Ο Μίθρας, ο Ωρος, ο Ηρακλής, ο Μεσσίας...
Tου Παντελη Mπουκαλα
Μια Αρτεμις βρεφοκρατούσα στη Βραυρώνα, μια Παναγιά βρεφοκρατούσα
στις βυζαντινές εικόνες, μια Ισις βρεφοκρατούσα στην Αίγυπτο. Το πρότυπο
κοινό: η ανώνυμη βρεφοκρατούσα μάνα του αναλώσιμου, μαζικού ανθρώπου.
Και η ανάγκη κοινή, από χιλιετία σε χιλιετία: Η ανάγκη να πιστεύεις πως
υπάρχει μια μέριμνα ουράνια για το ανθρώπινο γένος, μια δύναμη που το
κρατάει στην ασφαλή αγκαλιά της και του προσφέρει μαζί με το γάλα κάποια
ελπίδα ότι δεν είναι «μηδέν και τίποτα το γένος των ανθρώπων, όπως
ορίζει ένα απεγνωσμένο αρχαιοελληνικό επιτύμβιο, ότι δεν αληθεύει ο
Εκκλησιαστής με το απελπιστικό «ματαιότης ματαιοτήτων». Κατά τις ανάγκες
τους έπλασαν τις θεότητές τους οι άνθρωποι. Και κατά την εικόνα του
προσώπου τους, όπως το είπε ο Ξενοφάνης τον 6ο αι. π.Χ. Κι αφού τις
πλάσουν, πολεμούν για να επιβάλουν τη μονοκρατορία τους. Αλλά και για να
διατηρήσουν την «αποκλειστικότητα χρήσεως» των θεών τους, που τους
πολιτογραφούν με τη δική τους εθνικότητα. Οι θρησκείες όμως, όσες έχουν
τη δύναμη να γίνουν οικουμενικές, έχουν το γνώρισμα να
αλληλολεηλατούνται, να χτίζεται η καθεμιά πάνω στα ερείπια των
προηγούμενων, αποσπώντας από τη στάχτη τους ό,τι πρόσφορο. Οι ιδέες και
οι εσχατολογικές ουτοπίες οικοδομούνται όπως τα ιδρύματα της λατρείας:
με πρώτη ύλη τα θρύψαλα των προηγούμενων ναών, κίονες, θραύσματα
αγαλμάτων, σακατεμένα ψηφιδωτά...
Αυτήν ακριβώς την ακατάπαυστη όσμωση των θρησκειών (που μάλλον δεν δίνει σε καμία πρωτεία πνευματικότητας ή πειστήρια παρθενογένεσης) ιστορούσε στην «Εστία», 2 Ιανουαρίου του 1898, ο Ν. Γ. Πολίτης, σχολιάζοντας το άρθρο κάποιου «Εκάεργου» που, όπως και σήμερα πολλοί, επιχειρούσε να παρουσιάσει τα Ηρακλούγεννα και τα Διονυσούγεννα σαν πρότυπο των Χριστουγέννων και σαν ελληνικής φύτρας τον χριστιανισμό. Εγραφε λοιπόν σαρκαστικά: «Τι δ’ είναι πάλιν αι παράδοξοι εκείναι και εις πάντα μέχρι τούδε άγνωστοι αποκαλύψεις του Εκάεργου περί “ανεξαρτήτων λατρευτών του θείου εν Αιθιοπία, Αιγύπτω, Σκυθία, Γερμανία, Ισπανία, εν ταις Δυτικαίς Ινδίαις (!) κ.λπ.», οίτινες εώρταζον την γέννησιν του Σωτήρος των Ηρακλέους καθ’ έκαστον έτος τη 25η Δεκεμβρίου; Ανεκάλυψε λοιπόν [...] λατρείαν του Ηρακλέους και εν ταις Δυτικαίς Ινδίαις, ήτοι εν τη προ του Κολόμβου Αμερικήν; Αλλ’ η τοιαύτη ανακάλυψις θα έλυε το ζήτημα περί της καταγωγής των αυτοχθόνων Αμερικανών και θ’ απεδίδετο οριστικώς εις τους Ελληνας η τιμή της ανακαλύψεως της Αμερικής, αφού η ελληνική λατρεία είχεν εισαχθή εις αυτήν από των παλαιοτάτων χρόνων! Δυστυχώς όμως ταύτα τουλάχιστον τα περί εορτής του εκ παρθένου δήθεν γεννηθέντος Ηρακλέους εν ταις Δυτικαίς Ινδίαις προήλθον εκ συγχύσεως του ελληνικού θεού και των θεών των παλαιών Μεξικανών Κουετζαλκοάτλ και Ουιτιζλοπόχτλι, οίτινες επιστεύετο ότι εκ παρθένων εγννήθησαν».
«Εις παραπλησίαν σύγχυσιν», συνεχίζει ο Πολίτης, «πρέπει ν’ αποδώσωμεν και τα περί αιγυπτιακών εορτών τελουμένων τη 25 Δεκεμβρίου και περί της γεννήσεως του Ωρου εκ της παρθένου Ισιδος. Συνηθεστάτη επίκλησις της Ισιδος ήτο “Μήτηρ Θεού” [...] και ο εικονικός τύπος της Θεοτόκου θηλαζούσης τον Χριστόν επλάσθη κατά μίμησιν των απεικονίσεων της Ισιδος φερούσης τον Ωρον, ως και η χριστιανική παράστασις του δρακοντοκτόνου αγίου Γεωργίου ελήφθη εξ ομοίων εικόνων του Ωρου. Και επίθετα του Χριστού εν τοις εκκλησιαστικοίς ύμνοις φέρονται όμοια προς τα επίθετα του Ωρου εν τοις αιγυπτιακοίς (π.Χ. ήλιος της δικαιοσύνης, παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός κ.τ.λ.). Αλλ’ ούτε η Ισις ελέγετο παρθένος, ούτε η γέννησις του Ωρου επανηγυρίζετο κατά τας χειμερινάς τροπάς του ηλίου, αλλά κατά την εαρινήν ισημερίαν.
Αναμφίλεκτος όμως είναι η σύμπτωσις της εορτής των Χριστουγέννων προς την εορτήν των γενεθλίων άλλου θεού του αρχαίου κόσμου. [...] Ούτος δ’ ο περσικός θεός Μίθρας, ο θεός του φωτός και της δικαιοσύνης, ο ταυτιζόμενος τω ηλίω, εγένετο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους θεός παγκόσμιος. Η λατρεία αυτού διεδόθη καθ’ άπαν το αχανές ρωμαϊκόν κράτος, περιλαβούσα στοιχεία πολλά και εξ άλλων θρησκευμάτων εν τοις μυστηρίοις, άτινα εμυούντο οι θιασώται αυτού. Προς την λατρείαν δε την μιθραϊκήν, και ουχί προς την ελληνικήν θρησκείαν, επάλαισεν ο χριστιανισμός και ταύτην κατασυντρίψας εθριάμβευσεν. Η μιθραϊκή ήτο η των Ρωμαίων αυτοκρατόρων θρησκεία από των χρόνων του Σεβήρου, μάλιστα δε από του Αυριηλιανού. Το κατά τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως ιδρυθέν εν τω Μυλλιαρίω άγαλμα δεν ήτο του Απόλλωνος, αλλά του Ηλίου Μίθρα, ο δ’ εν τω Αυγουσταίω ανδριάς του αγίου Κωνσταντίνου δεν απεικόνιζεν αυτό εν σχήματι του Απόλλωνος αλλ’ επίσης εν σχήματι του Ηλίου Μίθρα».
Και
να που η λατρεία του πάσχοντος και αναστηθέντος θεού Μίθρα, λατρεία με
προϊστορία μιάμισης χιλιετίας πριν από τον Χριστό, λειτουργεί σαν μέγας
χορηγός του χριστιανισμού: «Η θρησκεία λοιπόν αύτη, η εχθίστη τω
χριστιανισμώ, παρουσιάζει πολυπληθείς ομοιότητας προς τούτον εν τοις
εξωτερικοίς μάλιστα τύποις της λατρείας. Αι επικλήσεις του θεού Μίθρα
δεν διαφέρουσι των χριστιανικών διότι καλείται ούτος δημιουργός,
δεσπότης των πάντων, ακατάληπτος, παντοδύναμος, μέγας. Οι θιασώται των
μιθραϊκών μυστηρίων είχον ιεραρχίαν, εβαπτίζοντο, ενήστευον,
μετελάμβανον, έχριον το μέτωπον διά μύρου. Επίστευον εις την αθανασίαν
της ψυχής και εις την ανάστασιν των νεκρών, εις την ύπαρξιν παραδείσου
προς αμοιβήν των αγαθών και κολάσεως προς αιώνιον τιμωρίαν των κακών.
Είχον ηθικάς εντολάς, εκήρυσσαν την αγιότητα και την αποχήν των εμψύχων.
Οθεν ουδόλως άπορον ότι και η εορτή των γενεθλίων του Μίθρα ομοιάζει
προς τα Χριστούγεννα. Ηγετο αύτη εν σπηλαίω, διότι εν σπηλαίω επιστεύετο
γεννηθείς ο Μίθρας, την 25η Δεκεμβρίου, και ελέγετο εορτή των γενεθλίων
του ανικήτου θεού Ηλιου (Natalis Solis invicti). Πόθεν τοιαύτη ομοιότης
συνεζητήθη υπό πολλών, αλλ’ επαρκώς δεν εξηγήθη ακόμη». Η συζήτηση
συνεχίζεται. Τουλάχιστον απ’ όσους δεν υποκλίνονται στο «πίστευε και μη
ερεύνα».
Χρόνια πολλά σε πιστεύοντες και μη. Από καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου