Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Ο Προμισέας

Ο Προμισέας 

 



Ο Προμισέας πήρε από τους θεούς το όπλο της υπόσχεσης και το έδωσε στους ανθρώπους. Οι θεοί ένιωσαν ξαφνικά ανίσχυροι. Στήριζαν τη δύναμή τους και την επιβολή τους επί των ανθρώπων, ακριβώς στο ότι τους υπόσχονταν αιώνια ζωή, μετά θάνατον μιλανέζες και ριζότα, συγχώρεση των αμαρτιών και φορολογική αμνήστευση. Τώρα που ο Προμισέας μάθαινε τους ανθρώπους πως μπορούν να υπόσχονται ο ένας στον άλλο ό,τι ποθούσαν, το παιχνίδι άλλαζε δραματικά. 

Το δώρο των υποσχέσεων έκαιγε όμως σαν τη φωτιά. Το κόλπο ήταν να το τιθασεύεις, να το χρησιμοποιείς για δικό σου όφελος φτιάχνοντας χρηστικά εργαλεία συνύπαρξης, κοινωνικοποίησης και κτισίματος ιεραρχικών δομών. Αυτό που αργότερα αποκλήθηκε πολιτισμός στηριζόταν στη βάση της αξιοποίησης του προμισεϊκού δώρου: σε υποσχέσεις χρηματικές που ονομάστηκαν δάνεια στηρίχτηκε η οικονομική οργάνωση των κοινωνιών, σε υποσχέσεις διακυβέρνησης που ονομάστηκαν πολιτεύματα στηρίχτηκε η πολιτική οργάνωση των κοινωνιών, σε υποσχέσεις ερωτικές που ονομάστηκαν γάμοι στηρίχτηκε η πυρηνική οργάνωση των κοινωνιών, σε υποσχέσεις φυγής που ονομάστηκαν διασκέδαση στηρίχτηκε η αυτοσυντηρητική οργάνωση των κοινωνιών.  
Εξοργισμένοι οι θεοί έδεσαν τον Προμισέα σε έναν βράχο. Κάθε μέρα ερχόταν ένας αετός και τον ενημέρωνε ότι θα του φάει το συκώτι, θα του φάει το συκώτι, θα του φάει το συκώτι. Δεν του το έτρωγε ποτέ όμως. Ο Προμισέας στην αρχή δεν κατάλαβε. Παρερμήνευσε και νόμιζε πως ο αετός τον απειλούσε. Και φυσικά χαιρόταν που δεν πραγματοποιούσε την απειλή του. Μέρα με τη μέρα το ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Ο αετός να πετάει γύρω του και να του λέει «Θα σου φάω το συκώτι, θα σου φάω το συκώτι». Κι όταν νύχτωνε αποχωρούσε.
Κι όσο ο αετός δεν έμπαινε στο συκώτι του, ψύλλοι άρχισαν να μπαίνουν στα αυτιά του. Γιατί άραγε δεν τον έτρωγε; Υπήρχε μήπως πάνω του κάτι το απωθητικό; Ο Προμισέας άρχισε να νιώθει προδομένος από την μη εκπλήρωση της ασταμάτητης απειλής, που στα αυτιά του ηχούσε πια σαν ασταμάτητη υπόσχεση. Τα βράδια κοιμόταν ελάχιστα. Ξυπνούσε ιδρωμένος και παραμιλούσε ερωτήσεις όπως: «Γιατί; Γιατί όχι; Τι έχω;». Κάθε που χάραζε, κάθε που περίμενε τον αετό να εμφανιστεί από το βάθος του ορίζοντα, κάθε καινούριο πρωινό η κάθε καινούρια του ελπίδα: «Σήμερα. Σήμερα θα το κάνει. Επιτέλους. Θα το κάνει σήμερα».
Κι ο αετός εμφανιζόταν, η μορφή του, μικρή στην αρχή, μεγάλωνε όσο πλησίαζε, κι η καρδιά του Προμισέα χτυπούσε σαν τρελή. Και του υποσχόταν όλη μέρα. Και η υπόσχεσή του έμενε υπόσχεση. Ο Προμισέας θα έτρωγε μόνος του το συκώτι του αν μπορούσε, αλλά ήταν δεμένος. Κουνούσε το κεφάλι του δεξιά κι αριστέρα προσπαθώντας να δαγκώσει τουλάχιστον τον λαιμό του. Αλλά δεν τον έφτανε. Ο Προμισέας άρχισε να ουρλιάζει στους θεούς να τον συγχωρέσουν. Τα δάκρυά του δεν μπορούσε να τα σκουπίσει. Ο αετός παραφυλούσε κι αν κανένα δάκρυ κυλούσε μέχρι το στέρνο, το έγλειφε πριν φτάσει πάνω απ' το συκώτι.
Οι θεοί όμως -κι αν όχι όλοι, πάντως σίγουρα οι συγκεκριμένοι που τον είχαν τιμωρήσει έτσι- είχαν πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Φώναζε και ξαναφώναζε σε ένα κενό θεών σύμπαν. Δεν το ήξερε ώστε να νιώσει μόνος. Κι άλλωστε το πρόβλημά του δεν ήταν πως ήταν μόνος, αλλά πως είχε δίπλα του έναν σύντροφο που όλο έλεγε και ποτέ δεν έκανε.
Όταν τον εντόπισαν ορειβάτες, τα σωστικά συνεργεία δεν άργησαν ιδιαίτερα να 'ρθουν. Ο πολιτισμός που είχε δώσει στους ανθρώπους τώρα τον έσωζε. Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα. Τα έβγαζε πέρα χάρη σε μια τιμητική σύνταξη που του δόθηκε. Τον αετό δεν τον ξαναείδε ποτέ. Στη διαθήκη του δεν είχε ούτε τίποτα να αφήσει, ούτε σε ποιόν να το αφήσει. Έτσι λίγο πριν πεθάνει -από κίρρωση του ήπατος- άνοιξε ένα - ένα τα κλουβιά κι άφησε τα δεκάδες καναρίνια που ζούσαν μαζί του στην γκαρσονιέρα ελεύθερα. «Σας το είχα υποσχεθεί, δεν σας το είχα υποσχεθεί;», τους είπε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου