Περί αναστάσεων
Αγαπημένη μου Βέρα,
Πρώτα απ’ όλα, σου εύχομαι καλό Πάσχα. Που σημαίνει για
σένα καλή διασκέδαση τις δυο εβδομάδες που γλιτώνεις σχολείο, από τη
μέρα που ανασταίνεται ο Λάζαρος μέχρι την ώρα που ο Θωμάς κηρύσσει τον
θρίαμβο της αμφιβολίας, βάζοντας το δάχτυλό του στα σημάδια από τις
πληγές. Αυτές οι μέρες είναι η ταπεινή ανάσταση η δική σου και των
συνομιλήκων σου, που βιώνουν το καθημερινό πήγαινε- έλα σχολείο,
φροντιστήριο και τα παρελκόμενα σαν ένα μικρό Γολγοθά. Που μάλιστα δεν
υπόσχεται ανάσταση, αλλά ένα επόμενο, ακόμη ψηλότερο Γολγοθά: προς το
πανεπιστήμιο, στην αναζήτηση δουλειάς, στην κοινωνική ένταξη, στο
στήσιμο οικογένειας, στο μεγάλωμα των δικών σου παιδιών… Κι αυτά, βάσει
του καλού σεναρίου. Αν δηλαδή η ζωή δεν επιφυλάξει άλλα οδυνηρά
απρόοοπτα.
Και πού είναι η Ανάσταση; Έλα ντε… Με γήινους όρους,
ανάσταση θα σήμαινε κάποιου είδους ελάχιστη δικαίωση της προσπάθειας κάθε
ανθρώπου να σταθεί στα πόδια του και να οργανώσει τη ζωή του. Επιτυχία, λεφτά,
φήμη ή απλώς μια εγγυημένη ποσόστωση χαράς και ικανοποίησης στον κύκλο της
ζωής. Αυτά προβλέπει η αγορά του γήινου πάθους. Αλλά, όλα τα κατανέμει με
τρομακτική ανισότητα. Τα περισσότερα ανθρώπινα πλάσματα κλείνουν τον κύκλο τους
με την πικρή επίγευση της αδικίας. Για κάποια απ’ αυτά, μάλιστα, η ζωή είναι
μόνο μια άνιση αναμέτρηση με τον θάνατο και τις διαρκείς βίαιες επιθέσεις του:
πείνα, αρρώστια, πόλεμος, εξοντωτικές στερήσεις, θανάσιμοι κίνδυνοι. Τι μένει,
λοιπόν; Η προσδοκία μιας δεύτερης ευκαιρίας.
Γύρω απ’ αυτή τη δεύτερη ευκαιρία εκτυλίσσεται μια παλιά μας
συζήτηση. «Που πηγαίνουν οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν;» ρώτησες πριν από μερικά
χρόνια, ήσουν 4 ή 5 χρονών. Εγώ, που δεν θέλησα, παρά τις συστάσεις των
παιδαγωγών, να σου κρύψω ούτε στιγμή τις περί ζωής, θανάτου και θεού απόψεις
μου, απάντησα: «Στο χώμα, γίνονται τροφή για άλλους ζωντανούς οργανισμούς». Η
μητέρα σου, όμως, ίσως με μεγαλύτερο παιδαγωγικό ρεαλισμό, επέλεξε να σε
καθησυχάσει: «Πηγαίνουν στον ουρανό». Σε μπέρδεψε η αντιπαιδαγωγική μας
διγλωσσία, κι έπειτα από λίγη σκέψη, εσύ σχολίασες: «Πω, πω, εκεί στον ουρανό
χαμός πρέπει να γίνεται! Σκελετοί, ψυχές, αστέρια, πλανήτες… Πώς χωράνε;»
Η απάντησή σου , Βέρα μου, μας προκάλεσε κρυφά γέλια κι
αμηχανία, αλλά ήταν και μια σαφής δήλωση από μέρους σου ότι προτιμάς την εκδοχή
της μητέρας σου για το τι υπάρχει μετά θάνατον. Την εκδοχή της δεύτερης
ευκαιρίας. Εγώ το εισέπραξα ως ιδεολογική ήττα, αλλά είχα την ψυχραιμία να
παραδεχθώ ότι έκανες την πιο φυσιολογική επιλογή. Ποιος συμβιβάζεται εύκολα με
την ιδέα πως ο θάνατος είναι το τέλος; Μπορεί ο Νίτσε να διακήρυξε πριν ένα
αιώνα ότι ακόμη και ο Θεός είναι νεκρός, αλλά από τότε αυτός επιμένει
πεισματικά να ανασταίνεται σε κάθε εκδοχή, αφήνοντας στους θνητούς μιαν
ελάχιστη προσδοκία αθανασίας. Και μπορεί ένας λίγο προγενέστερος του Νίτσε, ο
αγαπημένος μου Μαρξ, να χαρακτήριζε τη θρησκεία όπιο του λαού, αλλά ο καθένας
αντιλαμβάνεται πως χωρίς μια δόση οπίου ή άλλου ήπιου ιδεολογικού ναρκωτικού η
ζωή, με όλο το ελλειμματικό ισοζύγιο απόλαυσης και βασάνου που προσφέρει στους
περισσότερους, θα ήταν απλώς ανυπόφορη.
Για να είμαστε , λοιπόν, ειλικρινείς, στην πραγματικότητα
ακόμη και οι πιο άθρησκοι, άθεοι, ανεξίθρησκοι ή αγνωστικιστές με κάποιου
είδους πίστη γεμίζουμε τα κενά της υπαρξιακής μας αβεβαιότητας και, τελικά,
καταπολεμούμε τον φόβο του θανάτου. Κάποιου είδους Πάσχα, κάποιου είδους
ανάσταση, κάποια αναγέννηση έχουν στον νου τους κι οι ριζοσπάστες που
παραλλάσσουν την παραδοσιακή ευχή «καλή Ανάσταση» με το, κλισέ πλέον, σύνθημα
«καλή επανάσταση». Κι ο ποιητής- ο Ελύτης, και μη διαμαρτύρεσαι πως σου κάνω μάθημα-
βάζει τον «Χαμένο ανθυπολοχαγό» να πορεύεται προς τον θάνατο σαν να τρέχει
θριαμβευτής προς την αληθινή ζωή: «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο
θάνατος/ Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!/ Αγιάζι ουράνιας
ομορφιάς γυαλίζει τα μαλλιά του/ Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο/ Αύριο,
αύριο, αύριο: Το Πάσχα του Θεού!» Τόσο ο ποιητής, όσο κι αυτοί που εύχονται
«καλή επ-ανάσταση» υπονοούν ότι υπάρχει μια ισχυρή δόση θανάτου στη ζωή όπως τη
ζούμε, ότι υπάρχουν πολλοί νεκροί ανάμεσα στους ζωντανούς, ότι η κοινωνική
συνθήκη που βασίζεται στην απληστία, στον ατομισμό, στον ναρκισσισμό, στον
ανταγωνισμό, στην απανθρωπιά, στην ψυχοπάθεια της εξουσίας, στην καταπίεση,
στην παράλογη βία είναι ήδη μια ζωή εν τάφω, από την οποία πρέπει πάση θυσία να
εγερθούμε.
Αλλά, πρόσεξε , Βέρα μου. Μόνοι μας πρέπει ν’ απαλλαγούμε
από τα δεσμά του φρικτού σάβανου της σκέψης, της ρουτίνας, του φόβου και της
υποταγής. Κανείς δεν θα ’ρθει αυτή τη φορά να μας πει: «Άνθρωπε, δεύρο έξω».
Μετά ταύτα , Βέρα μου, δικαιούμαι κι εγώ, ο βλάσφημος
πατέρας σου, να ευχηθώ ένα «καλή ανάσταση». Κι ό,τι καταλαβαίνει ο καθένας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου