Κερί και λιβάνι: Τριπάροντας στα Ιεροσόλυμα
H
Ιερουσαλήμ έσκασε στο κεφάλι μου σαν βόμβα. Ξέρω, είναι χοντράδα να
χρησιμοποιείς το όνομα «Ιερουσαλήμ» και τη λέξη «βόμβα» στην ίδια
πρόταση - δεν έχουν πάθει και λίγα μέσα στα χρόνια οι άνθρωποι εκεί
κάτω.
Μα βρέθηκα εκεί, τόσο απροετοίμαστη. Ας πρόσεχα. Μέναμε στο Τελ Αβίβ, σε σπίτι φίλων. Περνούσαμε γλυκά, με παραλίες, μαγαζάκια, παγωτά, ένα-δυο μπαράκια, πολύ κρασί, μια φιλοξενία υπέροχη. Κατά την τρίτη μέρα, που ήταν Κυριακή, που δεν σημαίνει και πολλά πράγματα στο Ισραήλ, αφού η αργία είναι Παρασκευή και Σάββατο, ξύπνησε ο τουρίστας μέσα μας: «να δούμε και κάτι, έτσι για να πούμε ότι ήρθαμε; Μας έφαγε η μάσα και το αραλίκι». «Να σας πετάξω ως την Ιερουσαλήμ, μόνο που πρέπει να κάνετε υπομονή, θα γίνεται χαμός», είπε ο φίλος μας. Ήταν διπλό Πάσχα, Καθολικό και Ορθόδοξο.
Δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε. Θυμάμαι ότι μεταξύ φλυαρίας και αξιοθέατων, λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ, ο φίλος μας ξεχάστηκε λίγο στον δρόμο. «Έστριψα λάθος», είπε, κι εκεί που λέγαμε να μη δώσουμε σημασία, τον είδα, κυριολεκτικά, να ασπρίζει από τον φόβο.
«Να βρω τον δρόμο, όχι από δω, δεν πάει, fuck». «Μην τους κοιτάτε». Τρεις άνθρωποι ήταν στη γωνία, άλλοι δύο στην παραπέρα.
Παλαιστίνιοι εξτρεμιστές; (Πόσο άσχετη είμαι, Θεούλη μου). Το εντελώς αντίθετο. Η περιοχή ελεγχόταν από μια σέχτα φανατικών υπερ-ορθόδοξων Εβραίων. Μισούν τους πάντες, τους Μωαμεθανούς, τους Χριστιανούς, αλλά περισσότερο, με καυτό μίσος, μισούν τους ίδιους τους Εβραίους, διότι θεωρούν ότι ζουν πολύ φιλελεύθερα και προκλητικά και έχουν προδώσει τον Ιουδαϊσμό τους: Βρίζουν, πετάνε ακαθαρσίες, κάνουν ντου σε ιερά μέρη άλλων θρησκειών, πιστεύουν ότι με ένα ακόμα γερό Ολοκαύτωμα θα βάλουν μυαλό οι πεπλανηθέντες Ισραηλινοί και θα επιστρέψουν στον δρόμο του Θεού. Με την ίδια λογική ερμηνεύουν άλλωστε το ναζιστικό Ολοκαύτωμα ως πολύ σωστό και δίκαιο ήταν γι' αυτούς, η τιμωρία που άξιζαν οι αμαρτωλοί ομόθρησκοί τους.
Παράνοια;
Καλώς ορίσατε στους Αγίους Τόπους, όπου η θρησκευτική παράνοια θα έπρεπε να συσκευάζεται και να πουλιέται σε μπουκαλάκια μαζί με τον αγιασμό: είναι τόσο πυκνή, που κόβεται με το μαχαίρι. Κανένα μέρος στον κόσμο δεν αντέχει το φορτίο των Ιεροσολύμων: Τρεις από τις ισχυρότερες θρησκείες του πλανήτη έχουν εδώ τα υπεράγια των αγίων σημεία τους, σε απόσταση από πενήντα μέτρα ως πενήντα εκατοστά μεταξύ τους: Τρεις θρησκείες υπεύθυνες για την ψυχική κάθαρση, την παρηγορητική ανακούφιση τεσσάρων δισεκατομμυρίων ψυχών - αλλά και για τον φριχτό θάνατο, μέσα από θρησκευτικές σφαγές, πολύ, πολύ περισσότερων.
Γίνεται όλο και χειρότερο, αυτό το σοκ της υπεραισθησίας: Στο καπάκι όλων αυτών, η Ιερουσαλήμ είναι μια ακραία τουριστική πόλη - διάβαζε και «ένα ανελέητο παζάρι». Σορτσάκια, σανδάλια, στρατοί από οργανωμένα γκρουπ. Κόκκινοι, καμένοι από τον ήλιο, σουβενίρ, κεριά, μαντζούνια, κράχτες, κλέφτες, στρατιώτες, παπάδες, ραβίνοι, ξέκωλα, κεμπαπτζίδικα, τζαμιά, ψαλμωδίες, καμπάνες, και πριν το καταλάβεις, είσαι στο προαύλιο του Ναού της Αναστάσεως και μια παρέα τριπαρισμένες γιαγιάδες από την Τήνο σε τραβάει βίντεο και τσιρίζει «χαθήηκατε, καλέεεε, από την τηλεόρασηηηηη, γιατί χαθήκατεεε; Εεεεε; Γιατί χαθήκατεεεεε;».
Κύριε ελέησον.
Μέσα στον ιερό Ναό (που είναι χτισμένος γύρω από έναν άλλο ιερό ναό, που είναι χτισμένος πάνω από το Σπήλαιον της Αναστάσεως) επικρατεί μια κατανυκτική παλαβομάρα: Είπαμε, είναι Πάσχα και μάλιστα διπλό, Καθολικό και Ορθόδοξο μαζί. Η ουρά για το προσκύνημα φτάνει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αλλά με τρώει το πείσμα, τι θα νιώσω - και στήνομαι. Επί τόπου καταφθάνουν και οι γιαγιάδες με την κάμερα, με ξαναπετυχαίνουν και αρχίζουν να με τραβάνε βίντεο στην ψύχρα, απαιτώντας, στα είκοσι βήματα από τον Πανάγιο Τάφο, να τους αποκαλύψω ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή της Πόπης Τσαπανίδου. Μέσα στο βουητό, με παίρνει μάτι ο διάκος-σεκιούριτι του Παναγίου Τάφου, ο οποίος έχει μια παβλοφική αντίδραση με την κάμερα όπερ και συμβαίνει το αδιανόητο: Μου κάνει ένα αδιόρατο νεύμα και, μέσα στη λαοθάλασσα της Χριστιανοσύνης που περιμένει να προσκυνήσει, με βάζει να πηδήξω την ουρά και να περάσω πρώτη!
Ανερυθρίαστα, δέχομαι το ρουσφέτι και περνάω πρώτη και καλύτερη να φιλήσω τον τάφο του Χριστούλη. Οι γιαγιάδες δεν διαμαρτύρονται - τους φαίνεται φυσικό που είμαι φίρμα, και με ξεπροβοδίζουν με ευλογίες «Χριστός Ανέστη».
Ή όχι, ανάλογα αν λένε τον Θεό σου Χριστό, Γιαχβέ, ή Αλλάχ. Πέτρες προσκυνάμε όλοι, ιερές πέτρες. Διπλανές και όμοιες. Αρχαίες, πέτρες, Θεέ μου, όπως κι αν λέγεσαι, ποτισμένες με θεϊκά και ανθρώπινα μαρτύρια, βράχινα σφουγγάρια που έχουν ρουφήξει των αιώνων τα αίματα.
Όσα κωμικοτραγικά κι αν σου συμβούν κατά μήκος της via Dolorosa, όταν βγεις από την Ιερουσαλήμ δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μπήκε. Dolorosa, όνομα και πράγμα, ένας τόπος συμπυκνωμένης οδύνης. Όλοι όσοι περπατούν στους δρόμους της, και όλοι πίσω από εκείνους, αυτά τα εκατομμύρια των νεκρών της Ιστορίας, έχουν αφήσει τον δικό τους πόνο στις λείες πέτρες.
Γιατί ξέρεις ότι ήρθες στην Ιερουσαλήμ και ο πόνος σου είναι ασφαλής - για ό,τι θρηνείς, για ό,τι έχεις χάσει, για ό,τι πενθείς και οδύρεσαι, εδώ είναι το κατάλληλο μέρος για να το ακουμπήσεις: Η πόλη το αντέχει. Τι είναι ο δικός σου πόνος, όσο αβάσταχτο κι αν τον κουβαλάς εντός, μπροστά σε ό,τι έχει δει -κι ακόμα βλέπει- αυτή η πόλη; Ένα πούπουλο οδύνης, μια στάλα παραπονάκι, μπροστά στους λυγμούς της Ιστορίας.
Άστον και φύγε. Εν ειρήνη.
Photo: Christopher Chan/Flickr
Μα βρέθηκα εκεί, τόσο απροετοίμαστη. Ας πρόσεχα. Μέναμε στο Τελ Αβίβ, σε σπίτι φίλων. Περνούσαμε γλυκά, με παραλίες, μαγαζάκια, παγωτά, ένα-δυο μπαράκια, πολύ κρασί, μια φιλοξενία υπέροχη. Κατά την τρίτη μέρα, που ήταν Κυριακή, που δεν σημαίνει και πολλά πράγματα στο Ισραήλ, αφού η αργία είναι Παρασκευή και Σάββατο, ξύπνησε ο τουρίστας μέσα μας: «να δούμε και κάτι, έτσι για να πούμε ότι ήρθαμε; Μας έφαγε η μάσα και το αραλίκι». «Να σας πετάξω ως την Ιερουσαλήμ, μόνο που πρέπει να κάνετε υπομονή, θα γίνεται χαμός», είπε ο φίλος μας. Ήταν διπλό Πάσχα, Καθολικό και Ορθόδοξο.
Δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε. Θυμάμαι ότι μεταξύ φλυαρίας και αξιοθέατων, λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ, ο φίλος μας ξεχάστηκε λίγο στον δρόμο. «Έστριψα λάθος», είπε, κι εκεί που λέγαμε να μη δώσουμε σημασία, τον είδα, κυριολεκτικά, να ασπρίζει από τον φόβο.
«Να βρω τον δρόμο, όχι από δω, δεν πάει, fuck». «Μην τους κοιτάτε». Τρεις άνθρωποι ήταν στη γωνία, άλλοι δύο στην παραπέρα.
Παλαιστίνιοι εξτρεμιστές; (Πόσο άσχετη είμαι, Θεούλη μου). Το εντελώς αντίθετο. Η περιοχή ελεγχόταν από μια σέχτα φανατικών υπερ-ορθόδοξων Εβραίων. Μισούν τους πάντες, τους Μωαμεθανούς, τους Χριστιανούς, αλλά περισσότερο, με καυτό μίσος, μισούν τους ίδιους τους Εβραίους, διότι θεωρούν ότι ζουν πολύ φιλελεύθερα και προκλητικά και έχουν προδώσει τον Ιουδαϊσμό τους: Βρίζουν, πετάνε ακαθαρσίες, κάνουν ντου σε ιερά μέρη άλλων θρησκειών, πιστεύουν ότι με ένα ακόμα γερό Ολοκαύτωμα θα βάλουν μυαλό οι πεπλανηθέντες Ισραηλινοί και θα επιστρέψουν στον δρόμο του Θεού. Με την ίδια λογική ερμηνεύουν άλλωστε το ναζιστικό Ολοκαύτωμα ως πολύ σωστό και δίκαιο ήταν γι' αυτούς, η τιμωρία που άξιζαν οι αμαρτωλοί ομόθρησκοί τους.
Παράνοια;
Καλώς ορίσατε στους Αγίους Τόπους, όπου η θρησκευτική παράνοια θα έπρεπε να συσκευάζεται και να πουλιέται σε μπουκαλάκια μαζί με τον αγιασμό: είναι τόσο πυκνή, που κόβεται με το μαχαίρι. Κανένα μέρος στον κόσμο δεν αντέχει το φορτίο των Ιεροσολύμων: Τρεις από τις ισχυρότερες θρησκείες του πλανήτη έχουν εδώ τα υπεράγια των αγίων σημεία τους, σε απόσταση από πενήντα μέτρα ως πενήντα εκατοστά μεταξύ τους: Τρεις θρησκείες υπεύθυνες για την ψυχική κάθαρση, την παρηγορητική ανακούφιση τεσσάρων δισεκατομμυρίων ψυχών - αλλά και για τον φριχτό θάνατο, μέσα από θρησκευτικές σφαγές, πολύ, πολύ περισσότερων.
Γίνεται όλο και χειρότερο, αυτό το σοκ της υπεραισθησίας: Στο καπάκι όλων αυτών, η Ιερουσαλήμ είναι μια ακραία τουριστική πόλη - διάβαζε και «ένα ανελέητο παζάρι». Σορτσάκια, σανδάλια, στρατοί από οργανωμένα γκρουπ. Κόκκινοι, καμένοι από τον ήλιο, σουβενίρ, κεριά, μαντζούνια, κράχτες, κλέφτες, στρατιώτες, παπάδες, ραβίνοι, ξέκωλα, κεμπαπτζίδικα, τζαμιά, ψαλμωδίες, καμπάνες, και πριν το καταλάβεις, είσαι στο προαύλιο του Ναού της Αναστάσεως και μια παρέα τριπαρισμένες γιαγιάδες από την Τήνο σε τραβάει βίντεο και τσιρίζει «χαθήηκατε, καλέεεε, από την τηλεόρασηηηηη, γιατί χαθήκατεεε; Εεεεε; Γιατί χαθήκατεεεεε;».
Κύριε ελέησον.
Μέσα στον ιερό Ναό (που είναι χτισμένος γύρω από έναν άλλο ιερό ναό, που είναι χτισμένος πάνω από το Σπήλαιον της Αναστάσεως) επικρατεί μια κατανυκτική παλαβομάρα: Είπαμε, είναι Πάσχα και μάλιστα διπλό, Καθολικό και Ορθόδοξο μαζί. Η ουρά για το προσκύνημα φτάνει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αλλά με τρώει το πείσμα, τι θα νιώσω - και στήνομαι. Επί τόπου καταφθάνουν και οι γιαγιάδες με την κάμερα, με ξαναπετυχαίνουν και αρχίζουν να με τραβάνε βίντεο στην ψύχρα, απαιτώντας, στα είκοσι βήματα από τον Πανάγιο Τάφο, να τους αποκαλύψω ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την προσωπική ζωή της Πόπης Τσαπανίδου. Μέσα στο βουητό, με παίρνει μάτι ο διάκος-σεκιούριτι του Παναγίου Τάφου, ο οποίος έχει μια παβλοφική αντίδραση με την κάμερα όπερ και συμβαίνει το αδιανόητο: Μου κάνει ένα αδιόρατο νεύμα και, μέσα στη λαοθάλασσα της Χριστιανοσύνης που περιμένει να προσκυνήσει, με βάζει να πηδήξω την ουρά και να περάσω πρώτη!
Ανερυθρίαστα, δέχομαι το ρουσφέτι και περνάω πρώτη και καλύτερη να φιλήσω τον τάφο του Χριστούλη. Οι γιαγιάδες δεν διαμαρτύρονται - τους φαίνεται φυσικό που είμαι φίρμα, και με ξεπροβοδίζουν με ευλογίες «Χριστός Ανέστη».
Ή όχι, ανάλογα αν λένε τον Θεό σου Χριστό, Γιαχβέ, ή Αλλάχ. Πέτρες προσκυνάμε όλοι, ιερές πέτρες. Διπλανές και όμοιες. Αρχαίες, πέτρες, Θεέ μου, όπως κι αν λέγεσαι, ποτισμένες με θεϊκά και ανθρώπινα μαρτύρια, βράχινα σφουγγάρια που έχουν ρουφήξει των αιώνων τα αίματα.
Όσα κωμικοτραγικά κι αν σου συμβούν κατά μήκος της via Dolorosa, όταν βγεις από την Ιερουσαλήμ δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μπήκε. Dolorosa, όνομα και πράγμα, ένας τόπος συμπυκνωμένης οδύνης. Όλοι όσοι περπατούν στους δρόμους της, και όλοι πίσω από εκείνους, αυτά τα εκατομμύρια των νεκρών της Ιστορίας, έχουν αφήσει τον δικό τους πόνο στις λείες πέτρες.
Γιατί ξέρεις ότι ήρθες στην Ιερουσαλήμ και ο πόνος σου είναι ασφαλής - για ό,τι θρηνείς, για ό,τι έχεις χάσει, για ό,τι πενθείς και οδύρεσαι, εδώ είναι το κατάλληλο μέρος για να το ακουμπήσεις: Η πόλη το αντέχει. Τι είναι ο δικός σου πόνος, όσο αβάσταχτο κι αν τον κουβαλάς εντός, μπροστά σε ό,τι έχει δει -κι ακόμα βλέπει- αυτή η πόλη; Ένα πούπουλο οδύνης, μια στάλα παραπονάκι, μπροστά στους λυγμούς της Ιστορίας.
Άστον και φύγε. Εν ειρήνη.
Photo: Christopher Chan/Flickr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου