«Να σε πω μια διαφήμιση;»
Ξεχάστε
την Γκόλφω και τον Τάσο, τον Γιάννο και την Παγώνα. Σήμερα η μισή Ελλάδα μιλά για τον Κίτσο και την
Τασούλα.
Ετσι
ονομάζονται οι δύο πρωταγωνιστές στο νέο διαφημιστικό σποτ μιας εταιρείας
κινητής τηλεφωνίας που εκτυλίσσεται σε ένα αγροτικό ντεκόρ. Αλλη μια «αφηγηματική» διαφήμιση,
καθώς αυτή ούτε περιγράφει ούτε εκθειάζει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, αλλά
αφηγείται μια απλή ιστορία (story telling).
Οι δύο νέοι μιλούν εξεζητημένα «βλάχικα» τα οποία εκφράζουν την αντίληψη που έχουν οι πρωτευουσιάνοι για τους αγρότες. «Τράτζικ»,
λέει απαξιωτικά η Τασούλα (Μαρία Διακοπαναγιώτου) στον Κίτσο (Νίκο Ορφανό), που
έχει «απλικέσιο» («ακόμα και στο κάρο
το χρόνο μου τσεκάρω»), ενώ
έχει βάλει και GPS στον γάιδαρό του. Η υπεροπτική Τασούλα υποκύπτει στην πολιορκία
του Τάσου ενώ, μετά το αγροτικό σεξ, που συντελείται πάνω σε ένα κάρο με άχυρα
καταμεσής του κάμπου, του κάνει τη φιλοφρόνηση: «Υοu ’re a check machine», ένα λογοπαίγνιο σε άπταιστο βλαχοαγγλική.
Aυτό που μας εντυπωσιάζει στις
αφηγηματικές διαφημίσεις είναι
η ταχύτητα και το εύρος της αποδοχής
τους. Ακόμα και παιδιά νηπιαγωγείου έχουν αποστηθίσει
τους διαλόγους. Το
«τράτζικ» έγινε η ατάκα των ημερών που την ακολουθεί (δεύτερη αλλά όχι
καταϊδρωμένη) το «βρε
παιδιά, να οργανωθούμε, να κάνουμε μια ληστεία της
προκοπής», επίσης τηλεοπτικής διαφημιστικής προέλευσης.
Ο «βλάχος» είναι ένα αθάνατο θεατρικό και κινηματογραφικό αρχέτυπο. Ας
θυμηθούμε τον Κώστα Χατζηχρήστο, τον Τάσο Γιαννόπουλο, αλλά και τους νεότερους
Χάρρυ Κλυνν (Τραμπάκουλας) και Λάκη Λαζόπουλο. Τι και αν συνήθως
έχουμε να κάνουμε με
καρικατούρες, αφού τέτοιες φιγούρες δεν υπάρχουν και δεν υπήρχαν στην πραγματική ζωή; Το στερεότυπο είναι
πιο ισχυρό από το πραγματικό. Ετσι,
δεχόμαστε αυτές τις
συμβάσεις όταν εντάσσονται σε μια ωραία αφήγηση και προφανώς πολλοί βρίσκουν
ωραίο αυτό το τηλεοπτικό κωμειδύλλιο.
Την παράσταση κλέβει η Τασούλα η Δύσκολη και όχι ο πληθωρικός Κίτσος.
Χάρη στις δημοφιλείς διαφημίσεις, όλοι αναγνωρίζουμε τους ηθοποιούς που ίσως
έχουν φτύσει αίμα στο σανίδι ή στο πλατό, που έχουν φάει το πικρό ψωμί την
αναδουλειάς με το κουτάλι. Αναγνώριση όψιμη αλλά και γλυκόπικρη, αφού αγνοούμε
την πιο σημαντική συνεισφορά αυτών των καλλιτεχνών στο θέατρο ή το σινεμά. Πέρα
από την ιδέα, τη σκηνοθεσία, το σενάριο κ.λπ., καθοριστική σημασία έχει το
«κάστινγκ», δηλαδή η επιλογή των ηθοποιών. Πάλι καλά που άξιοι ηθοποιοί
βρίσκουν δουλειά και πάλι καλά που ο ελληνικός γάιδαρος, που κινδυνεύει με
εξαφάνιση, αποκτά μια τηλεοπτική αξία χρήσης.
«Να σε πω μια διαφήμιση;» Κάποτε ο αστείος της παρέας ήταν εκείνος που
έκανε δικά του αστεία (έξυπνα, κρύα, δεν έχει σημασία) ή συνήθιζε να αφηγείται
ανέκδοτα. Σήμερα ο αστείος της παρέας επαναλαμβάνει τις ατάκες των διαφημίσεων
της μοδας. Ελλείψει αττικού άλατος, βολευόμαστε με το διαφημιστικό, το οποίο
όμως ξεθυμαίνει πολύ γρήγορα. Βιαστικά, βουλιμικά μασάμε και αποθεώνουμε
Κίτσους και Ομορφάντρες, Τασούλες και Αγαπούλες, βιαστικά τους χωνεύουμε και
ανυπομονούμε να μας ξαναγεμίσουν το τηλεοπτικό πιάτο.
Σημείωση: Πάνω από 700.000 προβολές (μέχρι στιγμής) έχει στο YouTube η
νέα βουκολική διαφήμιση και περίπου 500.000 το τραγούδι του Σαράντη Σαλέα που
ακούγεται σ’ αυτήν («Στην καρδιά μου βάζω αμπάρες»). Λιγότερες από 1.000 είναι
οι προβολές του «Γιάννου και της Παγώνας» με την αξέχαστη Φλέρυ Νταντωνάκη (μια
ηχογράφηση του 1965), όμως αυτή η εξαίσια γυναικεία φωνή θα αποδειχτεί πιο
ανθεκτική στο χρόνο από ό,τι οι αμπάρες, ο Κίτσος και η Τασούλα.
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ένθετο "tv", 1/4/12)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου