Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Τμήμα σημαίνει Επιστήμη, κυρία Διαμαντοπούλου

 

Τμήμα σημαίνει Επιστήμη, κυρία Διαμαντοπούλου

Το Πανεπιστήμιο βρίσκεται αντιμέτωπο με μια νέα δέσμη θεσμικών μεταρρυθμίσεων, που αναδιαρθρώνουν ριζικά όχι μόνον τον τρόπο διοίκησής του, αλλά και την ακαδημαϊκή φυσιογνωμία του, τους στόχους, την αποστολή του.
Επανασχεδιάζεται το πλαίσιο που καθόρισε τη λειτουργία του κατά την τελευταία τριακονταετία και είχε αποτυπωθεί στο νόμο-πλαίσιο 1268/1982. Θα εστιάσω σε μια διάσταση των προτεινόμενων αλλαγών που θεωρώ στρατηγικής σημασίας και αφορά την αναδιάρθρωση των σπουδών και τον αναπροσανατολισμό του χαρακτήρα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Σημαντικότατη καινοτομία του ν. 1268/82 ήταν ότι δημιούργησε τα πανεπιστημιακά τμήματα, τα οποία «αντιστοιχούν σε μία επιστήμη...» (ν. 1268, άρθρο 6), γεγονός που σηματοδοτεί την έστω και καθυστερημένη αναγνώριση θεσμικών προϋποθέσεων για τη συγκρότηση επιστημών στη χώρα μας, για εγχώρια επιστημονική παραγωγή. Αυτήν τη μεταρρυθμιστική τομή, που ευθυγράμμιζε τη χώρα με το διεθνή περίγυρο, ανατρέπει αναιτιολόγητα η προτεινόμενη μεταρρύθμιση.

 

Το σχέδιο νόμου που δόθηκε στη δημοσιότητα ορίζει ως βασική διοικητική και ακαδημαϊκή μονάδα τη «σχολή», η οποία δομείται με βάση «προγράμματα σπουδών» (άρθρο 7§1). Η σύνθεση και η διάρκειά τους μπορεί να ποικίλλουν. Μπορεί να οργανώνονται «προγράμματα σύντομου κύκλου σπουδών» μέχρι δύο ετών(!) (30§2γ). Το δε «σύνολο των καθηγητών της σχολής που διδάσκουν σε ένα πρόγραμμα σπουδών» ορίζεται ως «τμήμα» (7§2).
Ο πρωτοφανής αυτός αναπροσδιορισμός σημασιοδοτεί μια τεράστια οργανωτική ανατροπή. Αποδιαρθρώνεται η σύνδεση τμήματος και επιστημονικού πεδίου/πειθαρχίας (discipline) και το «τμήμα» μετονομάζεται σε διοικητικό όργανο της «ομάδας καθηγητών» που απαρτίζουν το πρόγραμμα σπουδών. Τα τμήματα, έτσι, διατηρούνται μεν φραστικά αλλά καταργούνται ουσιαστικά, ως προς τη φυσιογνωμία, την αποστολή και τις αρμοδιότητές τους. Πρωτίστως, πλήττεται η θεσμική κατοχύρωση των ενιαίων επιστημονικών αντικειμένων, ενώ η ταύτιση τμήματος και προγράμματος σπουδών σημαίνει πως τμήματα δημιουργούνται και καταργούνται ανάλογα με τη λειτουργία ή κατάργηση προγραμμάτων σπουδών. Πρόκειται για ιστορικού μεγέθους πρωτοτυπία. Στο εξής, επιστήμες όπως η φυσική, τα μαθηματικά, η βιολογία, η νομική χάνουν τη θεσμική τους στέγη και τις δομές οργανωμένης έρευνας και διδασκαλίας τους. Θα (συν)απαρτίζουν προγράμματα σπουδών που, εάν κι εφόσον κάποιες «ομάδες καθηγητών» το επιδιώξουν, με απόφαση του πρύτανη και έγκριση του Συμβουλίου, θα διδάσκονται.
Είναι όμως παγκοσμίως γνωστό ότι ένα πρόγραμμα σπουδών έχει πρόσκαιρο χαρακτήρα, μπορεί εύκολα να τροποποιείται, ενώ το τμήμα αποτελεί ακαδημαϊκό θεσμό, που συνιστά τυπική προϋπόθεση της οργανωμένης επιστημονικής έρευνας και οργανώνει προγράμματα σπουδών σ' ένα επιστημονικό πεδίο. Εντός αυτού, οργανώνεται η συστηματική και δημιουργική σύνδεση έρευνας και διδασκαλίας, που βρίσκεται στον πυρήνα της αποστολής των πανεπιστημιακών θεσμών.
Στο πλαίσιο τέτοιων αυτοτελών ακαδημαϊκών δομών, βασισμένων σε διακριτούς επιστημονικούς κλάδους, τίθενται οι όροι και τα κριτήρια τού τι είναι μια επιστήμη, τι εκλαμβάνεται ως συμβολή στην έρευνα και την προώθησή της, ποιοι είναι οι ερευνητικοί στόχοι της, ποιο το μέτρο της αριστείας των ερευνητών της, ποια τα κριτήρια της εκπαίδευσης των νέων ερευνητών. Διεθνώς, η δημιουργία τμημάτων, με αποστολή την έρευνα και τη διδασκαλία ενός ενιαίου, αναλυτικά και ιστορικά συγκροτημένου επιστημονικού κλάδου παρείχε τη θεσμική στέγη που επέτρεψε στις επιστήμες να αναπτυχθούν, να εξελιχθούν και να διαφοροποιηθούν. Ασφαλώς, όπως εξελίσσονται και διαφοροποιούνται οι επιστήμες, αντιστοίχως ανακύπτουν ανάγκες και δημιουργούνται νέα τμήματα, ως θεσμικοί τόποι καλλιέργειάς τους.
Στη δική μας περίπτωση, και μετά την ψήφιση του ν. 1268, έχουν υπάρξει στρεβλώσεις που παραβιάζουν τη βασική ακαδημαϊκή αρχή, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τμημάτων με ανεπίτρεπτες επιστημονικές αναμείξεις, που προσέλαβαν το χαρακτήρα προγραμμάτων σπουδών παρά ενιαίων επιστημονικών δομών, ενώ, από την άλλη, έχουν υπάρξει απαράδεκτες περιχαρακώσεις και στεγανοί διαχωρισμοί μεταξύ προγραμμάτων σπουδών. Ενα μέρος του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος παρουσιάζει αδυναμία επιστημονικού εκσυγχρονισμού και βρίσκεται πίσω από τις ανάγκες της κοινωνίας. Η επιβεβλημένη διόρθωση των στρεβλώσεων όμως δεν μπορεί να γίνει με τη λογική «πονάει κεφάλι-κόβεις κεφάλι», με τη γενίκευση της ανωμαλίας ταύτισης τμήματος και προγράμματος σπουδών. Χρειάζεται να διατηρηθεί η θεσμική διακριτότητα τμήματος και προγράμματος σπουδών και τα υφιστάμενα τμήματα να αξιολογηθούν. Οσα από αυτά είναι κατ' ουσίαν προγράμματα σπουδών να καταργηθούν ή να μετασχηματιστούν.
Η οργάνωση των σπουδών, όπως δρομολογείται από το νομοσχέδιο, δεν εξασφαλίζει τη «διεθνοποίηση» των πανεπιστημίων μας. Βρίσκεται στον αντίποδα της διεθνούς εμπειρίας και των διεθνών προτύπων των καλύτερων ακαδημαϊκών πρακτικών.
Απαιτείται αλλαγή πλεύσης: η κατοχύρωση της ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας των τμημάτων και της αρμοδιότητάς τους να οργανώνουν τα προγράμματα σπουδών, σε συνεργασία μεταξύ τους (διατμηματικά). Απαιτείται καλύτερη οργάνωση των σπουδών μεταξύ των καθ' ύλην αρμόδιων τμημάτων, και, δευτερευόντως, η ανάδειξη του ρόλου των σχολών σε αυτόν το συντονισμό.
Η Ελλάδα της κρίσης δεν μπορεί να επιβιώσει, πόσο μάλλον να ανορθωθεί, διαλύοντας την ακαδημαϊκή, επιστημονική αποστολή των πανεπιστημίων της.
* Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου