρώ για την αξιοποίησή τους. Συνολικά, έχουν δοθεί 15 παρατάσεις (!) στην προθεσμία αδειοδότησης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, από οκτώ διαφορετικές κυβερνήσεις.
Η ιστορία
Ας δούμε την ιστορία των ιδιωτικών ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης στην Ελλάδα. Όλα ξεκίνησαν με τον νόμο (ν.1866/89) οπότε δόθηκαν οι πρώτες δύο άδειες σε MEGA και ΑΝΤ1. Ποιο ήταν το αποκλειστικό προσόν για να την λάβουν; «Μεταξύ των κριτηρίων για τη χορήγηση και ανανέωση της άδειας συνεκτιμώνται η πληρότητα και η ποιότητα του προγράμματος και η εμπειρία και παράδοση των μετόχων της εταιρείας στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» ανέφερε η, ιστορική πλέον, παράγραφος 4.
Ο μόνος που αντιστάθηκε στην προοπτική αυτή ήταν ο τότε πρόεδρος της ΔΗΑΝΑ και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, που κάλεσε την Βουλή «να παρέμβει για να μην δοθούν οι άδειες σε ανθρώπους επικίνδυνους, να ψηφιστεί η διάταξη κατά την οποία απαγορεύεται στους εκδότες να χορηγούνται οι άδειες».
Ο Κ. Στεφανόπουλος δεν εισακούστηκε κι έτσι πρώτο βγήκε στον αέρα το MEGA, το φθινόπωρο του 1989, με μετόχους τους Χρήστο Λαμπράκη, Βαρδή Βαρδινογιάννη, Γιώργο Μπόμπολα, Κίτσο Τεγόπουλο, και Αριστείδη Αλαφούζο. Την Πρωτοχρονιά του 1990 ακολούθησε ο ANT1 – το κανάλι που είχε σχεδιαστεί μέσα από τη συνεργασία του Μίνωα Κυριακού με τον εκδότη του Ελεύθερου Τύπου Αρη Βουδούρη και των εκδοτών της εφημερίδας «Πρώτη» Γιάννης Καλογρίτσα και του περιοδικού «Τηλέραμα» Γιάννη Πουρνάρα.
Το 1993 (επί Μητσοτάκη) με το νόμο Κούβελα δόθηκαν συνολικά επτά τηλεοπτικές άδειες εθνικής εμβέλειας -άλλες δύο δόθηκαν αργότερα από την κυβέρνηση Παπανδρέου (τέλη 1993) για να γίνουν τελικά εννιά. Όλα αυτά τα χρόνια, όλες οι κυβερνήσεις, από τον Ανδρέα Παπανδρέου (στην δεύτερη θητεία του) μέχρι τον Αντώνη Σαμαρά δεν έκαναν το παραμικρό για να ορίσουν τους κανόνες τους παιχνιδιού, αφού το νομικό κενό τους βόλευε όλους.
Μία απόπειρα να δοθούν κανονικές άδειες επιχειρήθηκε το 1997, με την προκήρυξη επί πρωθυπουργίας Σημίτη και υπουργίας Τύπου Δημήτρη Ρέππα 117 αδειών τηλεοπτικών σταθμών, εκ των οποίων οι 6 εθνικής εμβέλειας, 53 περιφερειακής και 58 τοπικής. Ο διαγωνισμός διατηρήθηκε ανοιχτός για πέντε (!) χρόνια, κηρύχθηκε άγονος το 2002, αλλά αντί η κυβέρνηση Σημίτη και ο μετέπειτα υπουργός Τύπου Χρήστος Πρωτόπαππας να κλείσει τα κανάλια, τους ξαναέδωσε προσωρινές άδειες για να λειτουργούν κανονικά.
Μετά ήρθε ο Μπαϊρακτάρης και οι νταβατζήδες, η διάταξη να είναι φανερός ο βασικός μέτοχος κάθε καναλιού δεν πέρασε από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και φτάσαμε στο νόμο Ρουσόπουλου για τη «συγκέντρωση των ΜΜΕ, την αδειοδότηση των ηλεκτρονικών μέσων και τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή» – μια μετάβαση, που ήρε ουσιαστικά όλα τα ασυμβίβαστα. Και, ταυτόχρονα, άνοιξε και τον δρόμο για τα δώρα της «ψηφιακής εποχής» – δώρα, που επισφραγίσθηκαν με το μονοπώλιο της Digea (την εταιρία που έχει το μονοπώλιο στη διανομή του τηλεοπτικού σήματος στην Ελλάδα).
Ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως από τις επτά άδειες που δόθηκαν το 1993, σήμερα εν ζωή είναι μόνο το MEGA και ο ANT1. Στην ιστορική διαδρομή σημειώθηκε το εξής παράδοξο. Οι άλλοι μιντιάρχες που είχαν λάβει τις αρχικές άδειες, παρά το γεγονός πως δεν είχαν πληρώσει δραχμή για να τις λάβουν κατάφεραν να τις πουλήσουν (!) σε τρίτους. Κάπως έτσι γεννήθηκε το Star (από το Κανάλι 29 του Κουρή) και ο ΣΚΑΙ (από το Seven X). Νωρίτερα η οικογένεια Αλαφούζου είχε πουλήσει τον πρώτο ΣΚΑΙ στον Δημητρη Κοντομηνά για να ανοίξει ο Alpha. Μέχρι και το ΚΚΕ πούλησε πρόσφατα τον 902TV σε offshore κυπριακών συμφερόντων για να γεννηθεί το Etv. Όλα αυτά χωρίς κανείς καναλάρχης να έχει πληρώσει δραχμή στο κράτος, για τις δημόσιες συχνότητες που πούλησε.
Τι λέει το Σύνταγμα
Ας δούμε τώρα και τις αιτιάσεις όσων εναντιώνονται στο νόμο. Λένε οι επικριτές του πως ο ορισμός των τηλεοπτικών αδειών σε τέσσερις περιορίζει την ελευθερία στην έκφραση της γνώμης. Αυτό θα ήταν σωστό αν η κυβέρνηση έκλεινε όλα τα κανάλια και άφηνε ελεύθερη μόνο την κρατική ΕΡΤ. Επίσης, με την ίδια λογική και ο νόμος Σημίτη -Ρέππα ήταν χουντικός, καθώς από τα εννέα κανάλια νομιμοποιούσε μόνον έξι. Όμως, τότε κανείς δεν μιλούσε, αφού όλοι οι ενδιαφερόμενοι διατηρούσαν αλώβητα τα κανάλια τους. Τότε, λοιπόν, οι έξι άδειες ήταν δημοκρατία, σήμερα οι τέσσερις άδειες είναι χούντα.
Ας δούμε, όμως, τι λέει και η αναθεωρημένη (2001) έκφραση του Συντάγματος (αρθρ. 15, παρ 2); «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. O έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. O άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας». Αυτά λέει το Σύνταγμα για το οποίο φαντάζομαι όλοι συμφωνούμε ότι είναι πάνω από όλους και όλα. Εκτός κι αν έχουμε ένα αντιδημοκρατικό, ανελεύθερο και περιοριστικό της ελευθερίας έκφρασης Σύνταγμα.
Λένε, επίσης, οι επικριτές του νόμου πως το δικαίωμα καθορισμού των τηλεοπτικών αδειών είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Αυτό δεν προκύπτει από πουθενά, καθώς, όπως βλέπουμε παραπάνω, «στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει», υπάγονται μόνον ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, τίποτε άλλο. Είναι αστεία, όμως αυτή η επίκληση καθώς η κυβέρνηση επιχείρησε να δώσει αυτό το δικαίωμα στο ΕΣΡ. Με το νόμο 4339/2015, που ψηφίστηκε στα τέλη Οκτωβρίου ανατέθηκε στο ΕΣΡ η σύνταξη των όρων, η προκήρυξη και διενέργεια του διαγωνισμού, ο έλεγχος των φακέλων και η απόρριψη όσων δεν πληρούν τους όρους. Ωστόσο η ΝΔ αρνήθηκε να δηλώσει τα πρόσωπα που θα εκπροσωπούσαν την αξιωματική αντιπολίτευση και μπλοκάρει (ακόμα) τη συγκρότηση του ΕΣΡ. Μόνον ύστερα από αυτό, και μπροστά στον κίνδυνο να γίνει για μια ακόμα φορά τίποτα στον χώρο των Μέσων Ενημέρωσης, μεταφέρθηκε η αρμοδιότητα διενέργειας του διαγωνισμού στον Υπουργό Επικρατείας. Αλλά ακόμη και αυτή έχει πλέον περάσει στη Βουλή.
Γιατί, όμως, το Σύνταγμα προβλέπει ότι «η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους»; Γιατί καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν σκέφτηκε να αναθεωρήσει μία διάταξη που έρχεται από το 1975 και –ενδεχομένως- θα περίμενε κανείς πως είναι πλέον αναχρονιστική και ξεπερασμένη; Γιατί μέχρι σήμερα –και ενώ έχουμε από το 1990 ιδιωτική τηλεόραση- δεν τέθηκε το ερώτημα: «συνιστά περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης να είναι υπό τον έλεγχο του κράτους η ραδιοφωνία και η τηλεόραση;». Και γιατί το ίδιο Σύνταγμα (άρθρο 14 παρ 2) αναφέρει πως «Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται», για να συνεχίσει στο (άρθρο 15 παρ 1) πως «οι προστατευτικές για τον Τύπο διατάξεις δεν εφαρμόζονται στην ραδιοφωνία, την τηλεόραση (κ.α.)»;
Συνταγματολόγος δεν είμαι, όμως θεωρώ πως η μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον έντυπο Τύπο είναι πως οι τηλεοπτικές άδειες προκύπτουν από τον καθορισμό των συχνοτήτων, που είναι περιουσία του ελληνικού λαού. Υπό αυτή την έννοια, εκτός του ότι οφείλει να τις διαχειρίζεται η εκάστοτε κυβέρνηση προς όφελος της κοινωνίας και όλων των πολιτών και να μην τις αφήνει βορά στα όποια συμφέροντα, θα πρέπει να διασφαλίζει ότι εκφράζουν τις απόψεις και τις σκέψεις του συνόλου των πολιτών και όχι μιας μειοψηφούσας ή ακόμα και πλειοψηφούσας μερίδας. Πολύ δε περισσότερο, όχι τα συμφέροντα και τις σκέψεις των ιδιοκτητών τους. Σε αντίθεση με μια εφημερίδα που μπορεί να εκφράζει την έστω ακραία θέση του εκδότη ή του δημοσιογράφου, τα ιδιωτικά κανάλια οφείλουν να ενημερώνουν όλους τους πολίτες και να εκφράζουν τις θέσεις, τις απόψεις τις αγωνίες όλων, γιατί εκπέμπουν μέσα από δημόσιες συχνότητες. Πιστεύει κανείς πως τα ιδιωτικά κανάλια εξέφραζαν και εκφράζουν το σύνολο της κοινωνίας; Μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την περίοδο του δημοψηφίσματος είναι αρκετή.
Ο τυποκτόνος νόμος
Αλλά μια και μιλάμε για δημοκρατία και ελευθερία έκφρασης που πλήττεται από τον καθορισμό των αδειών, ας πιάσουμε κάτι ακόμα. Για πολλά χρόνια δεκάδες δημοσιογράφοι καταδικάστηκαν σε εξοντωτικές ποινές και υποχρεώθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα σε φυλάκιση και μεγάλα πρόστιμα ή στην αναίρεση των απόψεών τους και της κριτικής τους. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του τυποκτόνου νόμου Βενιζέλου (ν. 2243/1994 και 2328/1995), οι διατάξεις του οποίου ως τώρα χρησιμοποιούνταν και ως φόβητρο εναντίον της ελευθεροτυπίας, με τους θιγόμενους από κάποιο δημοσίευμα να ζητούν εξοντωτικά ποσά. Το νομοθετικό πλαίσιο ανήκε στις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Ο νόμος 1178 (14/16 Ιουλίου 1981) «περί αστικής ευθύνης του Τύπου και άλλων διατάξεων», ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Ράλλη. Μέσω αυτού επιχειρήθηκε να καθοριστούν τα όρια της αστικής ευθύνης του Τύπου στην περίπτωση κατά την οποία θιγόταν η τιμή και η υπόληψη οποιουδήποτε ατόμου από δημοσιεύματα. Η προστασία αποσκοπούσε στη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη την οποία υπέστη ο θιγείς και την ουσιαστική αποκατάσταση της τιμής του θιγέντος, με την καταχώρηση στον Τύπο περίληψης της απόφασης που έκανε δεκτή την αγωγή του θιγέντος. Η ευθύνη για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης βάρυνε όχι μόνο τον συντάκτη αλλά και τον εκδότη (ή διευθυντή) και την ιδιοκτησία του εντύπου. Όμως, η αυστηρότητα της διάταξης αυτής επαυξήθηκε με τον νόμο 2243/30 (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1994), που αποκαλείται «τυποκτόνος νόμος Βενιζέλου». Ε, λοιπόν αυτόν τον νόμο η σημερινή «χουντική» κυβέρνηση, που θέλει να ελέγξει την ενημέρωση τον κατάργησε.
YΓ Στοιχεία για το ιστορικό της υπόθεσης αντλήθηκαν από έρευνα του δημοσιογράφου Βασίλη Κουφόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου