Για πρώτη φορά στην ιστορία κράτους της
δημοκρατικής εποχής καθορίζεται από τη Βουλή γενικό όριο ζωής για τους
εργαζομένους κάτω των ορίων της φτώχειας, όπως αυτά ορίζονται ακόμη και με τους
δείκτες της νεοφιλελεύθερης οικονομετρίας!!
Νομικός κανιβαλισμός στην εργασία
ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ*
Μετά την ψήφιση του Μνημονίου 2 και την εσπευσμένη
έκδοση των εφαρμοστικών κανονιστικών ρυθμίσεων, επιχειρούμε έναν πρώτο
νομικό σχολιασμό των πρωτοφανών αυτών για τον νομικό μας πολιτισμό
προσβολών, επικεντρώνοντας στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων.
1. Στην παρ.6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 (ΦΕΚ Α’
28/14.2.2012-Μνημόνιο 2) ορίζεται ότι οι παράγραφοι που αφορούν στα
εργασιακά, όπως και άλλες δεσμεύσεις, «...συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής»
και ότι με αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο
ζήτημα για την εφαρμογή τους. Από την απλή όμως ανάγνωση του οικείου
ΦΕΚ στις σελ. 711-713 (κεφ. Ε «Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» παρ. 28 και
29) προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις αυτές είναι οιονεί «λευκοί κανόνες», για
να μεταφέρουμε έναν εύστοχο καθορισμό των ατελών διατάξεων από άλλο
κλάδο Δικαίου. Δηλαδή πρόκειται απλώς περί πολιτικών δεσμεύσεων που
έλαβαν παραδόξως τη μορφή τυπικού νόμου.
Φράσεις, όπως «...θα λάβουμε προκαταρκτικά μέτρα για να επιτρέψουμε μια μείωση στους ονομαστικούς μισθούς και να κλείσει γρήγορα το κενό μας στην ανταγωνιστικότητα...» και παρακάτω «...θα νομοθετήσουμε: (i)μια άμεση επανευθυγράμμιση του επιπέδου του κατώτατου μισθού που καθορίζεται από την ΕΓΣΣΕ κατά 22% σε όλα τα επίπεδα... (ii)το πάγωμα του κατώτατου μισθού μέχρι το τέλος της περιόδου του προγράμματος...», είναι διαπιστωτικού και υποσχετικού χαρακτήρα. Δεν περιέχουν την κανονιστική-καταναγκαστική επενέργεια του νόμου, ούτε τα τυπικά-εκφραστικά στοιχεία της πλήρους διάταξης.
Αυτό αποδέχεται εμμέσως ο βιαστικός και επιπόλαιος νομοθέτης του
Μνημονίου 2, ώστε -προκαταλαμβάνοντας, ως ανωτέρω, την ανυπαρξία των
τυπικών κανονιστικών διατάξεων- να χαρακτηρίζει στο πρώτο άρθρο τις
ατελείς διατάξεις ως «πλήρεις»!! Προσπαθεί να μας διαβεβαιώσει ότι η
κατάργηση των επίμαχων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας επέρχεται
τυπικά με νόμο και όχι με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, για να
αποφύγει -εύσχημα αλλά πρόσκαιρα- την κραυγαλέα αντισυνταγματικότητα των
σχετικών ρυθμίσεων, πρωτίστως δηλαδή την παραβίαση της διάκρισης των
εξουσιών-λειτουργιών (άρθρο 26 Σ.).
Εφόσον όμως οι σχετικές διατάξεις δεν έχουν κανονιστική διατύπωση,
είναι τυπικώς ανεφάρμοστες. Η εξουσιοδότηση να ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο
ζήτημα για την εφαρμογή αυτών από το Υπουργικό Συμβούλιο, που δίδεται
στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 1 του νέου Μνημονίου, δεν
μπορεί παρά να αφορά στις λεπτομέρειες της εφαρμογής. Δηλαδή η ΠΥΣ
ρυθμίζει μόνο ζητήματα τεχνικά και όχι ουσιαστικά, όπως εν προκειμένω
κάνει, σφετεριζόμενη τη νομοθετική εξουσία.
2. Εξάλλου, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των παρ. 1, 2
και 4 του άρθρου 1 συνάγεται ότι ο κατώτατος μισθός, ως απόλυτο
αριθμητικό μέγεθος, θα παραμείνει σ' αυτό το ύψος μέχρι την «ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής».
Ως εκ τούτου, παγώνει η διαπραγμάτευση της ΕΓΣΣΕ. Η ΓΣΕΕ χάνει το κύριο
αντικείμενό της και τον θεμελιακό υπαρκτικό της ρόλο. Ο κατώτατος
μισθός ορίζεται άπαξ και για όλο το διάστημα του προγράμματος δεν θα
δοθούν αυξήσεις (βλ. και άρθρο 4). Ο πληθωρισμός εξάλλου μέχρι το 2020
θα οδηγήσει στην ουσιαστική κατάργηση της εγγυητικής λειτουργίας, ακόμη
και αυτού του κατώτατου μισθού, συμπαρασύροντας και άλλες κρίσιμες
παροχές, όπως π.χ. το επίδομα ανεργίας. Εδώ πλήττεται η θεμελιακή αρχή
οργάνωσης του συλλογικού βίου, η συλλογική αυτονομία και βεβαίως η
συνδικαλιστική ελευθερία (παρ. 2 και 3 άρθρου 23 Σ.).
3. Προ πάντων όμως πλήττεται η προσωπικότητα και η
αξία του ανθρώπου (άρθρο 5 Σ.), καθώς και η αξιοπρέπειά του (άρθρο 2
Σ.), αφού το επίπεδο ζωής του όχι μόνον επιδεινώνεται ραγδαία, αλλά,
καθώς ορίζεται στα συναφή χωρία του Μνημονίου, «τα μέτρα αυτά θα
δώσουν τη δυνατότητα μείωσης της απόκλισης στο επίπεδο του κατώτατου
μισθού σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας (Πορτογαλία, Κεντρική και ΝΑ
Ευρώπη)...» (σελ. 703 του ιδίου ΦΕΚ). Για πρώτη φορά στην ιστορία
κράτους της δημοκρατικής εποχής καθορίζεται από τη Βουλή γενικό όριο
ζωής για τους εργαζομένους κάτω των ορίων της φτώχειας, όπως αυτά
ορίζονται ακόμη και με τους δείκτες της νεοφιλελεύθερης οικονομετρίας!!
4. Με το άρθρο 2 της ΠΥΣ, όπου γίνεται λόγος για
ΣΣΕ, χωρίς διάκριση και εξειδίκευση, ανοίγει ο δρόμος για ολοσχερή
κατάργηση του κατώτατου μισθού. Το αν ο κίνδυνος αυτός επέλθει σύντομα,
είναι εν τέλει ζήτημα ερμηνείας και θα κριθεί από τα Δικαστήρια. Οι
ανεξάρτητοι δικαστές έχουν τη δυνατότητα να διαγνώσουν την πολλαπλή
αντισυνταγματικότητα των σχετικών πράξεων, πολύ δε περισσότερο να
επικαλεστούν τις ρήτρες του 281 Α.Κ. (κατάχρηση δικαιώματος, εν
προκειμένω διευθυντικού) και 288 ΑΚ (καλή πίστη, χρηστά ήθη) στις
περιπτώσεις που, μετά τη λήξη της μετενέργειας, το «ελεύθερο» πλέον
πεδίο «διαπραγμάτευσης» μεταξύ του εξοπλισμένου με νέα όπλα εργοδότη και
του παντελώς απροστάτευτου εργαζόμενου δεν θα έχει όρια προς τα κάτω.
Επομένως, είναι προφανές ότι από τις καταναγκαστικές αυτές ρυθμίσεις
πλήττεται και η ελευθερία των συμβάσεων, που είναι και το θεμέλιο της
οικονομίας σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας ατομικής ιδιοκτησίας (361
Α.Κ.), που προστατεύεται από το Σύνταγμα.
5. Εξάλλου, η διογκούμενη δεξαμενή των ανέργων
παρέχει στον εργοδότη κάθε εκβιαστική δυνατότητα. Η γενική αναφορά της
ΠΥΣ σε ΣΣΕ συμπεριλαμβάνει κατ' αρχήν και την Εθνική Γενική ΣΣΕ. Σε
περίπτωση, ως εκ τούτου, που δεν θεωρηθεί ως «υποχρεωτικός» ο κατώτατος
μισθός του άρθρου 1 καθ' όλη τη διάρκεια του προγράμματος, αλλά θεωρηθεί
απλή ευχέρεια του εργοδότη, το απόλυτο αυτό αριθμητικό μέγεθος (σε
ποσοστιαία υποτίμηση του κατώτατου της από 15-7-2010 ΕΓΣΣΕ) θα ανοίξει
τον δρόμο των ατομικών συμβάσεων. Αυτές θα καθορίζουν τις αποδοχές
εκάστου χωρίς όριο προς τα κάτω, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν πρόκειται να
συναφθεί άλλη ΣΣΕ οποιουδήποτε διαπραγματευτικού επιπέδου. Η
τροποποιητική καταγγελία των ήδη εργαζομένων θα επικρέμαται υπεράνω των
κεφαλών τους και οι νεοπροσλαμβανόμενοι θα οδηγούνται στην αγχόνη χωρίς
δίχτυ προστασίας. Η απαγόρευση της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία
«προφυλάσσει» από κάθε φιλεργατική παρασπονδία. Θα κυριαρχήσει η ατομική
διαπραγμάτευση μεταξύ των προφανώς άνισων μερών και η ατομική σύμβαση
εργασίας.
6. Με το άρθρο 3 της ΠΥΣ απαγορεύεται η μονομερής
προσφυγή στη Διαιτησία και εφόσον (στη σπάνια περίπτωση) συμφωνήσουν και
οι δύο ταξικοί αντίπαλοι, τότε αυτή περιορίζεται μόνο στον καθορισμό
του βασικού μισθού. Αν η διαφωνία αφορά άλλη διεκδίκηση, απαγορεύεται
ακόμη και συναινετική προσφυγή στη Διαιτησία. Αν μια διαιτητική απόφαση
διαδεχθεί ΣΣΕ, τότε οι όροι της σύμβασης (εκτός του βασικού μισθού, όπως
λ.χ. επιδόματα, άδειες, θεσμικές διευθετήσεις κ.λπ.) θα παύουν
αυτοδικαίως να ισχύουν, αφού στις διαιτητικές αποφάσεις δεν επιτρέπεται
να συμπεριληφθούν «ρήτρες που διατηρούν κανονιστικούς όρους προηγούμενων ΣΣΕ ή διαιτητικών αποφάσεων».
Κι εδώ ανακύπτει ο μεγάλος κίνδυνος ακόμη και για τους συνεπείς
μικρούς, πολύ μικρούς και μεσαίους εργοδότες, που αποτελούν τη
συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής εργοδοσίας. Η δυνατότητα της
μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία προσάρμοζε τις συμπεριφορές, άμβλυνε
τις οξύτητες, συνέτιζε τους παραλογισμούς και εξασφάλιζε την κοινωνική
ειρήνη. Αυτή ήταν απαραίτητη για την άνοδο της παραγωγικότητας. Εφόσον
τα Σωματεία βρίσκονται άνευ αντικειμένου, είναι επόμενο ότι θα δώσουν,
όπως μπορούν, τον ύστατο αγώνα ύπαρξής τους. Επομένως και η παραγωγική
διαδικασία θα κλονιστεί ανεπανόρθωτα, παρά τις προβλέψεις του Μνημονίου,
της Τριαρχίας και του εγχώριου υπηρετικού προσωπικού. Η κρίσιμη ρήτρα
του καθορισμού του βασικού μισθού με διαιτητική απόφαση, με μόνο γνώμονα
το κενό ανταγωνιστικότητας, θα εξαχρειώσει παντελώς μια χρήσιμη και
εξισορροπιστική διαδικασία. Οι διατάξεις αυτές είναι πολλαπλώς
αντισυνταγματικές για τους λόγους που αναπτύχθηκαν παραπάνω.
7. Εξάλλου, το πάγωμα των ωριμάνσεων μέχρις ότου
μειωθεί η ανεργία κάτω του 10% είναι ένας ευφημισμός από αυτούς που
χρησιμοποιεί η νεοφιλελεύθερη Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή, για να μην αναγγείλει
τη ρητή κατάργησή τους, η οποία σίγουρα θα επέλθει.
8. Η κατάργηση των ρητρών «μονιμότητας», σε όσες
κοινωφελείς επιχειρήσεις ήσαν κάποτε ή είναι ακόμη στον δημόσιο τομέα,
διευκολύνει τις απολύσεις, οι δε ρήτρες προστασίας από την απόλυση δεν
μπορούν να αποτελούν εφεξής αντικείμενο συλλογικής διαπραγμάτευσης ή
ΣΣΕ.
9. Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεις θίγουν έμμεσα και το
δικαίωμα της απεργίας. Τώρα ούτε μία στις 100 απεργίες δεν μπορεί να
κριθεί νόμιμη. Η συνδικαλιστική ελευθερία γίνεται γράμμα κενό και η
απεργία με οποιαδήποτε μορφή εξαχνώνεται και ουσιαστικά εξαλείφεται από
τον κατάλογο των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων (άρθρο 23 παρ. 1
και 2 Σ.).
Το Σύνταγμα παύει να ορίζει ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον σε κάθε
συγκεκριμένη λειτουργία του ατομικού και συλλογικού βίου. Από το αν, πώς
και μέχρι που, ο νομοθέτης μπορεί να εξειδικεύσει το δημόσιο συμφέρον1
περνάμε στο στάδιο του πλήρους προσδιορισμού του από την ΠΥΣ ή έστω από
τον νομοθέτη των ατελών διατάξεων. Και αυτός και το υπουργικό συμβούλιο
με τη σειρά του, εναποθέτουν στον ιδιώτη εργοδότη την υποκατάσταση των
οργάνων της Πολιτείας αναφορικά με τη συγκεκριμένη εξειδίκευση του
δημοσίου συμφέροντος στην εργασιακή σχέση που τον αφορά. Το διευθυντικό
δικαίωμα εξοπλίζεται με ουσιαστικά στοιχεία δημοσίου συμφέροντος κατά
εντελώς αντισυνταγματικό και παράνομο τρόπο. Εδώ ταυτίζεται η κερδοφορία
και η ανταγωνιστικότητα του ιδιώτη-εργοδότη με το δημόσιο συμφέρον!
Μετατίθεται δηλαδή σ’αυτόν η άσκηση λειτουργιών της λαϊκής κυριαρχίας.
Πρόκειται ουσιαστικά περί νομικού κανιβαλισμού, που εκτοπίζει κάθε
συλλογικότητα και κάθε συνταγματική ιεράρχηση των ουσιαστικών κανόνων
δικαίου. Αλλοιώνεται παντελώς ο χαρακτήρας του λεγόμενου Κοινωνικού
Κράτους Δικαίου. Ουσιαστικά προσβάλλεται η ουσία του πολιτεύματος. Και
είναι απίστευτο το ότι υπάρχουν νομικοί, δημοκρατικής παιδείας, που
συνεργούν ή πρωτοστατούν στην κακοποίηση αυτή του Δικαίου!!
Με αυτά τα δεδομένα εισερχόμαστε στην περίοδο της τρίτης
νεωτερικότητας, όπου ακόμη και αυτή η λυμφατική τυπική αντιπροσωπευτική
δημοκρατία υποκαθίσταται σταδιακά από τους αμείλικτους νόμους της
νεοφιλελεύθερης αγοράς. Στην επόμενη στροφή ενεδρεύει και η διαδικασία
της άμεσης κατάλυσής της.
(*) Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι πανεπιστημιακός και Πρόεδρος της
Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους
(ΕΝΥΠΕΚΚ, www.enypekk.gr).www.amitropoulos.gr, a-mitrop@otenet.gr
1 Βλ. Δακτόγλου Π.: «Συνταγματικό Δίκαιο και ατομικά δικαιώματα», β' έκδοση Αντ. Ν. Σάκκουλα 2005, πλαγιάριθμοι 254-255).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου