Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ : Παρα-πομπές


Παρα-πομπές


Η σκόπιμη διαχωριστική ένδειξη στον τίτλο δηλώνει προφανώς τη διπλή του σημασία: «παραπομπές», μεταβίβαση δηλαδή του ζητήματος στο αρμόδιο όργανο, και επιπλέον «πομπές», διαπόμπευση δηλαδή των πολιτικών των δύο μεγάλων κομμάτων μεταξύ τους.

Το θέμα είναι ποιοι παραπέμπουν και ποιοι διασύρουν ποιους. Προφανώς οι ίδιοι. Αλλά και πάλι, σ’ αυτήν την ανόητη ταυτολογία (οι ίδιοι να παραπέμπουν τους ίδιους), πέραν του κοινού τους συμφέροντος, εξυπακούεται και η αναζήτηση μιας κοινής εννόησης και κατανόησης, έτσι για να συνεννοούμαστε. Εξυπακούεται και ένα: «Μαζί τα φάγαμε», οπότε –γιατί όχι; – και: «Μαζί κρινόμαστε». Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι.

Σε καμία περίπτωση ο ιδιώτης (idiot) ψηφοφόρος τους δεν «έφαγε» και δεν «κρίνεται» μαζί με τον έξυπνο πολιτικό. Στον πρώτο, η προοπτική της τιμωρίας τον αναγκάζει να υπακούει στον νόμο. Στον δεύτερο, ο νόμος που ο ίδιος θεσπίζει διεγείρει τον πειρασμό για ατιμωρησία. Πολλώ μάλλον, ο νόμος περί ευθύνης υπουργών: επειδή τον αθωώνει προκαταβολικά, του επιτρέπει να διαθέτει και μαύρο χιούμορ. 

Οπότε, σε καθεστώς ατιμωρησίας, οι πολιτικοί, ενώ τιμωρούνται, μένουν ατιμώρητοι. Και σε καθεστώς συνεχούς απειλής, οι πολίτες τιμωρούνται πολύ πριν τιμωρηθούν. Ο Κάφκα στη «Δίκη» βάζει τον ιερέα να πει: «Όχι, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τα δεχτούμε όλα σαν αληθινά, απλώς πρέπει να τα δεχτούμε σαν αναγκαία». Και ο ταλαίπωρος Κ. μουρμουρίζοντας διαπιστώνει: «Τι θλιβερή γνώμη! Το ψεύδος να γίνεται παγκόσμιος κανόνας». 

Το «κάδρο», στο οποίο οι πολιτικοί θέλουν να βάλουν πολιτικούς (και ατυχώς και τον Κώστα Σημίτη), είναι σαν τις ζωγραφιές του Έσερ: το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο – κατ’ εξακολούθηση.
Τον είδαμε αυτόν τον παράδοξο εγκιβωτισμό κατά κόρον στα τηλεοπτικά παράθυρα. Οι πολιτικοί αλληλοκαταδικάζονται και αλληλοαθωώνονται, ο ένας μέσα στον άλλον, η μία μάσκα πάνω από την άλλη, το ένα φουσκωμένο υπερεγώ πάνω από το άλλο.

Το χειρότερο όμως είναι ότι και οι πολιτικοί μάς βλέπουν από την τηλεόραση να τους βλέπουμε. Έτσι, στο κάδρο του Έσερ μπαίνουμε κι εμείς. Εμείς, αμετανόητοι, βουλιάζουμε στο πρωκτικό στάδιο του καναπέ όλο και περισσότερο αυτοί, όλο και πιο πολύ, καθηλώνονται στο στοματικό στάδιο της κατ’ επάγγελμα ασημαντολογίας τους. 
 
Τι να κάνουμε; 

Αυτήν τη φορά, δεν θα συνιστούσα να διαβάσουμε τον Ντεριντά αλλά, ελλείψει του Λένιν, τον καλεσμένο μας στο Γαλλικό Ινστιτούτο, Αλέν Μπαντιού. Η λεγόμενη «κομμουνιστική υπόθεσή» του –είτε αρέσει ο όρος είτε όχι– μάς προκαλεί, αν μη τι άλλο, να μην ξαναψηφίσουμε τους πολιτικούς, προκειμένου να τους αφήσουμε να αντιληφθούν ότι το «επάγγελμά» τους δεν εξαρτάται τόσο από τη νομιμοποίηση όσο από τη συνέπεια, και πως αυτό που επείγει είναι μια μη πολιτική σχέση με την πολιτική. (Αφού προηγουμένως κλείσουμε την τηλεόραση). 

Μια τέτοια όμως τομή προϋποθέτει τη δύναμη «να σπάμε τους κανόνες μέσα στην ίδια την πράξη που τους βάζει στο παιχνίδι», όπως μας έλεγε ο Φουκώ. (Αλλά αυτός δεν πρόκειται να έρθει στην Αθήνα).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου