Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων: Ποιος θυμάται το Νταντάμπ;

Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων: Ποιος θυμάται το Νταντάμπ;

 
Ρεβέκα Παπαδοπούλου*
Η Αμίνα έφτασε στο Νταντάμπ το 1992, όταν ήταν ενός έτους. Γεννημένη στο Αφμαντόου της Σομαλίας, έφυγε από τη χώρα της για να γλιτώσει από τη βία, την ξηρασία και την έλλειψη τροφής. Στον καταυλισμό των προσφύγων συγκατοικεί με τον άντρα της, την μικρή της κόρη και άλλα 12 μέλη της εκτεταμένης οικογένειάς της.
Η Αμίνα πιστεύει ότι πολλά θα μπορούσαν να γίνουν για να βελτιωθεί η κατάσταση στα στρατόπεδα: ο συνωστισμός, η έλλειψη νερού και τροφής, η κατάσταση των καταλυμάτων, οι ελάχιστα εκπαιδευμένοι δάσκαλοι στα δημοτικά σχολεία των καταυλισμών... Συχνά φοβάται που ζει εδώ: οι επιθέσεις από ληστές, οι λεηλασίες και οι βιασμοί είναι καθημερινότητα.

Εδώ και 20 χρόνια δεν βγήκε ποτέ από τον καταυλισμό. Πιστεύει ότι αν είχε καταφέρει να συνεχίσει την εκπαίδευσή της θα είχε ένα καλύτερο μέλλον. Τώρα, η μόνη της ελπίδα είναι να καταφέρει να εγκατασταθεί σε μια άλλη χώρα.
Εδώ και δύο δεκαετίες, η Σομαλία ταλανίζεται από εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις. Η ξηρασία και η εντεινόμενη από το 2011 βία απλώς ήρθαν να επιδεινώσουν μια ήδη απελπιστική κατάσταση. Εκατοντάδες χιλιάδες Σομαλοί εκτοπίζονται μέσα στην ίδια τους τη χώρα ή διαφεύγουν σε γειτονικές χώρες για να γλιτώσουν.
Το 2011, περίπου 200.000 άνθρωποι έφτασαν στο Νταντάμπ, σε μια βορειοανατολική επαρχία της Κένυας, ανεβάζοντας τον πληθυσμό των καταυλισμών που υπάρχουν εκεί σχεδόν στο μισό εκατομμύριο. Οι καταυλισμοί αυτοί αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανεπαρκείς για να υποστηρίξουν μια τόσο πολυάριθμη εισροή ανθρώπων. Ως εκ τούτου, οι περισσότεροι νεοαφιχθέντες υπέφεραν από σοβαρότατη έλλειψη νερού, τροφής, καταλύματος και ιατρικής περίθαλψης. Μόνο από ον Ιούλιο κατάφεραν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις να ανταποκριθούν σωστά στις τεράστιες ανάγκες των προσφύγων.
Αλλά και μετά ακόμη, εκδηλώθηκαν επιδημίες ιλαράς και χολέρας, με περισσότερα από 1500 κρούσματα ιλαράς μεταξύ των προσφύγων, όλων των ηλικιών. Στο πρόγραμμα ψυχικής υγείας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα –ένα από τα πολλά προγράμματα που λειτουργεί η οργάνωση στο Nταντάμπ- έλαβαν περίθαλψη περισσότεροι από 1500 ασθενείς ενώ σήμερα διεξάγονται περισσότερες από 700 εξετάσεις ψυχικής υγείας κάθε μήνα.
Οι συνθήκες ασφαλείας έχουν επίσης επιδεινωθεί από τον περασμένο Οκτώβριο, οδηγώντας τις περισσότερες οργανώσεις σε μείωση των προγραμμάτων τους. Οι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να πάρουν στα χέρια τους το έργο της περίθαλψης που έως τότε πρόσφεραν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, παρότι στερούνται τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία.

Από τότε που έκλεισε το κέντρο καταγραφής νέων αφίξεων, τον περασμένο Οκτώβριο, η παροχή περίθαλψης στους νεοαφιχθέντες έγινε εξαιρετικά δύσκολη, καθώς δεν υπάρχει τώρα υποδομή αναγνώρισης και παρακολούθησης των προσφύγων που καταφτάνουν.
Πολλοί από τους νεοαφιχθέντες λαμβάνουν συσσίτιο αλλά σε κάνεναν δεν δίνονται υλικά κατασκευής καταλύματος ούτε παρέχεται βοήθεια για να βρούν που θα καταλύσουν. Επίσης, τους τελευταίους εννιά μήνες, οι πρόσφυγες δεν εμβολιάζονται και δεν εξετάζονται ιατρικώς κατά την άφιξή τους. Αυτά σε συνδυασμό με τις στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης στους καταυλισμούς και τον συνωστισμό θέτουν σε εξαιρετικό κίνδυνο την υγεία των προσφύγων, και καθιστούν το ξέσπασμα επιδημιών πιο πιθανό.
Γι’αυτό το λόγο είναι εξαιρετικά σημαντικό τα κέντρα καταγραφής να ξαναλειτουργήσουν μόνιμα σε όλους τους καταυλισμούς.

Ένα χρόνο μετά την κρίση, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα βρισκόμαστε ακόμη σε επαγρύπνηση για τις συνθήκες διαβίωσης στον Νταντάμπ και εκφράζουμε έντονες ανησυχίες για την κατάσταση των προσφύγων που διαμένουν εκεί. Ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας μειώνονται και βλέπουμε λιγότερα σοβαρώς υποσιτισμένα παιδιά στα επισιτιστικά προγράμματά μας απ’ ό,τι πριν, οι πρόσφυγες βρίσκονται σε εξαιρετικά επισφαλή κατάσταση. Οι συνθήκες διαβίωσής τους τους καθιστούν πολύ ευάλωτους σε μια σειρά από εξωτερικούς παράγοντες όπως οι επιδημίες, οι φυσικές καταστροφές, ή σε άλλη μια ενδεχόμενη μαζική εισροή προσφύγων στους καταυλισμούς όπως συνέβη πέρυσι.

Οι πρόσφυγες του Νταντάμπ δεν έχουν σε καμία περίπτωση διαφύγει τον κίνδυνο. Παρακολουθούμε ακόμη και σήμερα 850 σοβαρώς υποσιτισμένα παιδιά στο επισιτιστικό μας πρόγραμμα, γνωρίζουμε ότι ένα στα 60 παιδιά είναι τόσο σοβαρώς υποσιτισμένο ώστε κινδυνεύει να πεθάνει. Ο αριθμός ασθενών πολυανθεκτικής φυματίωσης βρίσκεται επίσης σε άνοδο.

Πόσες ακόμη επισιτιστικές κρίσεις ή επιδημίες ιλαράς θα χρειαστούν πριν αποφασίσουμε να αναζητήσουμε λύση; Το να περιθάλπουμε πρόσφυγες στο Νταντάμπ καθώς αναμένουμε το επόμενο επείγον να εκδηλωθεί θέτει περισσότερα ηθικά ζητήματα παρά ιατρικά

Ένας προσεκτικός σχεδιασμός στρατηγικής για το μέλλον γι’αυτόν τον πληθυσμό προσφύγων είναι ζωτικής σημασίας.  Έχει γίνει σαφές ότι το μοντέλο του καταυλισμού πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Μια μεγάλης κλίμακας εκούσια επιστροφή προσφύγων στη Σομαλία δεν είναι ρεαλιστική επιλογή υπό τις παρούσες συνθήκες.

Εναλλακτικές λύσεις - όπως πιο γενναιόδωρες προτάσεις για μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, και ευκαιρίες να φτιάξουν οι πρόσφυγες τη ζωή τους- σίγουρα απαιτούν περαιτέρω σχεδιασμό. Σε μια τόσο  πολύπλοκη κατάσταση, ένα μέγεθος δεν ταιριάζει σε όλους.
Εν τω μεταξύ, βραχυπρόθεσμα, οι άμεσες ανάγκες του σομαλικού πληθυσμού δεν πρέπει να συναντούν την αδιαφορία μας, και το δικαίωμα τους στην αίτηση ασύλου πρέπει να προστατευθεί.

* Η Ρεβέκα Παπαδοπούλου είναι Γενική Διευθύντρια του Ελληνικού Τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου