Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Η Αλβανία και ο ρατσισμός μας

Η Αλβανία και ο ρατσισμός μας
Δημήτρης Σαρρής
Π
ριν από ακριβώς 30 χρόνια, ως έφηβος και μέσα στα πλαίσια μιας οικογενειακής εκδρομής από την Κέρκυρα, βρέθηκα για πρώτη φορά στους Άγιους Σαράντα, ακριβώς απέναντι από το μεγάλο νησί του Ιονίου. Εκείνη η επίσκεψη, εκείνη την εποχή, όταν για πρώτη φορά ακούγαμε για τους φτωχούς μετανάστες που έρχονταν από εκεί, για το “Σύστημα” που κατέρρευσε, για τη φτώχεια και για τη μαζική φυγή..

…εκείνη η επίσκεψη ήταν ένα σοκ, ιδίως για έναν έφηβο που μεγάλωνε στην ελληνική επαρχία και δεν είχε ταξιδέψει καθόλου εκτός της χώρας. Οι Άγιοι Σαράντα, μια πόλη σε απόλυτη παρακμή, τα κτίρια υπό κατάρρευση, ένα μοναδικό ξενοδοχείο σε λειτουργία, επαιτεία, διαλυμένες υποδομές, όπως το λιμάνι ή ο υποτυπώδης δρόμος που οι Ιταλοί είχαν φτιάξει από τη δεκαετία του ’30 κι οδηγούσε στον αρχαιολογικό χώρο του Βουθρωτού, όλα έδειχναν μια χώρα πάμφτωχη και πολύπαθη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους Έλληνες ταξιδιώτες που έριχναν κέρματα δραχμών στην προκυμαία του λιμανιού και γελούσαν βλέποντας τα ρακένδυτα παιδιά να βουτούν δίπλα στο πλοίο που αναχωρούσε για να βρουν το δεκάρικο ή το πενηντάρικο. Αυτή η εικόνα με στοιχειώνει ακόμα και σήμερα.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και άλλαξαν πολλά. Λίγο αργότερα, ήρθαν στο σχολείο μας, στο Γυμνάσιο, μαθητές από την Αλβανία, συνηθίσαμε όλοι οι εργάτες γης να είναι Αλβανοί, να τους πληρώνουμε όσο όσο για να μαζεύουν τις ελιές μας κάθε χρόνο. Αλλά επίσης συνηθίσαμε οι γυναίκες από την Αλβανία να φροντίζουν τους γέροντες, να καθαρίζουν τα σπίτια μας, οι άνδρες να δουλεύουν σε όλα τα πόστα της οικοδομής και της υποδομής, να κάνουν τις πιο βαριές δουλειές σε λατομεία, να ξαναδίνουν ζωή σε χωράφια και βοσκοτόπια σε όλη την Ελλάδα, να κρατούν ζωντανή την τουριστική υποδομή στα νησιά. Τα χρόνια πέρασαν. Τους συνηθίσαμε και μας συνήθισαν. Όλοι μας έχουμε να μιλήσουμε για κάποιον γείτονα Αλβανό, για κάποιον συνεργάτη, για κάποιον εργάτη, για έναν ταξιτζή, για έναν περιπτερά, για έναν συμφοιτητή.

Πέρασαν 30 χρόνια από το 1993 και ήρθε το 2023. Έτυχε να βρεθώ ξανά για διακοπές στη χώρα αυτή, στη γειτονική μας Αλβανία και ασυναίσθητα ένιωσα μια μεγάλη οικειότητα μέσα από τις πρώτες επαφές και συζητήσεις που είχα εκεί. Πριν όμως περάσω τα σύνορα, κινούμενος κατά μήκος της Ιονίας Οδού και πέριξ των Ιωαννίνων αντιλήφθηκα την έλλειψη σήμανσης “προς Αλβανία”. Το ταμπού των Ελλήνων ακόμα και να προφέρουν το όνομα της χώρας. Γιατί;

Γιατί έχει ριζώσει μέσα μας αυτές τις δεκαετίες αυτός ο μεθοδικά καλλιεργημένος ρατσισμός και η έχθρα σχεδόν έναντι των βορείων γειτόνων μας. Κι ενώ δύσκολα κάποιος βρίσκει το δρόμο προς την Κακαβιά και προς τα σύνορα, μπαίνοντας στη χώρα, ο Αλβανός φρουρός, προφανώς, (για εμάς) μιλάει ελληνικά. Τα πρώτα χωριά που κατοικούνται από την ελληνική (“ελληνική εθνική” : έτσι είναι αναγνωρισμένη) μειονότητα φέρει ταμπέλες και στις δύο γλώσσες, στο Αργυρόκαστρο μπορείς να βρεις παντού έναν ελληνόφωνο που σε εξυπηρετεί πρόθυμα, το προξενείο στην είσοδο της πόλης, γραφεία της “Ομόνοιας” (το πολιτικό κόμμα της ελληνικής μειονότητας) σε όλες τις βασικές πόλεις του νότου, στους Σαράντα, στη Χειμάρα και αλλού.

Συνειδητοποίησα όμως κάτι μέσα από τους πρώτους διαλόγους : ελάχιστοι Έλληνες έχουν βρεθεί ως τουρίστες εκεί. Οι Αλβανοί κάτοικοι θεωρούσαν μεγάλη τους τιμή που ένας Έλληνας έχει την περιέργεια να βρεθεί εκεί και να γνωρίσει τη χώρα τους. Γιατί όμως να θεωρούν δεδομένο ότι κανένας Έλληνας δεν πηγαίνει ποτέ εκεί;

Οι μέρες του ταξιδιού πέρασαν και ένα συναίσθημα γενικής αναθεώρησης πολλών πραγμάτων διαμορφώθηκε μέσα μου. Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν μαζικά στη χώρα μας πριν από 25 και 30 χρόνια. Μαζικά και κακήν κακώς άφησαν τα πάντα πίσω τους. Πολλοί άλλαξαν όνομα και δεν μάθαμε ποτέ το πραγματικό τους όνομα. Όλοι μας γνωρίζουμε έναν ή και πολλούς Αλβανούς στον περίγυρό μας, αλλά πόσοι ρωτήσαμε για τη χώρα τους; Πόσα μάθαμε για το παρελθόν τους;


Πού δούλευαν πριν;
Πού πήγαν σχολείο;
Πώς ήταν τα παιδικά τους χρόνια;
Τι καλλιεργούν στην πατρίδα τους; Αρκετοί από αυτούς ήταν μορφωμένοι και είχαν μια βιομηχανική εξειδίκευση, αλλά αναγκάστηκαν να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά και να τα βγάλουν πέρα όμως όπως. Έπρεπε να μορφώσουν τα παιδιά τους, να κρύψουν πολλές φορές την ταυτότητά τους, να δηλώσουν “ομογενείς”, να ντραπούν για την καταγωγή τους (δυστυχώς!).

Και άλλες σκέψεις ήρθαν να συμπληρώσουν αυτό το παζλ της γενικής ανάλυσης και αναθεώρησης :
Πού είναι τα αλβανικά σχολεία και οι αλβανικό σύλλογοι στην Ελλάδα;
Πού είναι οι γιορτές της κοινότητάς τους και ποτέ γίνονται;
Γιατί οι Έλληνες μετανάστες κάνουν παρέλαση στην 5η λεωφόρο της Νέας Υόρκης και γιατί εμείς δεν ξέρουμε τίποτα για τους γείτονές μας και τις γιορτές τους;

Το σύντομο ταξίδι στην Αλβανία, ύστερα από τη γνωριμία με υποδειγματικά οργανωμένες πόλεις που συνεχώς βελτιώνονται, το Βουθρωτό, το Εξαμίλι, τους Σαράντα , το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι, το Μπεράτι, το Πόγραδετς, την Κορυτσά, κάπου κοντά στην Οχριδα και στις Πρέσπες και στην μεσαιωνική βλαχοπολιτεία της Μοσχόπολης, κάπου εκεί, τελείωσε. Και μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, είπα σε φίλους μου πού είχα πάει. Τότε ήρθε το δεύτερο “στραπάτσο”, όχι εσωτερικό και ενδοσκοπικό, αλλά διαλεκτικό :
-Στην Αλβανία; Τι πήγες να κάνεις εκει; Δεν φτάνει που ζουν με τα λεφτά μας, πήγες να αφήσεις και τα δικά σου ;
– Έχουν φτιάξει τη χώρα τους; Είναι πολύ ωραίες οι πόλεις τους; Κλεμμένα λεφτά. Δικά μας λεφτά. Τα πήραν και πήγαν στη χώρα τους.
Δεν μπορούσα να μην απαντήσω :
– Ο Έλληνας που δούλευε στο Βέλγιο και γύρισε πίσω και άνοιξε μαγαζί στη Θεσσαλονίκη, έκλεψε μήπως τα λεφτά από το Βέλγιο; Ο Έλληνας που δούλεψε στην Αυστραλία και στον Καναδά και έφτιαξε το εξοχικό του στην Αρκαδία (με Αλβανούς μάστορες) τα έκλεψε μήπως από τους Καναδούς ; Οι παλινοστούντες Έλληνες μετανάστες που παίρνουν υψηλή σύνταξη από τρίτη χώρα και ζουν καλά εδώ, έχουν το δικαίωμα να το κάνουν, αλλά οι Αλβανοί όχι;

Οι Αλβανοί ήρθαν στην Ελλάδα χωρίς τίποτα, πάμφτωχοι. Δούλεψαν σκληρά και για χρόνια παράνομα. Αρκετοί, όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο, πέρασαν και στην όχθη της παρανομίας, αλλά το ίδιο έγινε οπουδήποτε υπήρξε μαζική μετανάστευση, περιθωριοποίηση και αποκλεισμός. Ξέχασαν τη γλώσσα τους γιατί θα εθεωρείτο “επιθετικό” από εμάς να την διδαχτούν. “Ξέχασαν” τα πραγματικά τους ονόματα. Ήρθαν χωρίς θρησκευτική ταυτότητα λογω του αθεϊστικού καθεστώτος και βαφτίστηκαν μαζικά για να ενταχθούν.

Έμαθαν καλά τη γλώσσα μας και τα παιδια ξαναγέμισαν τις σχολικές μας αίθουσες. Στήριξαν την αγροτική παραγωγή και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ξαναζωντάνεψαν τα βοσκοτόπια της Ηπείρου, έδωσαν ζωή στους ελαιώνες της Πελοποννήσου, κατοίκησαν τα έρημα νησιά το χειμώνα και στήριξαν και στηρίζουν την τουριστική υποδομή, έδωσαν πνοή στην οικοδομή, δίδαξαν μουσική, φρόντισαν τους παππούδες μας που είχαν πολεμήσει στα μέρη τους, επανέφεραν σε χρήση την αρβανίτικη διάλεκτο σε πολλά μέρη. Πλήρωναν και πληρώνουν φόρους και τέλη για έκδοση καρτών παραμονής, για δικηγόρους και γραφειοκρατία.

Κι ερχόμαστε εμείς που χειροκροτούσαμε τους αρσιβαρίστες το 1992 και το 1996 και λέμε “τα λεφτά μας”, “μας έκλεψαν”, “μας απειλούν”, “καταπιέζουν τη μειονότητα” και άλλα πολλά παρόμοια. Και οι ίδιοι νιώθουν και “υπόχρεοι” και περήφανοι γιατί ένας Έλληνας τουρίστας ενδιαφέρεται να μάθει για τον τόπο τους και για τους ίδιους. Και χαίρονται που μιλούν τη γλώσσα μας.


Σαν συμπέρασμα της εσωτερικής μου αναζήτησης έχω λοιπόν να εκφράσω το εξής: έχοντας ταξιδέψει σε πάνω από 100 χώρες κι έχοντας διδαχθεί περίπου 10 ξένες γλώσσες, ελλιπώς και μερικώς, ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω ούτε μία λέξη στα αλβανικά.

Ποτέ δεν θέλησα από περιέργεια να δω κάτι παραπάνω από αυτή τη χώρα που είχα γνωρίσει από τις διηγήσεις του παππού μου ο οποίος πήγε εκεί για τον πόλεμο.

Γιατί αυτή η αποστροφή; Γιατί βρέθηκα κι εγώ στη δίνη αυτού του στρεβλού και αυτοτροφοδοτούμενου ρατσισμού με τον οποίο μεγάλωσα. Μισείς κάτι χωρίς καν να το γνωρίζεις. Φθονείς κάτι που ποτέ δεν έμαθες.

Η αφορμή για αυτό το σύντομο άρθρο ήταν το φετινό ταξίδι στην Αλβανία μετά από 30 χρόνια.

Το κείμενο όμως το αφιερώνω στη μνήμη του παππού μου που περπάτησε εκείνα τα μέρη το χειμώνα του 1940-41 όταν μια φτωχή πατρίδα τον έστειλε εκεί για να πολεμήσει και ύστερα τον παράτησε και τον άφησε να επιστρέψει στην Πελοπόννησο με τα πόδια, κουβαλώντας απογοήτευση και κρυοπαγήματα.

Επίσης το αφιερώνω στον καθηγητή μου της μουσικής , τον Αλέξανδρο Μ. που σήμερα κάνει καριέρα στη Γαλλία. Αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε στη θέση, ως παράνομος μετανάστης το 1993, να παίζει βιολί με την “ορχήστρα των χρωμάτων” του Χατζηδάκη, στο Μέγαρο Μουσικής, μπροστά στον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή.

***Σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση του NATO, σε περίπτωση στρατιωτικών επιχειρήσεων και ασκήσεων, ο εναέριος χώρος της Αλβανίας είναι υπό την εποπτεία της Ιταλίας και της Ελλάδας από κοινού. Αυτό είναι ίσως μια σύντομη απάντηση στα περί “επιβουλής και απειλής ” που ακούμε κατά καιρούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου