Η έμφοβη Ελλάδα δεν είναι η πατρίδα μου
της Φωτεινής Τσαλίκογλου *
Η Ελλάδα του Αγγελόπουλου, του Χατζιδάκι, του Ρίτσου, του
Σεφέρη, η Ελλάδα των μπουζουκιών, των αυθαιρέτων, της χρυσής καδένας,
της αρπαχτής, της αραχτής, της μίζας. Η Ελλάδα όσων επιμένουν, σε πείσμα
των καιρών, να αγαπούν και να στηρίζουν με την καρδιά και το μυαλό τους
αυτόν τον τόπο.
Για ποια Ελλάδα σήμερα θρηνούμε;
Ο,τι αγγίζω με
πληγώνει. Η διεθνής απαξίωση συμπορεύεται με μια εγχώρια παραγωγή
αυτο-απαξιωτικών λόγων. Στο στόχαστρο ο αντιαισθητικός ελληναρισμός, η
αγαπούλα, τα Καγέν, τα σκαφάτα σκάφη του νεοέλληνα, οι κλαρωτές
τεράστιες βερμούδες, οι παραθαλάσσιες ομπρέλες, ενοικιαζόμενες με τον
μήνα, όσο κοστίζει ένα δυάρι. Σύμβολα ενός χυδαίου τρόπου ζωής που
έφτασε στο απόγειό του στη Μεταπολίτευση μέσα από την κουλτούρα ενός
καταναλωτικού δήθεν εκδημoκρατισμού. Μια απωθητική εικόνα που προφανώς
δεν απηχεί την αλήθεια του μέσου Έλληνα. Μπορεί ένα τμήμα της κοινωνίας
να εξοικειώθηκε με την ιδέα ότι το «ξοδεύειν» και «επιδεικνύειν»
ισοδυναμεί με το «υπάρχειν», η φοροδιαφυγή, ο ωχαδελφισμός και η μίζα με
τη «μαγκιά».
Ωστόσο η γενίκευσή της στο σύνολο του πληθυσμού είναι και
άδικη, και ανάλγητη, και καταχρηστική.
Η αλήθεια είναι ότι το
επινοητικό σύνθημα του Ανδρέα «η Ελλάδα του Μη Προνομιούχου» άμβλυνε τις
κοινωνικές αντιθέσεις μεταφέροντας σε όλο το κοινωνικό σώμα την αίσθηση
μιας, άνευ όρων και ορίων, δυνατότητας καταναλωτικής και οικονομικής
κινητικότητας χωρίς καμία μεταβολή στο σύστημα παραγωγικών σχέσεων. Μια
εσχάτη ιστορικά παρεξήγηση, της οποίας το τίμημα πληρώνουμε σήμερα. Η
ψευδαίσθηση της απρόσκοπτης ευμάρειας έφτασε βίαια στο τέλος της. Η
αφύπνιση είναι οδυνηρή και δεν έχει τίποτα το παρηγορητικό. Ο
ατομικιστικός ευδαιμονισμός, σαν μια γυάλινη μπάλα χριστουγεννιάτικη,
θρυμματίστηκε σε χίλια δυο μικροσκροσκοπικά γυαλάκια. Αίμα. Ο βασιλιάς
δεν ήταν απλώς γυμνός, τα ρούχα του ήταν ήδη από πριν κουρελιασμένα.
Αλλο
όμως η άρθρωση ενός κριτικού και αποστασιοποιημενου συναισθηματικά
λόγου και άλλο οι εμπαθείς, μαζικού τύπου ενοχοποιήσεις, όπως αυτές που
βρίθουν περισσής αλαζονείας σήμερα. Σε τι διαφέρει ο εγχώριος
καταγγελτικός λόγος από τον απαξιωτικό λόγο της τρόικας και των
τροϊκανών; Η ρητορεία μιας αναγωγιστικής επιχειρηματολογίας υποκαθιστά
την αναγκαία κριτική από την αυτο-υπονόμευση θυμίζοντας τον γνωστό στην
ψυχολογία αμυντικό μηχανισμό της ταύτισης με τον επιτιθέμενο. Δεν λένε
«έκανες λάθος», λένε «είσαι λάθος» σε έναν ολόκληρο λαό που τώρα
πασχίζει να μην ενδώσει στην έσχατη καταστροφή. Μια στάλα όμως όραμα και
εμπιστοσύνη να μπορούσαν να εμπνεύσουν οι ιθύνοντες και τα πράγματα θα
ήταν αλλιώς. Η αναξιοπιστία σού ραγίζει την καρδιά. Το δηλητήριο που
εμφανίζεται ως θεραπεία, ο κομπογιαννίτης που παριστάνει τον θεράποντα
ιατρό, ο νεκροθάφτης που υπόσχεται ανάσταση του νεκρού σου.
Η
εύκολη λύση «φταίνε πάντα και μόνον οι άλλοι» δεν έχει υπόσταση, το ίδιο
όμως θα έλεγα και για την επίμονη και μαζική αυτο-υπονόμευση. Η χώρα
μου έκανε λάθη. Η χώρα μου δεν είναι λάθος. Άλλο κάνω λάθος, άλλο είμαι
λάθος. Τάξη, πειθαρχία, αξιοκρατία. Το τρίπτυχο της νέας τάξης
πραγμάτων. Πάνω όμως σε τι συντρίμμια και σε πόσες εκατόμβες θυμάτων οι
άριστοι θα στήσουν τα αριστεία τους; Και μήπως η μεταμόρφωση της Ελλάδας
σε ένα πειθαρχημένο, τακτοποιημένο, πάμφτωχο, παράδεισο της Δύσης, μια
«Φλόριντα της Ευρώπης!» (sic), μοιάζει με εφιάλτη παρά με όνειρο;
Όταν
ένας στους τρεις Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, όταν
άνθρωποι αργοπεθαίνουν στους δρόμους και χιλιάδες εργαζόμενοι βγαίνουν ή
επίκειται να βγουν στην απέξω, και μάλιστα με το στίγμα του
απαξιωμένου, τότε η περί αρίστων φρασεολογία, η πρόσκληση στην τάξη και
την πειθαρχία ενός ολοένα και πιο έντονα εξαθλιωμένου λαού, κινδυνεύει
να ηχεί ως προτροπή σε ακόμα μεγαλύτερη έμφοβη, κατεσταλμένη, βουβή στον
πόνο, ζωή. Η έμφοβη Ελλάδα δεν είναι η χώρα μου. Αν μόνη ελπίδα, η
ελπίδα των απελπισμένων, το μέλλον θα το δείξει:
«Η Ελλάδα δεν είναι για
να πεθάνει».
* συγγραφέας, καθηγήτριαΨυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου