Αυτό δεν αποτελεί έναν
‘απαισιόδοξο’ (ή, κατ΄ άλλους, ‘εξτρεμιστικό’) ισχυρισμό : πηγάζει από τα
καταγεγραμμένα δεδομένα και την όλη γνώση μας, εδώ και πάνω από 100 χρόνια, για
τη σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομία, σε περιόδους ‘άνθησης’ και
κρίσης, και στην επίπτωσή της, αντίστοιχα, στην ψυχική υγεία γενικά και στην
έκβαση των πιο σοβαρών ψυχικών διαταραχών ειδικότερα, καθώς και στην αντίστοιχη
κουλτούρα μιας ψυχιατρικής που δεν αμφισβητεί την δεδομένη κοινωνική τάξη, κατ΄
εντολήν της οποίας λειτουργεί. Η μόνη διαφορά είναι ότι, σήμερα, η κατάσταση
μπορεί να εξελιχθεί πολύ χειρότερα. Ένα όλο και πιο υποχρηματοδοτημένο και
υποστελεχωμένο σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας, με ήδη παγιωμένη την «διπλής
όψεως» κατασταλτική κουλτούρα (αφενός του εγκλεισμού και της ιδρυματικής βίας
και, αφετέρου, της εγκατάλειψης), καλείται, πλέον, ν΄ απαντήσει σ’ ένα όλο και
μεγαλύτερο όγκο, όλο και πιο πολύπλοκων κοινωνικών αναγκών, που η οικονομική
και κοινωνική κρίση σπρώχνει «εκτός», ψυχιατρικοποιώντας τις (και άλλοτε
ποινικοποιώντας τις) και αναθέτοντάς τις στους εντεταλμένους για την κάθε
κατηγορία (άκρως χρεοκοπημένους και σε αξεπέραστη κρίση) θεσμούς, είτε προς
«θεραπεία», είτε προς «σωφρονισμό».
Επικεντρώνοντας, εδώ, στις
επιπτώσεις στην ψυχική υγεία γενικά, γνωρίζουμε πώς η οικονομική κρίση γίνεται
κρίση οικογενειακή και κρίση προσωπική, οδηγώντας, όταν δεν φαίνεται διέξοδος,
στην κατάθλιψη (την κατ΄ εξοχήν ψυχική διαταραχή της οικονομικής ύφεσης). Σ΄
ένα σύστημα που δομεί την προσωπική ταυτότητα (την αυταξία και τον αυτοσεβασμό)
μέσω της μισθωτής εργασίας, η «επιστροφή στο σπίτι» σηματοδοτεί μια «ήττα». Μια
ήττα που το άτομο οδηγείται αφενός να θεωρεί ως προσωπική του ευθύνη και
αφετέρου ότι, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της, δεν υπάρχουν παρά
ατομικές λύσεις.
Η οικονομική κρίση αγγίζει
κάτι πιο βαθύ από το οικονομικό, που είναι το νόημα της ζωής - μια κρίση
προοπτικών που βιώνουν προπαντός οι νέοι.
Τα άτομα αισθάνονται
παγιδευμένα μέσα σε μια κατάσταση χωρίς διέξοδο. Ανεργία και ελαστικές σχέσεις
εργασίας αυξάνουν την κοινωνική απελπισία, μέσα σε μια κατάσταση όπου
καταρρέουν ταυτόχρονα και εργασία και κράτος πρόνοιας.
Ξανά, όλο και πιο πλατειά
λαϊκά στρώματα οδηγούνται να ζουν «μέρα με τη μέρα», σε συνθήκες καθολικής επισφάλειας.
Υποφέρουν τόσο αυτοί που εξακολουθούν να έχουν εργασία (με τους εξοντωτικούς
όρους στους οποίους πρέπει να συμμορφωθούν για την διατηρήσουν), όσο και αυτοί
που δεν έχουν, οι οποίοι βουλιάζουν (κυριολεκτικά) στο τέλμα της μακροχρόνιας
ανεργίας.
Λειτουργώντας σε μια
κατάσταση που διακρίνεται από την αποσυλλογικοποίηση των διαδικασιών στο χώρο
εργασίας (όσο και εκτός αυτού) και από μια προϊούσα εξατομίκευση, το άτομο, που
βρίσκεται ξαφνικά στο βυθό αυτής της κρίσης, νοιώθει, συχνά, τελείως απομονωμένο
και αποξενωμένο, μέσα σε μια νέα κατάσταση γύρω του, που απαξιώνει συστηματικά
τους τρόπους που είχε μάθει να διαπραγματεύεται και να διεκδικεί : συχνά, δεν
φαίνεται να του επιτρέπεται παρά μόνο η επιλογή να «συμμορφωθεί» με τη νέα
κατάσταση και να παθητικοποιηθεί, να υποταχτεί, ή να υιοθετήσει μορφές έκφρασης
που περιέχουν μια δόση βιαιότητας… και κατά του εαυτού….Εξ’ ου και οι
αυτοκτονίες σε αναδιαρθρούμενες/ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις, όπως η France
Telecom, αλλά και αλλού, σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, όπου το
σοκ της κρίσης που ξέσπασε με την επέμβαση του ΔΝΤ, έστρεψε το ενδιαφέρον
κάποιων ΜΜΕ στην ανάδειξη της καθοριστικής συμβολής της απώλειας της θέσης
εργασίας και του οικονομικού στραγγαλισμού του υποκειμένου σε μερικές από τις
πρόσφατες αυτοκτονίες σ΄ αυτή τη χώρα.
Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με
αμερικανικές μελέτες, κάθε αύξηση της ανεργίας κατά 3% φέρνει αύξηση των
αυτοκτονιών κατά 5% και των θανάτων από αλκοόλ κατά 30%. Μελέτες σε διάφορες
ευρωπαϊκές χώρες έχουν δείξει, μέσα στο 2009, αύξηση των καταθλιπτικών
διαταραχών κατά 15% και των αγχωδών διαταραχών κατά 30%.
Η καλλιέργεια του «δέους και
του φόβου» απέναντι στο υποτιθέμενο «αναπόφευκτο» αυτών των μέτρων και στην
«παντοδυναμία» των «ισχυρών», σε συνδυασμό με το τεχνηέντως καλλιεργούμενο και
διαχεόμενο, μέσω των ΜΜΕ, ιδεολόγημα για την αδυναμία «ημών των ‘ενόχων’ που
‘φτιάξαμε’ αυτό το τεράστιο χρέος», αφήνει (αν και εν μέσω διαρκώς
κλιμακούμενων κινητοποιήσεων) ακόμα πολλούς εμβρόντητους και αδρανείς και
ορισμένους μέχρι και να «ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο» και να δικαιολογούν τα
μέτρα ως «αναγκαία». Το μήνυμα που προσπαθούν να περάσουν είναι σαφές: «δεν
υπάρχει άλλη λύση», κάθε αντίσταση (βοηθούσης και της συνδικαλιστικής
γραφειοκρατίας, ανεξαρτήτως απόχρωσης) μπορεί να κρατήσει μόνο για λίγο, ότι,
εν τέλει, είναι μάταιη, καθώς η «παντοδυναμία του αναπόφευκτου» είναι τέτοια,
που το τέλος (η επιβολή της εξαθλίωσης των πολλών για την διάσωση και την
αύξηση των κερδών των τραπεζιτών) είναι προδιαγεγραμμένο.
Όπως σ΄ όλες τις αντίστοιχες
κρίσιμες κοινωνικές καταστάσεις, είναι ακριβώς η καλλιέργεια αυτού του
μηνύματος στο επίπεδο ολόκληρης της κοινωνίας, σε εθνική, ευρωπαϊκή και
πλανητική κλίμακα, που είναι η πιο επικίνδυνη, όχι μόνο για την ψυχική μας
υγεία, αλλά για την ίδια τη ζωή μας, για ολόκληρη την κοινωνία και τον
ανθρώπινο πολιτισμό στο σύνολό του.
Καθώς όλο και περισσότεροι
παραλληλίζουν, τηρουμένων των αναλογιών, την πρόσφατη επιβολή στη χώρα του
Διευθυντηρίου ΕΕ/ΔΝΤ, με την κατοχή του 1941-44, είναι, θεωρούμε, εξαιρετικά
χρήσιμο να ανατρέξουμε σε μιαν από τις πιο σημαντικές και αυθεντικές αναλύσεις
που έχουν γίνει για τις συνέπειες της πείνας και του τρόμου (από μια ξένη
στρατιωτική κατοχή, τότε) στην ψυχική υγεία.
Όπως γράφουν οι Φ. Σκούρας,
Α. Χατζηδήμου, Α. Καλούτσης και Γ. Παπαδημητρίου στο βιβλίο τους, «Η
Ψυχοπαθολογία της Πείνας, του Φόβου και του Αγχους» (1947), η «ψυχολογική
παλινδρόμηση» που εμφανίστηκε αρχικά στη συμπεριφορά των ανθρώπων, λόγω των
τραυματικών γεγονότων εκείνης της περιόδου, που προκλήθηκαν από την πείνα και
τον τρόμο - μια παλινδρόμηση που έφτανε μέχρι την κατάθλιψη, την απάθεια και
την παθητικότητα και ακόμα, μέχρι την απώλεια της «ανθρώπινης ιδιότητας» του
ανθρώπου - συνοδεύτηκε και από την αντίθετη εξέλιξη, από αυτό που αποκλήθηκε «ψυχολογικός
ρόλος της αντίστασης». Όταν, δηλαδή, όπως γράφουν, «η δυσάρεστη, αγχώδης και
οξεία συγκινησιακή ένταση μειωνόταν και μεταμορφωνόταν σε συνειδητή δράση. Η αντίσταση έπαιρνε
συγκεκριμένες μορφές πάλης όσο περισσότερο η συγκινησιακή ένταση της συνείδησης
μεταμορφωνόταν σε γνωστικό όρο της συνείδησης. Αυτή η πορεία είναι αντίθετη σε
κείνη της παλινδρόμησης». Η «ψυχολογία της αντίστασης» ήταν ο κύριος
παράγοντας, που προστάτευε την προσωπικότητα από την διάλυση και την
εκμηδένιση. Η ψυχολογία του ατόμου ήταν η ψυχολογία ενός μέλους της ομάδας, με
την ενσωμάτωση στις αντιστασιακές οργανώσεις. Ηταν, μάλιστα, παρατηρούν, αυτή η
«ψυχολογία της αντίστασης» που λειτούργησε ως προστασία από νευρωτικές
διαταραχές – οι οποίες, σημειωτέον, μετά το τέλος του πολέμου, αυξήθηκαν πολύ.
Εχει, επομένως, μεγάλη
σημασία το πώς οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας θα «διαβάσουν» τα κλιμακούμενα,
σήμερα, αιτήματα για απάντηση σε καταστάσεις ψυχικής δυσφορίας, απόγνωσης,
απελπισίας, «αυτοκτονικού ιδεασμού», ή άλλων μορφών οξύτατης ψυχικής οδύνης. Θα
εξακολουθήσουν να τα «διαβάζουν» ως καταστάσεις «χημικής ανισορροπίας»
(chemical imbalance) του εγκεφάλου, που χρειάζονται απλώς ψυχοφάρμακο (οι μεν),
ή ως γεγονότα της ψυχολογίας του ατόμου (οι δε) που χρειάζονται, απλώς, την,
κοινωνικά αποστειρωμένη, «κατάλληλη» ψυχοθεραπευτική τεχνική;
Ισως, ακριβώς σήμερα, είναι
ακόμα πιο επίκαιρη η επισήμανση του Franco Basaglia ότι, μέσα στη δοσμένη
κοινωνία, η πολιτικοποίηση της πράξης μας είναι, ακόμα, αυτή που μπορεί να την
καταστήσει πραγματικά θεραπευτική πράξη, ικανή να συμπέσει με την ανάδειξη, σε
όλα τα επίπεδα, των κρυμμένων αντιφάσεων του συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε
(καταμερισμός εργασίας, διαίρεση/ κατακερματισμός των επιστημών, συγκεκριμένη
ιεραρχία των αξιών). Το να ανάγουμε, ή να επιτρέπουμε την απορρόφηση του
πολιτικού χαρακτήρα (ή των πολιτικών παραμέτρων) των πρακτικών μας σε απλές
τεχνικές (βιολογικές, ψυχοθεραπευτικές κλπ) δεν συντελεί παρά στην διαιώνιση τη
χειραγώγησης και της προσαρμογής των αναγκών των ανθρώπων στις ανάγκες του
συστήματος, τη στιγμή που οι ανάγκες αυτές των ανθρώπων, που μας τίθενται,
απαιτούν απαντήσεις πολιτικές,
Το ζήτημα, επομένως,
είναι πώς θα σταθεί κανείς απέναντι σ΄ αυτή την κατάσταση, ξεπερνώντας τους
όρους της εξατομίκευσης, επανεγκαθιδρύοντας την ανάγκη και τους όρους του
συλλογικού και αναπτύσσοντας, σ΄ αυτή τη βάση, το πνεύμα και την ψυχολογία της
αντίστασης, ως μια υψηλή στιγμή στην αυτοσυνείδησή μας και στη συγκρότηση της
υποκειμενικότητάς μας, στη δημιουργία των όρων για την εκδίπλωση των
ανθρώπινων, δημιουργικών μας δυνατοτήτων – αυτών που μπορούν να μεταμορφώσουν
τον καθένα σε συνάρτηση με τη μεταμόρφωση του κόσμου - με τρόπο που θα μας
επιτρέψει (σε όλους από κοινού, λειτουργούς ψυχικής υγείας, ‘χρήστες’ των
υπηρεσιών, οικογένειες) ν΄ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση ως υποκείμενα αντί να
την υποστούμε ως αντικείμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου