Francois Villon : ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΑ
Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
O Φρανσουά Βιγιόν (François Villon, 1431-μετά τις 5 Ιανουαρίου
1463) ήταν Γάλλος ποιητής του Μεσαίωνα, ο κατά Ρεμπώ γενάρχης των
«καταραμένων ποιητών».
Όλα στη ζωή του είναι υπό την σκιάν του πιθανού και της αβεβαιότητας.
Γεννήθηκε περί το 1431 και το πραγματικό του όνομα ήταν François de
Montcorbier ή François Des Loges ή κάποιο άλλο. Ορφάνεψε μικρός από
πατέρα και τον πήρε υπό την προστασίαν του ο (θείος του ;) εφημέριος
Γκυγιώμ ντε Βιγιόν. Το 1452 απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων
στον Φρανσουά Βιγιόν ο τίτλος του Maître ès arts............
.. O Βιγιόν ήταν ένας λόγιος που έκανε ζωή αλήτη. Αλλά αυτή η ζωή -οι
περιπέτειες, οι φυλακές και ο μόνιμος τρόμος της τιμωρίας- του έδωσε την
έμπνευση της συγκλονιστικής πολλές φορές ποίησής του.
http://el.wikipedia.org
«Γεννήθηκα
καλοκαίρι του 1431, φίλε μου σε κάποια βρωμογειτονιά του Παρισιού. Ντε
Μονκορμπιέ ή Ντε Λόζ το γένος. Ποιόν μου ‘ταξε ο Θεός πατέρα δεν πρόλαβα
να δω. Νωρίς μας άφησε για μέρη χλοερά. Κι η δόλια μάνα με μεγάλωσε
μονάχη της ως τα εφτά μου χρόνια. Θυμάμαι δύσκολοι καιροί και τότε στο
Παρίσι… Εμφύλιος, αγγλική κατοχή, πείνα, στερήσεις, συμφορές, θανατερές
επιδημίες… Μια σωστή κόλαση. Έτσι το πήρε απόφαση και μ’ άφησε πεσκέσι
στον εφημέριο της εκκλησιάς του Σαίν Μπενουά λε Μπιεντουρνέ, μαίτρ
Γκιγιώμ Ντε Βιγιόν! Υπήρξε μέντορας σωστός, καλόκαρδος και στοργικός.
Πατέρας δίχως άλλο. Με στέγασε, με τάιζε, με μόρφωσε… Πήγε και μ’ έγραψε
και στο Πανεπιστήμιο όταν έγινα δώδεκα χρονών. Κι εγώ.. στ’ αλήθεια
ήθελα τόσο να φανώ άξιος της μεγάλης του αγάπης, γιατί ο μαιτρ Γκιγιώμ…
δεν ήτανε καθόλου τυχαίος! Ήταν Διδάχτορας του Πανεπιστημίου της Μεγάλης
Αδελφότητας των Αστών, χωροδεσπότης του Μαλαί-λε-Ρουά και ανώτατος
δικαστής της περιοχής που εξουσίαζε, εκκλησιαστικός επίτροπος της
κοινότητας των κληρικών του Σαιν Μπενουά. Έτσι στα 21 μου, κατάφερα και
πήρα το δίπλωμά μου με τίτλο «Δάσκαλος των τεχνών» (Maitre des Arts).
Συνέχισα για Νομική…, όμως το έσκαγα συχνά από τα μαθήματα και μεγάλες
τύψεις φώλιαζαν μέσα μου! Και ναι! Τολμώ να το πω! Γιατί τα αγαπούσα
βλέπεις… Είναι που είχα σοβαρές δουλειές με τους συντρόφους μου, πέρα
προς τη λατινική συνοικία (Quartier Latin). Μάχες με τους ανθρώπους της
βασιλικής εξουσίας και της αστυνομίας. Μάχες κωμικοτραγικές, μάχες που
στήναν’ φάρσες και διαολιές απίστευτες! Χαχαχα! Κλέβαμε τα σιδερένια
οικόσημα που στόλιζαν τα περισσότερα σπίτια του Παρισιού, αρπάζαμε τα
τσιγκέλια των χασάπηδων του βουνού της Αγίας Γενεβιέβης, σπαθιά… κι ότι
μπορείς να φανταστείς.
Το
Μάη του 1453 μας χτύπησαν του Σατελέ οι βασανιστές και οι άγριοι
χωροφύλακες με επικεφαλή τον πρεβότο του Παρισιού Ρομπέρ ντ’ Ετουτεβίλ.
Μας πήραν πίσω το οπλοστάσιο οι καταραμένοι! Ε, μ’ αυτά και μ’ εκείνα…
παράτησα τις μίζερες σπουδές μου… Καλύτερα περνούσα με τα φιλαράκια μου.
Τα «ξέγνοιαστα παιδιά» (Les enfants sans souci) μας έλεγαν! Μποέμικη
φιλολογική αλητεία στα μάτια των άλλων. Κακοποιοί και φαύλοι, κλέφτες
και πόρνες, ψεύτες και λωποδύτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου