Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Οι “χρυσές” ευκαιρίες της Κατοχής

Οι “χρυσές” ευκαιρίες της Κατοχής

350.000 σπίτια και οικόπεδα άλλαξαν χέρια στις 1.264 ημέρες της Κατοχής.

EΛΕΝΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής, τα χρόνια που ο ελληνικός λαός πάλευε να κρατηθεί ζωντανός, να σώσει τα παιδιά του από την πείνα, να γλυτώσει από τις εκτελέσεις και τα μπλόκα, κάποια ιδιοτελή καθάρματα σχημάτισαν μία νέα κοινωνική ομάδα, μεσούσης της Κατοχής, τους “νεόπλουτους”.

Οι “νεόπλουτοι”, και κατά το… επιστημονικότερο, ο οικονομικός δοσιλογισμός, συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές με στόχο τον προσωπικό τους πλουτισμό, εκμεταλλευόμενοι τη δεινή κατάσταση του συνόλου, σχεδόν, του ελληνικού λαού.

Το γερμανικό κεφάλαιο είχε, ήδη, διεισδύσει προπολεμικά στην Ελλάδα από το 1938 όπου το 40% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνονταν προς τη Γερμανία και την Αυστρία. Έτσι στην Κατοχή βρέθηκαν αρκετές επιχειρήσεις πρόθυμες να εξυπηρετήσουν τους Γερμανούς προσβλέποντας στον εύκολο πλουτισμό.

Οι Γερμανοί κατακτητές, τους πρώτους μήνες από την είσοδό τους στην Αθήνα, επιδόθηκαν σε ένα ανηλεές πλιάτσικο, αφού άδειασαν όλες τις αποθήκες ενώ ό,τι κατασχέθηκε στάλθηκε στην Γερμανία. Οι Γερμανοί αφαίρεσαν από την Ελλάδα εμπορεύματα αξίας 929.000.000 γερμανικών μάρκων.

Με νομότυπες μεθόδους δέσμευσαν ελληνικές βιομηχανίες, συγκεκριμένα με τον γερμανικό κολοσσό Krupp υπέγραψαν συνεργασία 26 εταιρείες. Τα κέρδη των εταιρειών ήταν τεράστια γιατί δεν χρησιμοποιούσαν τα δικά τους κεφάλαια, παρά κάλυπταν τα έξοδα από το λογαριασμό των εξόδων Κατοχής. Το μερίδιό τους, βέβαια, στην λεηλασία της χώρας μας είχαν και οι Ιταλοί έτσι σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σάμιο “η Ιταλία πήρε από τα ελληνικά ορυχεία 2 τόνους ασήμι, 508 τόνους χαλκό, 836 τόνους ορείχαλκο, 12 τόνους νικέλιο, 100 τόνους αλουμίνιο κ.ά.”.

Η Ελλάδα στην κατοχή AP PHOTO
Η μπίζνα των “δημοσίων” έργων

Με τον πόλεμο καταστράφηκαν οδικές αρτηρίες, γεφύρια. Με πρόσχημα την ανοικοδόμηση της Ελλάδας, ξεκίνησε μία νέα “χρυσή” εποχή για τους κατασκευαστές. Όποια έργα γίνονταν εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τους κατακτητές. Σύμφωνα με έρευνα του Παναγιώτη Σάμιου, και με πηγές από γερμανικά έγγραφα, το 98,8% των κατασκευαστικών έργων ήταν προς όφελος του γερμανικού και του ιταλικού στρατού.

Τα έργα τα πλήρωνε η Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ οι κατασκευαστές θησαύριζαν με υπερτιμολογήσεις και ιδιοποίηση μηχανών και υλικών.
Ο θάνατος ως πηγή πλουτισμού

Χωρίς αιδώ οι αετονύχηδες έχτισαν περίτεχνες κομπίνες πατώντας στον λαιμό των πεινασμένων Ελλήνων που ξεπουλούσαν τις περιουσίες τους για ένα μπουκάλι λάδι.

Ο Παναγιώτης Σάμιος τονίζει πως “για να επιζήσουν οι φτωχοί ξεπουλούσαν τα ρούχα τους, τις προίκες των παιδιών τους, τις κινητές και ακίνητες περιουσίες τους, τις βέρες, τα κοσμήματα μέχρι και τα χρυσά δόντια για λίγο λάδι, λίγες σταφίδες, σαπούνι, μερικά δράμια ζάχαρη και αλεύρι.”

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έγιναν μαζικές αγοροπωλησίες ακινήτων. Σπίτια και χωράφια πουλήθηκαν στο 1/10 έως και το 1/20 της προπολεμικής τους αξίας, ενώ ο αγοραστής με διάφορα προσχήματα καθυστερούσε την υπογραφή των συμβολαίων ώστε η τιμή έχανε και άλλο την αξία της ενώ ο πωλητής ήταν υποχρεωμένος να καταθέσει το ποσό της πώλησης στην τράπεζα και να κάνει αναλήψεις μικρών ποσών. Με τον καλπάζοντα πληθωρισμό τα ελάχιστα χρήματα της πώλησης έχαναν εντελώς την αξία τους και ο πωλητής έφτανε να εισπράττει το 1/100 της αξίας του ακινήτου.

Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στην ανάγκη να ξεπουλήσουν το σπίτι τους με ελάχιστο τίμημα και έμειναν χωρίς στέγη παλεύοντας να επιβιώσουν. 350.000 ήταν συνολικά τα ακίνητα που άλλαξαν χέρια κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι περισσότερες αγοροπωλησίες ακινήτων, σύνολο 259.000, έγιναν τα έτη 1941-1942, την περίοδο του λιμού που ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από την πείνα.

Το 77% των πωλητών ήταν ιδιοκτήτες μικρής κατοικίας που μεταπολεμικά αντιμετώπισαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα στέγασης. “Πέντε χιλιάδες Έλληνες βγήκαν από την Κατοχή αισθητά πλουσιότεροι αγοράζοντας πάνω από τέσσερα ακίνητα”. Οι αγοραστές είχαν διασυνδέσεις με τους μαυραγορήτες, ήταν δοσίλογοι και συνεργάτες των Γερμανών.

Το φαινόμενο των μαζικών αγοροπωλησιών ακινήτων σε εξευτελιστική τιμή είχε επισημανθεί και από την κυβέρνηση του Καΐρου του Εμμανουήλ Τσουδερού αλλά και του Γεωργίου Παπανδρέου όταν έφτασε στην Ελλάδα στις 18 Οκτωβρίου 1944. Και οι δύο με δικά τους λόγια είχαν υποσχεθεί αποκατάσταση της αδικίας και της υφαρπαγής των σπιτιών. Περιττό να πούμε πως δεν έκαναν τίποτα και οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Όταν οι ηττημένοι Γερμανοί έφυγαν, άφησαν πίσω τους μία ρημαγμένη χώρα, με κατεστραμμένες υποδομές, χρεωμένη, με το 13% του πληθυσμού της να έχει χάσει τη ζωή του, 3.700 ήταν τα καμένα και λεηλατημένα χωριά, οι οικισμοί και οι πόλεις, πάνω από 1 εκατομμύριο Έλληνες ήταν άστεγοι και αντιμετώπιζαν πρόβλημα επιβίωσης, περίπου οι 2 στους 10 ζούσαν σε συνθήκες ανέχειας χωρίς τα βασικά αυτονόητα αγαθά όπως νερό, ρεύμα κ.λπ.

Μετά το τέλος της Κατοχής δημιουργήθηκε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής και η αντίστοιχη των Αγοραστών. Παρά τις προσπάθειές τους δεν κατάφεραν να πάρουν πίσω τα σπίτια τους ενώ και μία Συντακτική Πράξη που εκδόθηκε λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές του 1946 ήταν καθαρά ψηφοθηρική. Και πως να μην ήταν όταν, για παράδειγμα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γεώργιος Μαύρος είχε αγοράσει ένα μεγάλο οικόπεδο στο Πεδίον του Άρεως, αξίας 500 χρυσών λιρών;

Πολλοί πίστεψαν πως θα αλλάξει η κατάσταση με τη νέα ελληνική κυβέρνηση, μάταια όμως ήλπιζαν μία δικαίωση. Τα σπίτια τους είχαν χαθεί εκείνες τις μαύρες μέρες της Κατοχής.

Πηγή: Παναγιώτης Σάμιος, Αγοραπωλησίες ακινήτων, 1941-1944. Οι “χρυσές” ευκαιρίες της Κατοχής, εκδόσεις Εταιρεία Σύγχρονης Ιστορίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου