Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

ΙΣΟΒΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ: ΝΑΙ ή ΟΧΙ;

Ισόβια Παπαγεωργόπουλου: Μια δικαστική κρίση που πείθει 

 



ΙΣΟΒΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ: ΝΑΙ ή ΟΧΙ;
 
του Γιάννη Κωνσταντίνου
papageorgopoulos1Η καταδίκη των τριών του Δήμου Θεσσαλονίκης σε ισόβια προξένησε μεγάλη συζήτηση, εγείροντας έναν γενικότερο νομικό και πολιτικό προβληματισμό. Σε αδρές γραμμές, η μία άποψη, στάθηκε στην ικανοποίηση ενός αισθήματος δικαίου και την απόδοση δικαιοσύνης, που στηρίζει τους θεσμούς,  σε αντίθεση με την ατιμωρησία που τρέφει λογικές αυτοδικίας και την ακροδεξιά. Η αντίθετη άποψη στάθηκε στον εξοντωτικό χαρακτήρα της ποινής, στο ότι οι καταδικασθέντες λειτουργούν σαν εξιλαστήρια θύματα, καθώς και στο ότι μια νοοτροπία εξόντωσης και εκδικητικότητας οδηγεί σε επικίνδυνες λογικές για τη δημοκρατία.  Απευθυνθήκαμε λοιπόν σε δύο φίλους, έγκριτους νομικούς, ζητώντας την άποψή τους.


Κανένας δεν θεωρείται ένοχος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο· και το αντίθετο θεωρείται ότι έχει αποδειχθεί όταν αυτός καταδικάζεται αμετάκλητα. Μέχρι την αμετάκλητη κρίση, δηλαδή μέχρι την απόφαση του Αρείου Πάγου, μπορεί να μην είμαστε σίγουροι για τον ένοχο, γνωρίζουμε όμως, κατά κανόνα, ποιο είναι το έγκλημα. Στην υπόθεση Παπαγεωργόπουλου το έγκλημα είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος (17 εκατομμύρια ευρώ) και χρονική διάρκεια (επί 12 χρόνια) υπεξαίρεση στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων (δηλαδή λεφτά που λείπουν από συντάξεις και υγειονομικές παροχές), τα οποία μέχρι την καταβολή τους στα ταμεία βρίσκονταν στα χέρια προσώπων που υπηρετούσαν ή διοικούσαν το Δήμο Θεσσαλονίκης. Δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία για την πολιτική διάσταση μιας τέτοιας υπεξαίρεσης: στην πραγματικότητα, συνιστά μια εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα. Οι δημοκρατικοί θεσμοί αυταπόδεικτα υπονομεύονται όταν δεν μπορούν να υπερασπιστούν τα δημόσια αγαθά.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν ορθά ο νόμος προβλέπει για μια τέτοια συμπεριφορά την ποινή των ισοβίων. Η απάντησή μου είναι κατηγορηματικά θετική, επειδή (και για όσο διάστημα) η ελληνική νομοθεσία προβλέπει συγχρόνως ότι ποτέ η ισόβια καταδίκη δεν σημαίνει ότι ο καταδικασμένος θα μείνει στη φυλακή για όλη του ζωή. Η πρόβλεψη είναι ορθή, γιατί έτσι το δικαιικό μας σύστημα δεν εξομοιώνει την ισόβια καταδίκη με τη θανατική ποινή, αφού αφήνει το περιθώριο επιβεβαίωσης της αποτελεσματικότητας του ποινικού σωφρονισμού. Άρα, στην περίπτωση Παπαγεωργόπουλου η ισόβια καταδίκη σημαίνει ότι το δικαστήριο έκρινε –εντός των προβλέψεων του νόμου– ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να εκτίσει τη μεγαλύτερη δυνατή ποινή στέρησης της ελευθερίας του, η οποία όμως δεν ταυτίζεται με το σύνολο της ζωής του. Στο υποερώτημα αν το δικαστήριο ορθά δεν αναγνώρισε στους κατηγορούμενους το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, η νομική απάντηση είναι ότι το δικαστήριο και πάλι δεν κινήθηκε εκτός των νομοθετικών πλαισίων. Όσο κι αν σοκάρει η σύγκριση, η επιχειρηματολογία για τον πρότερο έντιμο βίο του Παπαγεωργόπουλου δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο μη αναγνώρισης του ίδιου ελαφρυντικού στους απριλιανούς πραξικοπηματίες.
Το δεύτερο ερώτημα είναι μοιραία επικοινωνιακού τύπου: αφορά το μήνυμα μια τέτοιας καταδίκης. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί η μηντιακή ελαφρότητα νοθεύει τη συζήτηση. Σε μια δίκη που κράτησε μήνες ολόκληρους, η προ της απόφασης δημοσιογραφική κάλυψη ήταν συγκριτικά ελάχιστη. Άρα, η τωρινή συζήτηση γίνεται αποκλειστικά με όρους θυμικού και πιθανολόγησης, αφού η κοινή γνώμη –αν και θα μπορούσε– δεν είναι ενημερωμένη, παρά ελάχιστα, για το πραγματικό της υπόθεσης.
Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει ότι η συγκεκριμένη δικαστική σύνθεση έδειξε να συμμερίζεται το επικοινωνιακό ζήτημα που θα προκαλούσε με την κρίση της. Δεν είναι τυχαίο ότι, ίσως για πρώτη φορά στα δικαστικά χρονικά, απαγγέλθηκε μια απόφαση συνοδευμένη από πληρέστατη ανάγνωση (κράτησε σχεδόν δύο ώρες) της αιτιολογίας και του σκεπτικού της. Με τη στάση του αυτή, το δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αυστηρή τήρηση των («ξεχασμένων») υποχρεώσεων για δημοσιότητα της δίκης και αιτιολογία των δικαστικών κρίσεων δίνει στον πολίτη τη δυνατότητα να κρίνει επί της ουσίας τους κρίνοντες. Προσωπικά, έχοντας ακούσει την τεκμηρίωσή της, η κρίση της με πείθει.
Ο Γιάννης Κωνσταντίνου είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου