Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Η Φθορά της Διαφθοράς

Η Φθορά της Διαφθοράς

(Ένα Σημείωμα για τις Πλατείες που Θα Έρθουν)
Υπάρχει μια προσδιοριστικότητα που κυριαρχεί ως ιδιότητα του πολίτη: οι αγανακτισμένοι (συνήθως στον πληθυντικό αριθμό). Υπάρχει και ο χώρος (πλατεία), ο οποίος είτε συστέλλεται (η πλατεία Συντάγματος) είτε διαστέλλεται κλιμακωτά (οι πλατείες άλλων πόλεων, οι πλατείες της Ευρώπης, οι πλατείες του κόσμου).
Υπάρχουν και τα μέσα: το διαδίκτυο, τα έντυπα, η τηλεόραση (κυρίως οι ενημερωτικές ή/και «ενημερωτικές» εκπομπές).

Η πλατεία της δεκαετίας των «Δέκα Μικρών Μήτσων» («πάμε πλατεία»),η πλατεία του χρηματιστηρίου αλλά και η πλατεία του ελεύθερου σήματος για να πλοηγείται κανείς στο διαδίκτυο από το φορητό υπολογιστή ή το κινητό του. Η πλατεία της συνάντησης των μεταναστών τις Κυριακές αλλά και η πλατεία του ατομικισμού και των υπερπολυτελών κάδων των Ολυμπιακών αγώνων.
Η πλατεία  λοιπόν του καλού νότιου ευρωπαίου πολίτη-καταναλωτή του 40% των εξαγωγών του καλού γερμανού πολίτη-παραγωγού (οι εμπορικές εξαγωγές του βορρά τα ελλείμματα του νότου) μετασχηματίζεται τώρα και σε πλατεία της διαμαρτυρίας. Η πλατεία ενός νεοελληνικού ψηφιακού χάσματος στα τέλη του 20ου αιώνα είναι τώρα η πλατεία του Προσωποβιβλίου (Φέισμπουκ), του ονόματος χρήστη/κωδικού και του περίφημου Γουέμπ2 (web2).
H πλατεία του «χαλαρού φραπέ» είναι η πλατεία της επικοινωνίας ανάμεσα στις πόλεις της Ευρώπης, η πλατεία των σμς, των αλλόγλωσσων μηνυμάτων, των αρχαιοπρεπών γραφημάτων νεοελληνικών συνθημάτων. Η πλατεία των πάντων είναι εδώ ίδια όπως τότε (τη δεκαετία των ταυτοτήτων) αλλά και εντελώς διαφορετική. Πλατεία του λαϊκισμού και του εθνικισμού αλλά και πλατεία του πολιτικού και της δημοκρατίας. Πλατεία της εκτόνωσης αλλά και πλατεία της στοχαστικής αναζήτησης.
Πλατεία εκείνων που δεν έχουν φωνή και δεν γράφουν στις εφημερίδες άρθρα για να αναλύσουν τον εαυτό τους και πλατεία εκείνων που αναλύουν – αφού σιωπηλά επισκεφθούν τους χώρους της – και γράφουν άρθρα για την πλατεία. Πλατεία των αναλυτών και πλατεία των αναλυόμενων. Πλατεία της αναζήτησης της πληροφορίας αλλά και πλατεία της παραπληροφόρησης.
Η πλατεία πριν και μετά καθορίζοντας τον παρόντα χρόνο: Η πλατεία του «διεστραμμένου σώματος»[1] (εκείνου που τρυπιέται για την έκχυση του ναρκωτικού), η πλατεία μιας χυδαίας υπερβολής και επίδειξης, η πλατεία της δυνατότητας να υπάρχω μέσω των φαντασιώσεων επώνυμων ετικετών (που παρέλυσαν το σώμα και το έντυσαν βασανιστικά τατουάζ.).
Η πλατεία του «θυσιασμένου σώματος» (εκείνου που αναλαμβάνει βίαια να προσδεθεί στον ολοκληρωτισμό της καθαρότητας), η πλατεία εξίσου του τρομοκράτη (κάθε πολιτικής επικάλυψης ή κουκούλας) αλλά και του αγωνιζόμενου ενεργού δημοκρατικού πολίτη
Η πλατεία του ανιστόρητου νέου αλλά και η πλατεία του νέου που δεν έχει καμία ελπίδα (που τον αγνοούν πλήρως και αγνοεί πλήρως). Η πλατεία της βίας από μολότοφ και η πλατεία της βίας από καρκινογόνα ψεκάσματα των πνευμόνων.
Η πλατεία του θυσιασμένου και του θύτη (θυσιασμένος κι αυτός στο διορισμό των επιλογών δίχως λύση). Η πλατεία του «προσοντούχου σώματος» (εκείνου που το επικάλυψαν πτυχία, βεβαιώσεις, καταρτίσεις, σεμινάρια, του έγκλειστου σε ένα βιογραφικό-πορτφόλιο).
H πλατεία της ατομικιστικής κατοχής μιας γνώσης που εγγράφεται ενδυματολογικά και επικοινωνιακά στα σώματα ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς. H πλατεία του σώματος που απεκδύεται τις επιθυμίες για να ενδυθεί την καριέρα.
Στην πλατεία των σωμάτων ενυπάρχει μια διαφορά. Η διαφορά εκείνων που δεν μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, που όσο κι αν «απειλούν» την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο «γνωρίζουν», έχουν πειστεί, ότι δεν μπορούν να κυβερνήσουν.
Για το λόγο αυτό η είσοδός τους στο Κοινοβούλιο δεν διατυπώνεται ως δημοκρατικό δικαίωμα αλλά ως αντιδημοκρατική απειλή. Η ανοιχτή παλάμη τους είναι η απόγνωσή τους στην επίγνωσή τους ότι δεν θα τα καταφέρουν να νομοθετήσουν, να συντάξουν αναπτυξιακά πλάνα, να διαπραγματευθούν με τους εταίρους μας, στην Ευρώπη και τόσα άλλα. Ποιος τους έπεισε και ποιος τους κατέστησε πράγματι έτσι;
Ποιος λόγος των ικανών τους έπεισε ότι είναι ανίκανοι, ικανοί μόνον για να παρακαλούν έναν διορισμό, να επαιτούν μόνον για την ανταλλαγή των προσόντων τους με την ιδιότητα του πολίτη –οπαδού, του πολίτη-ακόλουθου ενός πολιτικού κόμματος, αρχηγού, βουλευτή, αρχισυνδικαλιστή-παράγοντα;
Μέσα στο Κοινοβούλιο αλλά και εκτός αυτού βρίσκονται εκείνοι που το γνωρίζουν αυτό. Γνωρίζουν τη διαφορά τους, αυτή που τους επιτρέπει τη δημόσια γραφή για αυτούς που δεν μπορούν να γράψουν δημόσια και αναγράφουν στα πλακάτ τους ό,τι μπορεί να αποτελέσει για άλλους «ικανότερους» τις επιχειρηματολογικές παραγράφους για το ανορθολογικό περιεχόμενο αυτών των πλακάτ.
Αλλά αυτοί και αυτές που κατακρίνονται μέσα στην εγκατάλειψή τους από «ταλέντα» και από «ικανότητες» είναι εκείνοι που πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στους ικανούς.
Μα αν είναι απελπισμένοι και πεπεισμένοι για την ανημποριά τους γιατί τους προσκαλούν αυτοί που τους έπεισαν πως δεν μπορούν, γιατί αυτοί οι ικανοί προσκαλούν τους ανίκανους για να τους ψηφίσουν; Να συναινέσουν στην νομιμοποίηση μιας φαντασιακής διαφοράς που καθιστά κάποιους ικανότερους να εκλέγονται και κάποιους άλλους ικανότερους για να εκλέγουν;
Είναι ο Θεός που απειλήθηκε από τους πρωτόπλαστους όταν έφαγαν από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού; ΄Η μήπως είναι η πεποίθηση πως η γνώση του καλού και του κακού αντανακλά το καλό και το κακό μέσα μας;
Και το κακό. Είναι οι γάτες του ΄Αη Νικόλα, στην Κύπρο που περιπλέει ο Σεφέρης, νεκρές και δηλητηριασμένες. Πολεμώντας το κακό αποκτάς, τελικά, και τις ιδιότητές του (;).
Αλλά αποδεχόμενος τη θέση εκείνου που μπορεί να εκλέξει τον ικανότερο γιατί αυτό δεν σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πως έχεις τη γνώση της ικανότητας; Αλλιώς πώς μπορείς και κρίνεις; Αυτό είναι το ερώτημα που απευθύνει καθημερινά η πλατεία στους πολίτες που την επισκέπτονται. Κάθε μέρα το ίδιο βασανιστικό ερώτημα. «Και ποιος να έρθει;». Και η ίδια γελοία απάντηση, το ψεύδισμα του πεπεισμένου ότι έχει προοριστεί για να υπηρετεί άκριτα λόγω ανικανότητας: « ΄Ολοι είναι ίδιοι», «Και οι 300…».
Παντού το μίσος για τη δημοκρατία. Επειδή η δημοκρατία δεν τους έπεισε ότι μπορούν και εκείνοι να εκλέγονται. Επειδή η δημοκρατία δεν αποτέλεσε γι’ αυτούς παρά την νομιμοποίηση της διαφοράς τους ως άγνοια εκείνου που εκλέγει εκείνον που εκλέγεται.
Επειδή η δημοκρατία δεν τους δίδαξε το πώς συγκροτούνται πολιτικά οι κοινωνίες. Επειδή η δημοκρατία δεν τους συνέδεσε με τους τρόπους που λαμβάνονται οι αποφάσεις. Επειδή η δημοκρατία ανέδειξε τη διαφορά τους ως νόμιμη ανισότητα προσόντων, άρα και ως νομιμοποίηση του αποκλεισμού τους. Επειδή η δημοκρατία τώρα τους θεωρεί περιττούς για το οικονομικό της έλλειμμα (εκείνο που δημιούργησαν οι εκλεγμένοι ικανοί της!).
Για να μην μουντζώνουν, οι αγανακτισμένοι, μοιρολατρικά τον εαυτό τους, μουντζώνοντας το Κοινοβούλιο οφείλουν οι ελίτ των ταλέντων να ασκήσουν το ταλέντο τους στην υπηρεσία εκείνων που επιζητούν να υπηρετήσουν ως υπουργοί, δηλαδή υπηρέτες τους. Το ταλέντο των ικανών στην υπηρεσία των ταλέντων του κάθε πολίτη που έτσι χειραφετημένος μπορεί να επιλέγει ανάμεσα στην ποικιλία των διαφορών και των ταλέντων.
Η πλατεία περιμένει το μεγαλείο της απάντησης στην ερώτηση: «Και ποιος να μας κυβερνήσει;». Η πλατεία περιμένει μάταια την απάντηση στην ερώτηση: «Κι αν φύγουν αυτοί ποιος να ‘ρθει;».
Η πλατεία περιμένει μάταια την απάντηση: «Εγώ ή εσύ ή αυτός ή εκείνοι ή αυτοί. Να δείξουν τον κόσμο ανάμεσά τους». Και τα προσοντούχα σώματα, εκείνα που οι ίδιοι με προσδοκίες και όνειρα τα σπούδασαν, να υπηρετήσουν τους πολίτες να μπορούν να απαντήσουν έτσι ακριβώς. Να διεκδικήσουν το ματαιωμένο δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η πλατεία περιμένει την αριστερά, την μόνη πολιτική απάντηση στην κρίση. Την πολιτική της χειραφέτησης για ανάπτυξη σε μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και της ανθρωπιάς. Σε μια Ευρώπη του δικαιώματος να κινείσαι πέρα από κάποιο αφύσικο προορισμό διάκρισης σε ικανούς και ανικάνους.
Η πλατεία περιμένει την πολιτική. Την αντιπαράθεση της διαφοράς αντί της μη-δυνατότητας να αντιπαρατίθεσαι. Τη διά βίου εκπαίδευση, τη διά βίου πολιτική χειραφέτηση, τη διά βίου δημοκρατία.
Ειδάλλως πώς μπορεί κανείς να ζητά συναινέσεις και θυσίες από κάποιον που δεν του αναγνώρισε ισότιμη πολιτική συνύπαρξη. Πώς γίνεται, στη δημοκρατία, ο πολίτης να μην είναι παρά ένας συμπολίτης;
  
[1] Στο άρθρο γίνεται αξιοποίηση της τριμερούς διάκρισης του Αλέν Mπαντιού στο Η φιλοσοφία και η νεολαία του κόσμου, περιοδικό αληthεια, 6, 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου