Η Άλωση της Πόλης
Δυο
γιαγιάδες, η μια Σμυρνιά ή άλλη Πολίτισα. Τουρκόσπορος με το όλα μου
δηλαδή. Τα παιδιατικά μου, τα θυμάμαι με ...καυγάδες πάνω απο τις
μυρωδιές της κατσαρόλας και του ταψιού. Τα πιο όμορφα ...σουτζουκάκια.
Σμυρναίικα ή πολίτικα; Εδώ σε θέλω μάγκα μου... Αυτά κι αν είναι
διλήμματα. Όχι τα ψευτοδιλήμματα που επιχειρούν να μπουκώσουν το
...στόμα του νου μας. Τα ...διλήμματα τα πραγματικά.
Πρόσφυγες και δυό, μετέφεραν μέσα από μυρωδιές, το σκοινί που ένωνε το παρελθόν και το παρόν τους. Και το μέλλον τους. Όχι αυτό που ξόρκιζαν, αλλά αυτό που με γνώση αδημονούσαν να Ζήσουν. Έτοιμες για όλα. Ετοιμοπόλεμες. Γενιές ξεριζωμένες από σταθερές, από τόπους, από το όλα στο τίποτα και δώσου πάλι από την αρχή, προσφυγιές, πόλεμοι, κατοχές, χούντες, ασφάλειες επίπλαστες, ανασφάλειες τερατώδεις.
Ευλογημένες.
Ευτυχισμένες. Ευτυχισμένες, γιατί ήξεραν τι είναι η ευτυχία. Ήξεραν να
την μετρήσουν. Ήξεραν να τη ζυγίσουν. Είχαν το ...ζύγι. Ζύγιζαν την
κάθε μέρα, την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή και την έβρισκαν μεγάλη.
Ζύγιζαν αυτά που είχαν βγάζοντας από τη ζυγαριά το βάρος από ότι τους
έλειπε. Πάντα ...στρατιώτες ποτέ ...παπαδοπαίδια.
Χιλιοπροδομένες
από Σημαίες, από Κράτη, από Εξουσίες, από Θεούς και Διάβολους, η μόνη
Εξουσία που αναγνώρισαν ποτέ τους ήταν η Ζωή. Θεούς δεν είχαν. Θεούς
έφτιαχναν. Άλλωστε Ιστορία δεν γνώριζαν, μιας που την Ιστορία την
έζησαν . Και αυτές που πάντα τις θυμάμαι να τσακώνονται- εκει να δεις
τι θα πει ανταγωνισμός- πάνω από τα κύμινα, τα μπαχάρια, τις κανέλες,
τις ζάχαρες, τα κουκουνάρια, τις ματζουράνες, τους κουρκουμάδες, τα
μοσχοκαρυδα και τα ξύσματα από περγαμόντα, συμφωνούσαν πάντα σε ένα:
«Η Πόλη έπεσε όταν τα ...παπαδοπαίδια, γινήκανε πιο πολλά από τους ...στρατιώτες»
Τα
...παπαδοπαίδια. Αυτά που ευλογούν τους ...Θεούς. Υπάκουα, φοβικά,
ενοχικά, μοιρολατρικά, ευνουχισμένα να λιβανίζουν τα ...εικονίσματα. Να
...προσεύχονται ζητώντας την ...εύνοια των Θεών. Των Θεών που ζητούν
ανθρωποθυσίες.
Κοιτώ
τη φωτογραφία τους...ναι, πάνω από μια ...κατσαρόλα, εκεί που οι
αισθήσεις ...τρώγονται, και βλέπω την δική μου ...Πόλη. Σ’ αυτή που τα
παπαδοπαίδια, έχουν πετάξει τα ράσα, τα λιβανιστήρια, τις ενοχές, τους
φόβους, τα λάθος μετρήματα, τα τρεις το λάδι τρεις το ξύδι, πέντε το
λαδόξιδο, αυτά που πια ξέρουν ότι η ζυγαριά είναι ...πειραγμένη και θα
τους κλέβει πάντα στο...ζυγι, αυτά που γινήκανε ...στρατιώτες. Και κάτι
μου λέει ότι ...τη δική μου τη Πόλη, οι στρατιώτες δεν θα την
αφήσουν να αλωθεί από τους βαρβάρους. Κάτι μου λέει ότι οι
...μαρμαρωμένοι βασιλιάδες παραχώνονται στις αποθήκες της ιστορίας,
τυλιγμένοι με σεντονια σάβανα, τα ...παπαδοπαίδια λιβανίζουν μετ’
επιτάσεως αλλού ντ’ αλλού, και στους βωμούς των ...Θεών, άσπρα κολάρα
..βλέπω να ...θυσιάζονται.
Σήμερα της ...Αλώσεως, ψυχανεμίζομαι ότι η δική μου λοιπόν η Πόλη, δεν θα ...αλωθεί γιατί είναι πια... Αυτή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου