Δελφοί II: Για μια άλλη Ελένη
Κάθε φορά που περνάω κάτω απ’ τις κολώνες μαγκώνεται η ψυχή μου.
Κανονικά θα ’πρεπε να είμαι ευχαριστημένη: ένας μισθός βρέξει χιονίσει δεν είναι και λίγο πράγμα.
Το ξενοδοχείο είναι στα μισά του χωριού, στην εκκλησία το τρίτο αριστερά. Το Σεπτέμβριο κλείνω επτά χρόνια εδώ μέσα: ρεσεψιόν, πρωινά, λίγα λογιστικά, κρατήσεις, σιδέρωμα, ξεσκόνισμα και ό,τι άλλο προκύψει. Στην αρχή ήμουν μόνο καθαρίστρια, με τα κουτσοαγγλικά και κάτι εκφράσεις γαλλικών στα πεταχτά, μου δώσαν και την ρεσεψιόν. Χάρηκα, ένα τι πιο σημαντική βρε παιδί μου. Τώρα πια το κρατάω όλο: τέσσερις όροφοι, 30 δωμάτια τα πιο πολλά με εξαιρετική θέα.
Κανονικά πρέπει να είμαι ευχαριστημένη.
Όλες τις χρονιές δουλεύαμε με γκρουπ και πρακτορεία απ’ την Αθήνα. Φέτος όμως σωστή ερημιά. Και όταν χτυπήσει το τηλέφωνο είναι μόνο για ακυρώσεις.
Τότε είναι που μου λέω, κράτα γερά, κράτα γερά εδώ μέσα μονάχη. Μη χαζέψεις. Πολλές φορές διαβάζω ό,τι βρω, αλλά πόσα βιβλία να διαβάσει και ένας άνθρωπος; Τα βαριέμαι και αυτά, όλες εκείνες τις λέξεις τους που υπάρχουν για να σε γλυκαίνουν για λίγο χωρίς να σου αλλάζουν τη ζωή. Όταν δεν απελπίζομαι, στενοχωριέμαι. Όχι για το μισθό μου που μειώθηκε αλλά για τη σιωπή. Απόλυτη νέκρα εδώ μέσα, κάτι φορές στα αλήθεια αβάσταχτη.
Τρεις μέρες τώρα τα δωμάτια ήταν άδεια, μα το αφεντικό κρατά ανοικτό το μαγαζί και τις καθημερινές, μπας και τσιμπήσει κανάν τουρίστα από το μαντείο ή το δρόμο. Έτσι, κάθομαι στην πολυθρόνα του σαλονιού και περιμένω. Αλλά κανείς δεν ήλθε μες τη βδομάδα. Και γω σταυρώνω τα χέρια, το δεξί μάτι μου παίζει, θολώνει που και που, αλλά μένω αισιόδοξη. Και ας μην έχω κανέναν να πω μια κουβέντα, εγώ είμαι αισιόδοξη.
Να, όμως που σήμερα κάτι κινείται, είναι που έρχεται και σαββατοκύριακο, είναι και εκείνες οι εκδηλώσεις. Τι γίνεται, ποιοι θα έρθουν, άνθρωποι υπουργείων, ηθοποιοί, διάσημοι, ούτε που ξέρω, λίγο με νοιάζει.
Εμένα το μόνο που με νοιάζει είναι να γεμίσουν τα δωμάτια. Όχι για τα λεφτά, αυτά νοιάζουν μονάχα το αφεντικό μου, που θα τους ταΐσει και στην ταβέρνα που διαθέτει παρακάτω. Μόνο για την παρέα με νοιάζει, μια κουβέντα, ένα χτύπημα στην πλάτη, ένα χαμόγελο, ένα απλό ευχαριστώ.
Η μεγαλύτερη απόλαυση στη δουλειά μου, που κάτι τέτοια σαββατοκύριακα γίνεται πιο απαιτητική, είναι ο κόσμος. Εκείνο ρε παιδί μου το πλάγιο χάζεμα των άλλων, αυτό το να μπορώ να τους κάνω χάζι πώς τρώνε, πώς μαλώνουν, πώς αγαπιόνται. Στο 302 ήρθε το μεσημέρι ένας πατέρας με τα δυο του παιδιά. Είναι Ιταλοί και εκείνος βάζει τόση κολόνια που μύριζε το ασανσέρ τρεις ώρες μετα. Δεν ξέρει γρι αγγλικά και αυτό αμέσως μου δημιούργησε μεγαλύτερη ευθύνη, καθώς θα πρέπει να επινοώ χίλια δυο κόλπα για να με καταλάβει. Η αρχαιολόγος του ισογείου είναι φαντασμένη. Άκου να μου πει πως αν ήταν στην θέση μου θα μετακόμιζε στις ανασκαφές. Πού καιρός για αγάλματα, τα αγάλματα κυρία μου δεν σου δίνουν να φας. Ένα ζευγαράκι στο ισόγειο είναι μες τα μέλια, αυτός της βάζει τραγούδια στο κινητό και κείνη όλο το φιλάει, ακόμη και μπροστά μου. Αύριο λόγω παράστασης θα ’ρθουν άλλα τρία δωμάτια. Από τα σαββατοκύριακα μισώ μόνο τα Σάββατα, όχι όλη τη μέρα, μόνο το πρωί, γιατί όλοι έρχονται πολύ νωρίς και πρέπει να είναι όλα στην εντέλεια. Και γω στο πόδι απ’ τις έξι.
Δυο ώρες τώρα κάθομαι μες τα σκοτάδια. Τέτοια βροχή Ιούλιος μήνας στα καλά καθούμενα, πού να το περιμένω. Άμα βρέχει εδώ πάνω, η ομίχλη κλείνει τα πάντα και το βουνό έρχεται από πάνω σου πιο απειλητικά και μένα όλο αυτό με πλακώνει. Πάει καιρός όμως που συνήθισα τις αστραπές και τα μπουμπουνητά του. Λες και θα σου πέσουν κατευθείαν στο κεφάλι, αλλά και να μου έπεφταν, δεν έχει σημασία με τέτοιο κεφάλι που έχω. Σύνελθε μου λέω, σύνελθε και μάζεψε το μυαλό σου. Δυο ώρες πάει κάθισα στα σκοτάδια. Και τώρα μπαίνω στην τρίτη. Αλλά σάμπως και όταν έχει ρεύμα στα σκοτεινά δεν κάθομαι και πάλι; Τι να σου κάνει και η τηλεόραση; Τα ίδια και τα ίδια ενός άλλου κόσμου, τα βαρέθηκα πια.
Μια κοπέλα φύλακας στις ανασκαφές μου είπε πως το δικό της φυλάκιο, δίπλα στο στάδιο κυριολεκτικά μες το βουνό, είναι η πιο βαρετή δουλειά του κόσμου. Πιο βαρετή και από τη ρεσεψιόν μου απόρησα και ανέβηκα να το δω. Ένα τόσο δα σπιτάκι ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια, τα πρωινά βγάζεις καρέκλα, σκέφτεσαι λίγο και ύστερα χάνεσαι στην φαντασία, μα τι ωραία που θα ήταν, έτσι σκέφτηκα αλλά δεν τόλμησα να της το πω.
Το πιο ενοχλητικό μάλλον πράγμα της ρεσεψιον είναι αυτή η έλλειψη αέρα, μιας προοπτικής ρε παιδί μου στον κόσμο και ας έχει και το ξενοδοχείο μας καλή θέα. Ναι, το ομολογώ, το ζήλεψα εκείνο το φυλάκιο μες τις πέτρες και τα χορτάρια. Όλα αυτά τα παλιά είχαν μια άλλη οπτική, μια προοπτική σε κάτι άυλο σχεδόν αφηρημένο, αλλά πολύ ανώτερο από μισθούς, επιδόματα, αβγά βραστά και βούτυρα σε πρωινά. Έτσι νιώθω.
Η αλήθεια είναι πως η ρεσεψιόν με έχει κουράσει. Η θέα τούτου του χωριού, κάθε σπίτι και μια ταβέρνα, κάθε επάνω όροφος και ένα ξενοδοχείο, νοικιαζόμενα δωμάτια χωρίς θέα, χωρίς προοπτική, όλα υπολογισμοί, επιδοτήσεις για επεκτάσεις και χαλασμένα κλιματιστικά καλοκαιριάτικα. Τι να σου πουν και οι κολώνες, στέρεψαν και αυτές, τίποτε δεν παράγουν. Κάποτε ταΐζανε όλο το χωριό, μα τώρα σώθηκαν οι προμήθειές τους, ξεζουμίστηκε και αυτό που λέμε πολιτισμό και οι κολώνες γίνανε κοτρόνες που είναι έτοιμες από στιγμή σε στιγμή να μας πλακώσουν. Κατολίσθηση το παν και μείνανε απλήρωτα φέτος τα δάνεια και κλειδωμένες πανσιον και ξενοδοχεία.
Τα μάτια μου τσούζουν απ’ τη μοναξιά και την ακινησία. Για να κάνω οικονομία τα βράδια μπαίνω σε ένα απ’ τα δωμάτια και κοιμάμαι για λίγο. Κάθε βράδυ διαλέγω ένα άλλο δωμάτιο, έτσι για να αισθάνομαι και ’γω λιγάκι σα τουρίστρια και ας μην πήγα ποτέ διακοπές, σα να είμαι εγώ ο πελάτης.
«Λίγο ακόμη να μεγαλώσεις και φύγε. Θέλεις μας βοηθάς, θέλεις μας αφήνεις. Δεν είναι τόπος ετούτος» Το λέγε ο πατέρας μου ένα χωριό παραδίπλα και ξανάπεφτε στη σιωπή, αδιάφορος για καθετί που γινόταν γύρω του, ακόμη και την φτώχεια μας.
Το δικό μου παραπέρα είναι τούτο το χωριό. Δεν το διάλεξα, μου ’λαχε. Όχι πολύ παραπέρα, είναι αλήθεια, αλλά ένας μισθός βρέξει-χιονίσει αντί για μεροκάματα δεξιά και αριστερά, έχει ακόμη μια κάποια σημασία.
Κανονικά θα ’πρεπε να είμαι ευχαριστημένη: ένας μισθός βρέξει χιονίσει δεν είναι και λίγο πράγμα.
Το ξενοδοχείο είναι στα μισά του χωριού, στην εκκλησία το τρίτο αριστερά. Το Σεπτέμβριο κλείνω επτά χρόνια εδώ μέσα: ρεσεψιόν, πρωινά, λίγα λογιστικά, κρατήσεις, σιδέρωμα, ξεσκόνισμα και ό,τι άλλο προκύψει. Στην αρχή ήμουν μόνο καθαρίστρια, με τα κουτσοαγγλικά και κάτι εκφράσεις γαλλικών στα πεταχτά, μου δώσαν και την ρεσεψιόν. Χάρηκα, ένα τι πιο σημαντική βρε παιδί μου. Τώρα πια το κρατάω όλο: τέσσερις όροφοι, 30 δωμάτια τα πιο πολλά με εξαιρετική θέα.
Κανονικά πρέπει να είμαι ευχαριστημένη.
Όλες τις χρονιές δουλεύαμε με γκρουπ και πρακτορεία απ’ την Αθήνα. Φέτος όμως σωστή ερημιά. Και όταν χτυπήσει το τηλέφωνο είναι μόνο για ακυρώσεις.
Τότε είναι που μου λέω, κράτα γερά, κράτα γερά εδώ μέσα μονάχη. Μη χαζέψεις. Πολλές φορές διαβάζω ό,τι βρω, αλλά πόσα βιβλία να διαβάσει και ένας άνθρωπος; Τα βαριέμαι και αυτά, όλες εκείνες τις λέξεις τους που υπάρχουν για να σε γλυκαίνουν για λίγο χωρίς να σου αλλάζουν τη ζωή. Όταν δεν απελπίζομαι, στενοχωριέμαι. Όχι για το μισθό μου που μειώθηκε αλλά για τη σιωπή. Απόλυτη νέκρα εδώ μέσα, κάτι φορές στα αλήθεια αβάσταχτη.
Τρεις μέρες τώρα τα δωμάτια ήταν άδεια, μα το αφεντικό κρατά ανοικτό το μαγαζί και τις καθημερινές, μπας και τσιμπήσει κανάν τουρίστα από το μαντείο ή το δρόμο. Έτσι, κάθομαι στην πολυθρόνα του σαλονιού και περιμένω. Αλλά κανείς δεν ήλθε μες τη βδομάδα. Και γω σταυρώνω τα χέρια, το δεξί μάτι μου παίζει, θολώνει που και που, αλλά μένω αισιόδοξη. Και ας μην έχω κανέναν να πω μια κουβέντα, εγώ είμαι αισιόδοξη.
Να, όμως που σήμερα κάτι κινείται, είναι που έρχεται και σαββατοκύριακο, είναι και εκείνες οι εκδηλώσεις. Τι γίνεται, ποιοι θα έρθουν, άνθρωποι υπουργείων, ηθοποιοί, διάσημοι, ούτε που ξέρω, λίγο με νοιάζει.
Εμένα το μόνο που με νοιάζει είναι να γεμίσουν τα δωμάτια. Όχι για τα λεφτά, αυτά νοιάζουν μονάχα το αφεντικό μου, που θα τους ταΐσει και στην ταβέρνα που διαθέτει παρακάτω. Μόνο για την παρέα με νοιάζει, μια κουβέντα, ένα χτύπημα στην πλάτη, ένα χαμόγελο, ένα απλό ευχαριστώ.
Η μεγαλύτερη απόλαυση στη δουλειά μου, που κάτι τέτοια σαββατοκύριακα γίνεται πιο απαιτητική, είναι ο κόσμος. Εκείνο ρε παιδί μου το πλάγιο χάζεμα των άλλων, αυτό το να μπορώ να τους κάνω χάζι πώς τρώνε, πώς μαλώνουν, πώς αγαπιόνται. Στο 302 ήρθε το μεσημέρι ένας πατέρας με τα δυο του παιδιά. Είναι Ιταλοί και εκείνος βάζει τόση κολόνια που μύριζε το ασανσέρ τρεις ώρες μετα. Δεν ξέρει γρι αγγλικά και αυτό αμέσως μου δημιούργησε μεγαλύτερη ευθύνη, καθώς θα πρέπει να επινοώ χίλια δυο κόλπα για να με καταλάβει. Η αρχαιολόγος του ισογείου είναι φαντασμένη. Άκου να μου πει πως αν ήταν στην θέση μου θα μετακόμιζε στις ανασκαφές. Πού καιρός για αγάλματα, τα αγάλματα κυρία μου δεν σου δίνουν να φας. Ένα ζευγαράκι στο ισόγειο είναι μες τα μέλια, αυτός της βάζει τραγούδια στο κινητό και κείνη όλο το φιλάει, ακόμη και μπροστά μου. Αύριο λόγω παράστασης θα ’ρθουν άλλα τρία δωμάτια. Από τα σαββατοκύριακα μισώ μόνο τα Σάββατα, όχι όλη τη μέρα, μόνο το πρωί, γιατί όλοι έρχονται πολύ νωρίς και πρέπει να είναι όλα στην εντέλεια. Και γω στο πόδι απ’ τις έξι.
Δυο ώρες τώρα κάθομαι μες τα σκοτάδια. Τέτοια βροχή Ιούλιος μήνας στα καλά καθούμενα, πού να το περιμένω. Άμα βρέχει εδώ πάνω, η ομίχλη κλείνει τα πάντα και το βουνό έρχεται από πάνω σου πιο απειλητικά και μένα όλο αυτό με πλακώνει. Πάει καιρός όμως που συνήθισα τις αστραπές και τα μπουμπουνητά του. Λες και θα σου πέσουν κατευθείαν στο κεφάλι, αλλά και να μου έπεφταν, δεν έχει σημασία με τέτοιο κεφάλι που έχω. Σύνελθε μου λέω, σύνελθε και μάζεψε το μυαλό σου. Δυο ώρες πάει κάθισα στα σκοτάδια. Και τώρα μπαίνω στην τρίτη. Αλλά σάμπως και όταν έχει ρεύμα στα σκοτεινά δεν κάθομαι και πάλι; Τι να σου κάνει και η τηλεόραση; Τα ίδια και τα ίδια ενός άλλου κόσμου, τα βαρέθηκα πια.
Μια κοπέλα φύλακας στις ανασκαφές μου είπε πως το δικό της φυλάκιο, δίπλα στο στάδιο κυριολεκτικά μες το βουνό, είναι η πιο βαρετή δουλειά του κόσμου. Πιο βαρετή και από τη ρεσεψιόν μου απόρησα και ανέβηκα να το δω. Ένα τόσο δα σπιτάκι ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια, τα πρωινά βγάζεις καρέκλα, σκέφτεσαι λίγο και ύστερα χάνεσαι στην φαντασία, μα τι ωραία που θα ήταν, έτσι σκέφτηκα αλλά δεν τόλμησα να της το πω.
Το πιο ενοχλητικό μάλλον πράγμα της ρεσεψιον είναι αυτή η έλλειψη αέρα, μιας προοπτικής ρε παιδί μου στον κόσμο και ας έχει και το ξενοδοχείο μας καλή θέα. Ναι, το ομολογώ, το ζήλεψα εκείνο το φυλάκιο μες τις πέτρες και τα χορτάρια. Όλα αυτά τα παλιά είχαν μια άλλη οπτική, μια προοπτική σε κάτι άυλο σχεδόν αφηρημένο, αλλά πολύ ανώτερο από μισθούς, επιδόματα, αβγά βραστά και βούτυρα σε πρωινά. Έτσι νιώθω.
Η αλήθεια είναι πως η ρεσεψιόν με έχει κουράσει. Η θέα τούτου του χωριού, κάθε σπίτι και μια ταβέρνα, κάθε επάνω όροφος και ένα ξενοδοχείο, νοικιαζόμενα δωμάτια χωρίς θέα, χωρίς προοπτική, όλα υπολογισμοί, επιδοτήσεις για επεκτάσεις και χαλασμένα κλιματιστικά καλοκαιριάτικα. Τι να σου πουν και οι κολώνες, στέρεψαν και αυτές, τίποτε δεν παράγουν. Κάποτε ταΐζανε όλο το χωριό, μα τώρα σώθηκαν οι προμήθειές τους, ξεζουμίστηκε και αυτό που λέμε πολιτισμό και οι κολώνες γίνανε κοτρόνες που είναι έτοιμες από στιγμή σε στιγμή να μας πλακώσουν. Κατολίσθηση το παν και μείνανε απλήρωτα φέτος τα δάνεια και κλειδωμένες πανσιον και ξενοδοχεία.
Τα μάτια μου τσούζουν απ’ τη μοναξιά και την ακινησία. Για να κάνω οικονομία τα βράδια μπαίνω σε ένα απ’ τα δωμάτια και κοιμάμαι για λίγο. Κάθε βράδυ διαλέγω ένα άλλο δωμάτιο, έτσι για να αισθάνομαι και ’γω λιγάκι σα τουρίστρια και ας μην πήγα ποτέ διακοπές, σα να είμαι εγώ ο πελάτης.
«Λίγο ακόμη να μεγαλώσεις και φύγε. Θέλεις μας βοηθάς, θέλεις μας αφήνεις. Δεν είναι τόπος ετούτος» Το λέγε ο πατέρας μου ένα χωριό παραδίπλα και ξανάπεφτε στη σιωπή, αδιάφορος για καθετί που γινόταν γύρω του, ακόμη και την φτώχεια μας.
Το δικό μου παραπέρα είναι τούτο το χωριό. Δεν το διάλεξα, μου ’λαχε. Όχι πολύ παραπέρα, είναι αλήθεια, αλλά ένας μισθός βρέξει-χιονίσει αντί για μεροκάματα δεξιά και αριστερά, έχει ακόμη μια κάποια σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου