Ο διωγμός των τραπεζών
ΚΙΜΠΙ
Μην παραπλανηθείτε. Ο
τίτλος είναι ένας ευφημισμός για όσα μας συμβαίνουν την τελευταία τριετία. Στην
κορύφωση της εφαρμογής των Μνημονίων, που λεηλατούν κάθε ίχνος δημόσιου και
ιδιωτικού πλούτου, ζούμε μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή του θεμελιώδους μύθου, εν
ονόματι του οποίου μαντρωθήκαμε στο Μνημόνιο. Ο οποίος έλεγε ότι έπρεπε να
αποδεχθούμε τη με κάθε τρόπο διάσωση των τραπεζών, να επωμιστούμε το βάρος των
θηριωδών κεφαλαίων που διατέθηκαν και εξακολουθούν να διατίθενται παγκόσμια,
πανευρωπαϊκά και εγχωρίως για να μην τεθούν σε κίνδυνο οι καταθέσεις των
αποταμιευτών.
Αποδεχθήκαμε τον μύθο
αυτόν, παρότι τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η απώλεια των καταθέσεων θα ήταν η
χειρότερη καταστροφή που μπορούσε να επέλθει. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν
χειρότερη από την απώλεια 1,5 εκατομμυρίου θέσεων εργασίας, την εξαΰλωση του
30% του ΑΕΠ, το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων, την αποψίλωση του θεσμικού
πλαισίου ελάχιστης προστασίας της εργασίας και των ασθενέστερων στρωμάτων. Πράγματι,
ακόμη και το παράδειγμα των Ισλανδών που αφήσανε τις τράπεζες να καταρρεύσουν
μαζί με ένα μεγάλο μέρος καταθέσεων, δικών τους και άλλων, αποδεικνύει ότι αυτή
η καταστροφή δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία. Ίσως,
μάλιστα, να είναι μια πραγματικά δημιουργική καταστροφή αν απαλλάσσει μια
οικονομία από τη δουλεία του χρέους και την αφήνει να αναπτύξει ό,τι παραγωγικό
τής έχει απομείνει. Ψάρια, γεωργικά προϊόντα και θερμοπίδακες στην περίπτωση
των Ισλανδών, που κάθονται πάνω στο πιο φασαριόζικο ηφαίστειο της Ευρώπης. Με
αυτά τα ολίγα, με πολλή δημοκρατία, με πολύ θυμό, με ελάχιστο ήλιο και δραστικά
κουρεμένες τις καταθέσεις τους, οι Ισλανδοί βγήκαν από την κρίση.
Εμείς, όμως (ο
πληθυντικός κατά συνεκδοχήν), αποδεχθήκαμε ως απόλυτη προτεραιότητα την
αποτροπή της καταστροφής των καταθέσεων σε περίπτωση ενός Grexit, μιας κατάρρευσης των τραπεζών, μιας στάσης
πληρωμών. Αυτό αποτελούσε το κυρίαρχο επιχείρημα του Γ. Παπανδρέου, του
άρχοντος των λιστών Γ. Παπακωνσταντίνου και όλου του μνημονιόφρονος πολιτικού
δυναμικού. Αλλά και στην αντιμνημονιόφρονα αντιπολίτευση, με λίγες εξαιρέσεις,
μάλλον κυριαρχούσε η πλειοδοσία εγγύησης των καταθέσεων.
Τώρα, ζούμε την παράδοξη
ανατροπή της ευρωμνημονιακής κλίμακας αξιών. Το να διαθέτει κανείς κατάθεση
είναι εξ ορισμού ύποπτο. Αν πιστέψουμε όσα λέγονται, γράφονται και
εξαγγέλλονται εν ονόματι της καταπολέμησης της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής,
τίποτα δεν είναι προστατευμένο από τους διώκτες τους. Ούτε καν οι αποταμιεύσεις.
Το τραπεζικό απόρρητο αίρεται και μόνο στην υπόνοια φοροδιαφυγής. Το ΣΔΟΕ και
οι οικονομικοί εισαγγελείς ζητούν στοιχεία για τις κινήσεις λογαριασμών
χιλιάδων αποταμιευτών. Οι τράπεζες αδυνατούν να υπερασπίσουν αυτό το απόλυτο
καταφύγιο του προσωπικού πλούτου. Στο υπουργείο Οικονομικών διατυπώνονται
εισηγήσεις ακόμη και για κατασχέσεις καταθέσεων έναντι οφειλής προς το Δημόσιο έστω
και χιλίων ευρώ. Κι επειδή οσονούπω όποιος μιλάει ελληνικά κάτι θα οφείλει στο
Δημόσιο, είναι μάλλον απίθανο να μείνει κανείς στο απυρόβλητο. Το υπέρτατο
αγαθό, εν ονόματι του οποίου επιβλήθηκαν τα Μνημόνια, απειλείται στο όνομα της
εφαρμογής τους! Η ανώτατη ελευθερία που αναγνωρίζει η τραπεζοτοκογλυφική ευρωζώνη,
η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, περιστέλλεται έπειτα από τρία χρόνια πλήρους και
ασύδοτης χρήσης της από τους αποταμιευτές που φυγάδευσαν όπου γης 80 δισ. ευρώ
αποταμιεύσεων.
Προσωπικώς δεν
αισθάνομαι δυστυχής για το γεγονός. Μάλλον το αντίθετο. Πρώτον, διότι προτιμώ
την προστασία του ζωντανού ανθρώπινου πλούτου από αυτή του νεκρού που
εκπροσωπεί η αποταμίευση («μια σεβαστή, ομολογώ, μορφή χορτάτη ευθανασίας», την
αποκαλεί η Δημουλά). Δεύτερον, διότι αποκαλύπτεται ότι η φυλάκιση της ελληνικής
κοινωνίας στο Μνημόνιο αποτελεί προϊόν μιας τεράστιας πολιτικής εξαπάτησής της από
τους μνημονιόφρονες πολιτικούς που σήμερα αλληλοσπαράσσονται μεταξύ δικαστικών
ερευνών, αποκαλύψεων και Προανακριτικών Επιτροπών. Τρίτον, διότι η ιερή
αγελάδα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, χάνει ένα από τα δύο προσχήματα της
ύπαρξής της. Αν η αποταμίευση από κιβωτός εμπιστοσύνης (Πίστης) και εχεμύθειας
μεταξύ καταθέτη και τραπεζίτη γίνεται αντικείμενο συνδιαχείρισης με το κράτος,
τις φορολογικές αρχές, το ΣΔΟΕ, την Αστυνομία, τους δικαστές, τους ανακριτές,
τους επιτρόπους των τραπεζών, την Τρόικα, τότε τι κίνητρο απομένει στον
αποταμιευτή να εμπιστευτεί τον αποθησαυρισμένο πλούτο του στον Ναό της Πίστης
που μεταμορφώνεται σε παρεκκλήσι απιστίας; Διότι το κίνητρο του τόκου έχει προ
πολλού εξανεμιστεί και κανείς δεν εγγυάται ότι η Τρόικα θα αφήσει στο
φορολογικό απυρόβλητο ακόμη και το κίνητρο της ασφάλειας του κεφαλαίου. Ως εκ
τούτου, το υπό πλήρη ανακατασκευή ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει το
ενδεχόμενο, μετά το κύμα μαζικής φυγής καταθέσεων λόγω Grexit (εκ του Greece και exit, θυμίζουμε), να βρεθεί ενώπιον μιας νέας
τραπεζο-αποφυγής λόγω Gremain (εκ του Greece και remain: δική
μου επινόηση, αγνοώ αν είναι σωστή και αδιαφορώ, αρκεί που καταλαβαινόμαστε).
Βεβαίως, για να μην
παίρνουν και αέρα τα μυαλά μας, το ότι η επιχείρηση «τάξις, πνεύμα και ηθική» (που
έχει αρχίσει από τα «βραχιόλια» στους καρπούς μεγαλοσχημόνων επιχειρηματιών,
συνεχίζεται με την αποκαθήλωση πολιτικών αστέρων και επεκτείνεται στη βίλα
Αμαλία κι άλλα κατειλημμένα από αντιεξουσιαστές και εγκαταλελειμμένα από το
κράτος δημόσια ερείπια της πολιτισμικής μας παρακμής) επεκτείνεται και στην
ιερή χρηματοπιστωτική αγελάδα δεν σημαίνει ότι ζούμε τις τελευταίες ημέρες της
τραπεζικής μας Πομπηίας. Αυτό που πραγματικά αποκαθηλώνεται δεν είναι το
τραπεζικό σύστημα, αλλά ένα μέρος της εγχώριας τραπεζικής ελίτ που χάνει την
εξουσία ζωής και θανάτου την οποία διέθετε επί της οικονομίας και της
κοινωνίας. Οι τράπεζες, που θα μπορούσαν προ πολλού να έχουν τεθεί υπό πλήρη
κρατικό έλεγχο ως κατ’ ουσίαν κρατικές, υποκαθίστανται απλώς από ένα νέο
σύστημα εξωχώριας πολιτικής εποπτείας, το οποίο πιθανότατα θα στήσει τον δικό
του νέο μηχανισμό διαπλοκής. Το να αναζητήσουν οι εναπομένοντες κάτοχοι -νόμιμου
ή παράνομου, φορολογημένου ή αφορολόγητου, μαύρου ή πάλλευκου- πλούτου αλλού
καταφύγιο για τις αποταμιεύσεις τους καθόλου δεν χαλάει τους πιστωτές της
χώρας. Γι’ αυτό άλλωστε σπεύδουν για την τραπεζική ένωση της ευρωζώνης. Για να
μη νιώθει καμιά τύψη, καμιά «πατριωτική» αναστολή και κανένα κώλυμα ο
αποταμιευτής του ελληνικού προτεκτοράτου να μεταφέρει την κατάθεσή του
απευθείας στις γερμανικές, στις λουξεμβούργιες ή στις βελγικές τράπεζες. Ας
μείνει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να φυλάττει τις Θερμοπύλες των παγωμένων ή
«κόκκινων» δανείων, των υποχρεωτικών πιστωτικών καρτών και της εξόφλησης των
δόσεων της εφορίας. Μέχρι που να έλθουν λευκοί ή μαύροι ιππότες εξ Εσπερίας που
θα το μετατρέψουν σε υποκατάστημά τους.
Αυτά για τον εγχώριο
τραπεζικό διωγμό, την κατά Τρόικα «ευθανασία του ραντιέρη», που θα έκανε ακόμη
και τον Κέινς να φρίττει και να μετανιώνει την ώρα και τη στιγμή που ξεστόμισε
την ιστορική του φράση. Κατά τα λοιπά, το εκτός μνημονιακού προτεκτοράτου
χρηματοπιστωτικό λόμπι δουλεύει για την «αθανασία του τραπεζίτη».
Πριν αποφασίσετε να
κάνετε έρανο υπέρ αναξιοπαθούντων τραπεζιτών, διαβάστε με πόση άνεση και πόση
γενναιοδωρία απέναντι στους εαυτούς τους αποφάσισαν να κάνουν λάστιχο τους
κανόνες της «Βασιλείας ΙΙΙ» για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών,
παρατείνοντας κατά μία πενταετία τις προθεσμίες συμμόρφωσης και διευρύνοντας τις
ελευθερίες τους να βαφτίζουν το κρέας ψάρι και να μετατρέπουν κάθε «σαπάκι» που
γεμίζει το χαρτοφυλάκιό τους σε καθαρό χρήμα. Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Τι να πεις για την αποταμίευση! Πως θα παίρναμε,
όμως, κουλούρι κι εγώ κι ο Αλέκος δεν το περίμενα! Αυτές τις εκθέσεις τις
βαθμολογούσε ο ίδιος ο κύριος Καρανάσης.
- Τι
σας ήρθε και γράψατε τέτοια πράγματα, μας είπε στεναχωρημένα η κυρία Ειρήνη,
σαν μας επέστρεψε τα τετράδια. Δεν με ρωτούσατε;
«Δι’ ανοήτους σκέψεις, άνευ περιεχομένου», έγραψε ο
κύριος Καρανάσης, με κόκκινο μολύβι, κάτω από την έκθεσή μου. Και από του Αλέξη
ακριβώς το ίδιο.
Ο Αλέξης είχε γράψει για ένα θείο του, πολύ
πλούσιο, που όλο φύλαγε τα λεπτά του σε κάτι κουτιά. Δεν ξόδευε πεντάρα,
ντυνότανε κουρέλια και, τέλος, τα κρυμμένα λεπτά τα έφαγαν τα κουρέλια. Εγώ
έγραψα για ένα κοριτσάκι που, όταν της έδιναν ν’ αγοράσει σοκολάτες, εκείνο
έκρυβε τα λεπτά και, σαν μεγάλωσε, αρρώστησε κι οι γιατροί τής είπαν να μην
τρώει γλυκά. Κι έτσι, ποτέ στη ζωή της δεν δοκίμασε σοκολάτα.
Η Μυρτώ πήρε άριστα και στη γιορτή διαβάσανε την
έκθεσή της. Ηταν η καλύτερη, σ’ όλο το δημοτικό.
- Αφού
εσύ, της λέω, δεν κρύβεις ποτέ σου μια δεκάρα και αγοράζεις πενάκια κι ένα σωρό
τενεκεδάκια από την κυρία Αγγελική, πώς έγραψες ότι «ο άνθρωπος αποταμιεύοντας
γίνεται χρήσιμος στον εαυτό του και την κοινωνία;».
Άλκη Ζέη, «Το καπλάνι της βιτρίνας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου