Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Έως πότε θα πληρώνουμε τους μισθούς των παπάδων;


Έως πότε θα πληρώνουμε τους μισθούς των παπάδων;


Γράφει: Ευγενία Μπουρνόβα
Σε πρόσφατη παραμονή μου στη Γαλλία προσκλήθηκα από τη Λίγκα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Παρισιού να μιλήσω σε δημόσια συγκέντρωση για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα. Συγκεντρώθηκαν 55 άτομα για να ακούσουν αλλά, κυρίως, για να θέσουν τα ερωτήματά τους για τα αίτια της πολύπλευρης αυτής κρίσης και για τις επιπτώσεις της στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων και των Ελληνίδων.
Πρώτον, οι παριστάμενοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν πώς μια τόσο μικρή χώρα, που ισοδυναμεί με τον πληθυσμό του Παρισιού, αδυνατεί να ξεπεράσει τις εσωτερικές της αδυναμίες- όπως η φοροδιαφυγή. Τους φαίνεται, μάλιστα, τόσο αρνητικό φαινόμενο η αδυναμία ή η ανικανότητα ή η έλλειψη πολιτικής βούλησης για την είσπραξη των φόρων από τα ανώτερα ή μεσαία οικονομικοκοινωνικά στρώματα, σε τέτοιο βαθμό που μας κάνει λιγότερο συμπαθείς από όσο θα θέλαμε από τη γαλλική κοινή γνώμη. Δέχτηκα πολλές ερωτήσεις για το τι έγινε τα τελευταία χρόνια και για τα μέτρα που υιοθετήθηκαν. Υπέθεταν όλοι ότι, αφού απέτυχαν, θα έπρεπε να αλλάξουμε συνταγή αλλά την επόμενη βδομάδα διαψεύστηκαν. Η Τρόικα και το ελληνικό Κοινοβούλιο αποφάσισαν ότι η χώρα πρέπει να συνεχίσει να βουλιάζει στην ύφεση.

 

Ύστερα, δέχτηκα ερωτήσεις για διάφορα θέματα που αφορούν την πολιτική κρίση: έγινε σαφές το έλλειμμα Δημοκρατίας που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, διευρυνόμενο και από την αντιμετώπιση των ευρωπαίων εταίρων  και τις απαιτήσεις τους που έχουν σαφέστατα ένα τιμωρητικό χαρακτήρα. Δήλωσα με όλους τους τρόπους ότι η χώρα μας χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι απαραίτητα αυτές που προτείνονται και για τις οποίες μας εγκαλούν ότι αργούμε να εφαρμόσουμε! Η κάθε μεταρρύθμιση έχει πρόσημο, όπως σαφές πρόσημο έχει η μέχρι τώρα νεοφιλελεύθερη πολιτική προσπάθεια να επιβάλει και τις αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις. Χρειαζόμαστε λίγο περισσότερο χρόνο για να συμμαζέψουμε τα δημόσια οικονομικά.

Αλλά και η Ευρώπη που θέλουμε δεν είναι αυτή που υπάρχει σήμερα. Θέλουμε μια Ευρώπη της αλληλεγγύης που θα υπερασπίζεται το κοινωνικό κράτος και θα διευρύνει τη Δημοκρατία. Θυμήθηκα τα νιάτα μου με την Ευρώπη των εργαζομένων, προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής, και τους κάλεσα όλους όσους θέλουν να μας βοηθήσουν να δώσουμε την μάχη για την αλλαγή της σημερινής ευρωπαϊκής πολιτικής. Βεβαίως, για τους Γάλλους αυτό σημαίνει καταρχήν αλλαγή πολιτικής με την ανάδειξη στις ερχόμενες προεδρικές εκλογές ενός άλλου προσώπου, με άλλη πολιτική, δηλαδή με την ήττα του Σαρκοζί.
Τους υποσχέθηκα ότι θα προσπαθήσουμε, ότι θα συνεχίσουμε να πιέζουμε για την αλλαγή πολιτικής και στο εσωτερικό της χώρας μας. Αλλά τα ερωτήματα ήταν αμείλικτα, και θέτουν στην πραγματικότητα εν αμφιβόλω την ικανότητά μας όχι να πετύχουμε, αλλά ακόμα και να προσπαθήσουμε: μου ζήτησαν, για παράδειγμα, να εξηγήσω γιατί και πώς η Εκκλησία δεν πληρώνει η ίδια τους μισθούς των κληρικών και τους επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός. Πώς είναι, δηλαδή, δυνατόν να μειώνονται οι κατώτατοι μισθοί, οι συντάξεις αλλά και οι μισθοί όλων και η Πολιτεία να μην απαιτεί από την Εκκλησία να αναλάβει το μισθολογικό κόστος των λειτουργών της; Τουλάχιστον θα μπορούσε να προτείνει στην Εκκλησία, που έχει τεράστια περιουσία και για την οποία η φορολογία είναι μάλλον περιορισμένη, να γίνει μια καινούρια διαπραγμάτευση και να συμβάλει αποφασιστικά στο μισθολογικό κόστος!
Μα πώς μπορούμε να λέμε ότι θέλουμε να μείνουμε στην Ευρώπη όταν είμαστε οι μόνοι που πληρώνουμε τους μισθούς των κληρικών από τον κρατικό προϋπολογισμό;
Απάντησα πως η Δημοκρατική Αριστερά έχει καταθέσει σχετική πρόταση, αλλά κάνεις δεν θέλει ούτε καν να την σχολιάσει! Μα τι φοβούνται τέλος πάντων, οι Έλληνες; Είναι δυνατόν να δίνουν φακελάκι στους κληρικούς για την τελετή του γάμου, ή για τα βαφτίσια ή για να «διαβάσει» μια «ευχή» στη μνήμη του πεθαμένου, όταν ήδη πληρώνουν τον μισθό των κληρικών αυτών; Μα πότε, τέλος πάντων, θα σκεφτούμε τη νέα γενιά και θα απαιτήσουμε μια δίκαιη αντιμετώπιση;
Θλίβομαι βαθειά και αρχίζω να απογοητεύομαι ότι δεν μπορούμε να πείσουμε κανέναν: η ελληνική κοινωνία χρειάζεται βαθιές αλλαγές σε προοδευτική κατεύθυνση που θέλουν, όμως, αργά και σταθερά βήματα.
*Η Ευγενία Μπουρνόβα είναι καθηγήτρια Οικονομικής – Κοινωνικής Ιστορίας και Ιστορίας Πόλεων στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου