Έγραψε ο pitsirickos
«Πάρε με το απόγευμα να πάμε για καφέ» του είχε πει ο Γιάννης, όταν
τον άφησε στο σπίτι μετά την κηδεία. Δεν ήθελε να δει κανέναν.
Χαιρετούσε άκεφα τους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο και άρχισε να
κατευθύνεται μακριά από τη γειτονιά του. Να μην τον ξέρει κανείς και να
μην ξέρει κανέναν.
Η Μαίρη δεν είχε έρθει στην κηδεία. Είχαν χωρίσει πριν από τρία χρόνια αλλά αυτός δεν ήταν λόγος να μην έρθει. Έπρεπε να είχε έρθει – την αγαπούσε πολύ η μάνα του. Ίσως να μην ήθελε να δημιουργηθεί θέμα με τον άντρα της. Είχε παντρευτεί ξανά – αυτός όχι.
Είχε σκοτεινιάσει. Κοιτούσε τη φιγούρα του στις τζαμαρίες των μαγαζιών. Το σώμα του ήταν βαρύ, φορτωμένο με πολλά περιττά κιλά. Όλο έλεγε πως θα κάνει δίαιτα και όλο πλακωνόταν στο φαΐ. Και στο ποτό. Και γιατί να κάνει δίαιτα; Δεν ήταν πια τριαντάρης. Πενηντάρισε δυο χρόνια πριν.
Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη Ντίνα. Έβγαιναν τους τελευταίους οκτώ
μήνες. Καλή και όμορφη γυναίκα –και πολύ νεότερή του-, αλλά του την
έδινε ώρες-ώρες. Πολλή ανάλυση, βρε παιδί μου. Τον κούραζε. Έκανε καλό
κρεβάτι, όμως. Στο κρεβάτι δεν μιλούσε. Επίσης, μαγείρευε πολύ ωραία.
Όχι σαν τη μάνα του, αλλά ωραία.
Η Μαίρη δεν είχε έρθει στην κηδεία. Είχαν χωρίσει πριν από τρία χρόνια αλλά αυτός δεν ήταν λόγος να μην έρθει. Έπρεπε να είχε έρθει – την αγαπούσε πολύ η μάνα του. Ίσως να μην ήθελε να δημιουργηθεί θέμα με τον άντρα της. Είχε παντρευτεί ξανά – αυτός όχι.
Είχε σκοτεινιάσει. Κοιτούσε τη φιγούρα του στις τζαμαρίες των μαγαζιών. Το σώμα του ήταν βαρύ, φορτωμένο με πολλά περιττά κιλά. Όλο έλεγε πως θα κάνει δίαιτα και όλο πλακωνόταν στο φαΐ. Και στο ποτό. Και γιατί να κάνει δίαιτα; Δεν ήταν πια τριαντάρης. Πενηντάρισε δυο χρόνια πριν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου