Δεν φταίει (μόνο) ο Παναγόπουλος!
Του Μάρκου Βογιατζόγλου
Την Πέμπτη ξεκινά το 35ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ. Εκτός απ’ τις συνήθεις καταγγελίες για τα «μαγειρέματα», τα σωματεία-σφραγίδες, τους αντιπροσώπους-φαντάσματα και ούτω καθεξής, τούτη τη φορά οι διοργανωτές του συνεδρίου θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κριτική και σ’ ένα ζήτημα που μέχρι τώρα περνούσε απαρατήρητο: εξαιτίας του ιδιόρρυθμου συστήματος εκλογής εκπροσώπων, ορισμένοι απ’ τους συμμετέχοντες στο συνέδριο θα έχουν επιλεγεί 2, 3 ή και 4 χρόνια πριν τη διεξαγωγή του.
Είναι προφανές πως, στην παρούσα συγκυρία, οι «αντιπρόσωποι» αυτοί δεν αντιπροσωπεύουν απολύτως τίποτε! Ούτε τους πολιτικούς συσχετισμούς βάσει των οποίων εξελέγησαν, ούτε την ισορροπία δυνάμεων εργαζομένων-εργοδοτών στον χώρο εργασίας ή τον κλάδο παραγωγής τους, ούτε, φυσικά, το εργασιακό μοντέλο βάσει του οποίου συγκροτήθηκε η ατζέντα με τα αιτήματά τους. Όλα αυτά υπέστησαν δραματικές μεταβολές τα τελευταία τρία χρόνια, οι «αντιπρόσωποι» όμως παρέμειναν ως είχαν.
Αφετηρία του παρόντος άρθρου είναι πως όταν ένα σύστημα παράγει τόσο ακραίες στρεβλώσεις όπως οι παραπάνω, έχει έρθει η ώρα να αλλάξει. Το μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και, συνακόλουθα, οι εργασιακές σχέσεις, μεταβλήθηκαν ριζικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, τα συνδικάτα όμως παραμένουν οργανωμένα στη βάση του νομικού πλαισίου που μας έρχεται απ’ το μακρινό 1982. Με δεδομένη και την αποτυχία τους να αντιμετωπίσουν την καταστροφή που επέφεραν τα Μνημόνια στον τόπο μας, το άνοιγμα της συζήτησης για ριζοσπαστικές αλλαγές στις δομές τους είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικό με την επίτευξη της μεταβολής των συσχετισμών στην ηγεσία της ΓΣΕΕ.
Ορισμένες από τις αλλαγές αυτές είναι αδύνατον να ολοκληρωθούν με πρωτοβουλίες «από τα κάτω», διότι εμπίπτουν στο Εργατικό Δίκαιο. Χρειάζεται να νομοθετηθούν· θα πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε μια πιο ευνοϊκή συγκυρία. Άλλες, πάλι, είναι εφικτό να δρομολογηθούν αμέσως. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποφευχθεί η παγίδα των σχεδιασμών «επί χάρτου», χωρίς να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα. Με βάση αυτό το σκεπτικό, προτείνω να εστιαστούμε στο πιο δυναμικό κομμάτι του συνδικαλιστικού κινήματος (τους νέους, τους επισφαλώς εργαζόμενους και όσους δεν έχουν εξαρτήσεις από κόμματα εξουσίας), το οποίο εδώ και μια δεκαετία περίπου πειραματίζεται με καινοτόμα μοντέλα οργάνωσης και δράσης. Σε αυτά ακριβώς τα «πειραματικά εργαστήρια» πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα, αναζητώντας λύσεις και προοπτική για το μέλλον. Ας δούμε μερικά παραδείγματα, αναλύοντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες συνεισφοράς τους στο ευρύτερο εργατικό κίνημα:
* Τα Συντονιστικά Πρωτοβάθμιων Σωματείων είναι άτυπες «ομοσπονδίες», λιγότερο ή περισσότερο εφήμερες. Ξεκίνησαν ως απόπειρες «παράκαμψης» της επίσημης ιεραρχίας της ΓΣΕΕ, και στην πορεία αποδείχτηκαν πολύ πιο ευέλικτα και λιγότερο γραφειοκρατικά από τις παραδοσιακές Ομοσπονδίες. Λόγω της συνελευσιο-κεντρικής τους δομής διευκολύνουν τη δικτύωση ανάμεσα στα μέλη των σωματείων, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης και προγραμματισμού κοινών δράσεων. Τα Συντονιστικά μπορούν να φανούν εξαιρετικά χρήσιμα σε περιπτώσεις μεσαίας κλίμακας εργατικών αγώνων (όπως, π.χ., η απεργία του Ιανουαρίου στο μετρό) ή προκειμένου να μπλοκάρουν στοχευμένα συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής σε μείζονος κλίμακας κινητοποιήσεις.
* Τα Σωματεία Βάσης είναι πρωτοβάθμια σωματεία χωρίς ηγεσία. Εφαρμόζοντας στην πράξη το «Όλη η εξουσία στη γενική συνέλευση» προωθούν τη συμμετοχή των μελών στο σύνολο των υποθέσεων του σωματείου, σπάζοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, τη σχέση «ανάθεσης» εργαζόμενου-συνδικαλιστή. Ο τρόπος συγκρότησης των Σωματείων Βάσης (κι όχι μόνο η πολιτική ταυτότητα των μελών τους) είναι αυτό που τους προσδίδει τον δυναμισμό και τη μαχητικότητα για την οποία, δικαίως, περηφανεύονται. Η εσωτερική τους δημοκρατία, πάλι, είναι σε τέτοιο βαθμό προχωρημένη σε σχέση με τα κλασικά πρωτοβάθμια σωματεία, ώστε αξίζουν να λογίζονται ως υπόδειγμα σε κάθε –ριζοσπαστικής κατεύθυνσης– πρόταση αναμόρφωσης του πρωτοβάθμιου συνδικαλισμού.
* Οι Εργατικές Λέσχες εμφανίστηκαν τους τελευταίους μήνες ως συλλογικότητες τοπικής εμβέλειας, παρέχοντας πληθώρα υπηρεσιών σε εργαζόμενους και ανέργους. Οι Λέσχες είναι σε θέση να προσφέρουν τα μέγιστα, ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με τα κινήματα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή τους, προσεγγίζοντας τους ανέργους (οι οποίοι είναι ντεφάκτο αποκλεισμένοι από τα παραδοσιακά σωματεία) και παρεμβαίνοντας σε εργατικές διενέξεις σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπου ο εργαζόμενος, ελλείψει συλλογικότητας, είναι εντελώς απροστάτευτος.
Είναι προφανές πως, στην παρούσα συγκυρία, οι «αντιπρόσωποι» αυτοί δεν αντιπροσωπεύουν απολύτως τίποτε! Ούτε τους πολιτικούς συσχετισμούς βάσει των οποίων εξελέγησαν, ούτε την ισορροπία δυνάμεων εργαζομένων-εργοδοτών στον χώρο εργασίας ή τον κλάδο παραγωγής τους, ούτε, φυσικά, το εργασιακό μοντέλο βάσει του οποίου συγκροτήθηκε η ατζέντα με τα αιτήματά τους. Όλα αυτά υπέστησαν δραματικές μεταβολές τα τελευταία τρία χρόνια, οι «αντιπρόσωποι» όμως παρέμειναν ως είχαν.
Αφετηρία του παρόντος άρθρου είναι πως όταν ένα σύστημα παράγει τόσο ακραίες στρεβλώσεις όπως οι παραπάνω, έχει έρθει η ώρα να αλλάξει. Το μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και, συνακόλουθα, οι εργασιακές σχέσεις, μεταβλήθηκαν ριζικά τα τελευταία τριάντα χρόνια, τα συνδικάτα όμως παραμένουν οργανωμένα στη βάση του νομικού πλαισίου που μας έρχεται απ’ το μακρινό 1982. Με δεδομένη και την αποτυχία τους να αντιμετωπίσουν την καταστροφή που επέφεραν τα Μνημόνια στον τόπο μας, το άνοιγμα της συζήτησης για ριζοσπαστικές αλλαγές στις δομές τους είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικό με την επίτευξη της μεταβολής των συσχετισμών στην ηγεσία της ΓΣΕΕ.
Ορισμένες από τις αλλαγές αυτές είναι αδύνατον να ολοκληρωθούν με πρωτοβουλίες «από τα κάτω», διότι εμπίπτουν στο Εργατικό Δίκαιο. Χρειάζεται να νομοθετηθούν· θα πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε μια πιο ευνοϊκή συγκυρία. Άλλες, πάλι, είναι εφικτό να δρομολογηθούν αμέσως. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποφευχθεί η παγίδα των σχεδιασμών «επί χάρτου», χωρίς να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά δεδομένα. Με βάση αυτό το σκεπτικό, προτείνω να εστιαστούμε στο πιο δυναμικό κομμάτι του συνδικαλιστικού κινήματος (τους νέους, τους επισφαλώς εργαζόμενους και όσους δεν έχουν εξαρτήσεις από κόμματα εξουσίας), το οποίο εδώ και μια δεκαετία περίπου πειραματίζεται με καινοτόμα μοντέλα οργάνωσης και δράσης. Σε αυτά ακριβώς τα «πειραματικά εργαστήρια» πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα, αναζητώντας λύσεις και προοπτική για το μέλλον. Ας δούμε μερικά παραδείγματα, αναλύοντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες συνεισφοράς τους στο ευρύτερο εργατικό κίνημα:
* Τα Συντονιστικά Πρωτοβάθμιων Σωματείων είναι άτυπες «ομοσπονδίες», λιγότερο ή περισσότερο εφήμερες. Ξεκίνησαν ως απόπειρες «παράκαμψης» της επίσημης ιεραρχίας της ΓΣΕΕ, και στην πορεία αποδείχτηκαν πολύ πιο ευέλικτα και λιγότερο γραφειοκρατικά από τις παραδοσιακές Ομοσπονδίες. Λόγω της συνελευσιο-κεντρικής τους δομής διευκολύνουν τη δικτύωση ανάμεσα στα μέλη των σωματείων, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη σχέσεων αλληλεγγύης και προγραμματισμού κοινών δράσεων. Τα Συντονιστικά μπορούν να φανούν εξαιρετικά χρήσιμα σε περιπτώσεις μεσαίας κλίμακας εργατικών αγώνων (όπως, π.χ., η απεργία του Ιανουαρίου στο μετρό) ή προκειμένου να μπλοκάρουν στοχευμένα συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής σε μείζονος κλίμακας κινητοποιήσεις.
* Τα Σωματεία Βάσης είναι πρωτοβάθμια σωματεία χωρίς ηγεσία. Εφαρμόζοντας στην πράξη το «Όλη η εξουσία στη γενική συνέλευση» προωθούν τη συμμετοχή των μελών στο σύνολο των υποθέσεων του σωματείου, σπάζοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, τη σχέση «ανάθεσης» εργαζόμενου-συνδικαλιστή. Ο τρόπος συγκρότησης των Σωματείων Βάσης (κι όχι μόνο η πολιτική ταυτότητα των μελών τους) είναι αυτό που τους προσδίδει τον δυναμισμό και τη μαχητικότητα για την οποία, δικαίως, περηφανεύονται. Η εσωτερική τους δημοκρατία, πάλι, είναι σε τέτοιο βαθμό προχωρημένη σε σχέση με τα κλασικά πρωτοβάθμια σωματεία, ώστε αξίζουν να λογίζονται ως υπόδειγμα σε κάθε –ριζοσπαστικής κατεύθυνσης– πρόταση αναμόρφωσης του πρωτοβάθμιου συνδικαλισμού.
* Οι Εργατικές Λέσχες εμφανίστηκαν τους τελευταίους μήνες ως συλλογικότητες τοπικής εμβέλειας, παρέχοντας πληθώρα υπηρεσιών σε εργαζόμενους και ανέργους. Οι Λέσχες είναι σε θέση να προσφέρουν τα μέγιστα, ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με τα κινήματα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή τους, προσεγγίζοντας τους ανέργους (οι οποίοι είναι ντεφάκτο αποκλεισμένοι από τα παραδοσιακά σωματεία) και παρεμβαίνοντας σε εργατικές διενέξεις σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπου ο εργαζόμενος, ελλείψει συλλογικότητας, είναι εντελώς απροστάτευτος.
* Για τα εγχειρήματα Εργατικής Αυτοδιαχείρισης, πάλι, δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά – τα λέει όλα το όνομά τους. Δεν είναι άξια αναφοράς μόνο για το παράθυρο που ανοίγουν σ’ έναν κόσμο πέραν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά και για τη ρήξη την οποία συνιστούν με την ίδια την έννοια του συνδικαλισμού, τουλάχιστον όπως τον γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Καθώς όμως προχωράμε από τις, σχετικά απλές, περιπτώσεις αυτοδιαχείρισης κατειλημμένων μπαρ ή μικρών συνεταιρισμών προς τις –απείρως πολυπλοκότερες- προσπάθειες επαναλειτουργίας ολόκληρων εργοστασίων (όπως είναι η ΒΙΟ.ΜΕ.), αναπόφευκτα προκύπτουν ζητήματα σχετικά με τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του κάθε εγχειρήματος μέσα στην εχθρική θάλασσα του καπιταλισμού, καθώς και τις δυνατότητες απεξάρτησής του από τα –πεπερασμένης εμβέλειας– δίκτυα αλληλέγγυων και υποστηρικτών. Στα ερωτήματα αυτά θα κληθούμε σύντομα να δώσουμε πειστικές απαντήσεις.
Η εποχή που το αιτηματολόγιο των συνδικάτων εξαντλούνταν στην «προάσπιση των κεκτημένων» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το εργατικό κίνημα πρέπει να αλλάξει –και γρήγορα– προκειμένου να επιβιώσει. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, φυσικά. Ούτε όμως και αδιέξοδα, εάν και εφόσον κατορθώσουμε να αξιοποιήσουμε δημιουργικά τις εμπειρίες και τα μοντέλα οργάνωσης και δράσης που βρίσκονται ήδη, εν πλήρει λειτουργία, δίπλα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου