Tο δικαίωμα στην Πόλη
Σωτήρης Δημητριάδης
Η επιχείρηση εκκένωσης της πλατείας Ταξίμ άφησε πίσω της πολλούς τραυματίες και, σύμφωνα με πληροφορίες, έναν νεκρό. Όμως, γιατί η Ταξίμ έγινε και πάλι σύμβολο της αντίστασης; Είναι μόνο τα τα «πέντε δέντρα» στο πάρκο Γκεζί που εξηγούν την επιμονή των διαδηλωτών και τον αυταρχισμό του ΑΚΡ;
Τα τελευταία χρόνια οι επισκέπτες και οι κάτοικοι της Πόλης απαντούν ολοένα και συχνότερα το ίδιο σκηνικό: Ένας φράχτης κλείνει πίσω του μια αλάνα ανάμεσα στις πολυκατοικίες, ή τον κήπο ενός τζαμιού, ή ένα παρτέρι στο πλάι του αυτοκινητοδρόμου.
Κρεμασμένο στο φράχτη ένα πανό με την υπογραφή του Δήμου ή του Υπουργείου Πολιτισμού, ανακοινώνει το έργο –Ανακαίνιση του ιστορικού τζαμιού τάδε ή του τουρμπέ δείνα–, και την ανακοίνωση συνοδεύει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από το γύρισμα του 20ου αιώνα. Όποιον προσπαθήσει, όμως, να κοιτάξει μέσα στο φράχτη για να δει από κοντά το μνημείο, τον περιμένει μια έκπληξη: το οικόπεδο είναι άδειο, και οι εργάτες μόλις έχουν αρχίσει να σκάβουν θεμέλια και να ρίχνουν μπετόν. Η ανακαίνισή του, η ανακαίνιση του αστικού χώρου, αφορά την εκ του μηδενός ανακατασκευή του κτιρίου, που πιθανότατα να χάθηκε σε μια από τις αναρίθμητες καταστροφές που έπληξαν την Κωνσταντινούπολη τα τελευταία 100 χρόνια. Η περίεργη χρήση του όρου «ανακαίνιση» δεν είναι χωρίς σημασία.
Οι εξελίξεις στην Τουρκία τρέχουν, και οι πολίτες, με αφορμή την επιχειρούμενη ανάπλαση της πλατείας Ταξίμ και την οικοδόμηση ενός άλλου χαμένου ιστορικού κτιρίου πάνω σε έναν από τους ελάχιστους χώρους πρασίνου της πόλης, συνεχίζουν να διαδηλώνουν, παρά τη λυσσαλέα καταστολή. Πολλά έχουν ήδη γραφτεί για τις σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΑΚΡ και το στρατό, ή για το συζητούμενο νέο Σύνταγμα, ή για το κατά πόσο επιχειρείται ο σταδιακός εξισλαμισμός της δημόσιας σφαίρας στη γείτονα. Ακόμα περισσότερο, ειδικά στην Ελλάδα, τα σχόλια αφορούν (πώς όχι;) στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό - Αμερικάνους και Ισραηλινούς, Κούρδους και Σύριους, και βέβαια τα πολυθρύλητα πετρέλαια του Αιγαίου. Οι σχολιαστές συμφωνούν ότι «δεν πρόκειται πλέον μόνο για μερικά δέντρα», και έτσι η σύνδεση των πρόσφατων γεγονότων με τις αστικές πολιτικές της τουρκικής κυβέρνησης ίσως περνάει σε δεύτερη μοίρα [βλέπε όμως το κείμενο της Ντενίζ Οζντενίζ στα Ενθέματα της Αυγής]. Το ζήτημα με τα «πέντε δέντρα», όμως, όπως ελπίζω να φανεί παρακάτω, είναι κομβικό: τόσο σε ό,τι αφορά την πολιτική ηγεμονία που διατηρούσε με άνεση το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) τα τελευταία 10 περίπου χρόνια, όσο και σε ό,τι αφορά τις αντιστάσεις που γέννησε η πολιτική του όλη αυτήν την περίοδο, και οι οποίες γιγαντώθηκαν την τελευταία βδομάδα.
ΑΚP: ένα αστικό κόμμα
Το ΑΚΡ υπήρξε ανέκαθεν ένα αστικό κόμμα, με την κυριολεκτική σημασία του όρου: ένα κόμμα που γεννήθηκε μέσα από την αστικοποίηση που γνώρισε η Τουρκία, ειδικά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, και το οποίο στηρίχτηκε (ακόμα στηρίζεται) οργανωτικά στη δράση του στο συνοικιακό και δημοτικό επίπεδο. Το πολιτικό Ισλάμ μπήκε στο προσκήνιο της τουρκικής πολιτικής ζωής, όταν το Κόμμα Ευημερίας του Νετζμετίν Ερμπακάν κέρδισε τις δημοτικές εκλογές του 1994, εκλέγοντας μεταξύ άλλων το νεαρό τότε Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη. Ο νέος δήμαρχος τη Πόλης κέρδισε σύντομα ευρεία αποδοχή, όταν έγινε κατανοητό ότι η νέα διοίκηση δεν επέμενε σε ζητήματα ισλαμικής ηθικής, αλλά φρόντιζε να «δίνει λύσεις» σε χρονίζοντα προβλήματα, όπως η αποκομιδή σκουπιδιών και το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Ο Ερντογάν φρόντισε να αναδείξει το τεχνοκρατικό του προφίλ και, όταν ο Ερμπακάν, πρωθυπουργός από το 1996, ανατράπηκε με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, εκείνος διαχώρισε τη θέση του από τον μέντορά του, ίδρυσε το δικό του κόμμα και κέρδισε άνετα τις κοινουβουλευτικές εκλογές το 2002, το 2007 και το 2011, αλλά και τις ενδιάμεσες δημοτικές εκλογές.
Ελέγχοντας τόσο την κεντρική όσο και την τοπική εξουσία, η κυβέρνηση ήταν σε θέση να εφαρμόσει πλήρως την αντίληψή της για το χώρο. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, καθώς ο συνδυασμός κρατικής πολιτικής, τοπικών συμφερόντων και εισροής κεφαλαίων μεταμόρφωσε πλήρως το αστικό τοπίο σε όλες τις μεγάλες τουρκικές πόλεις, πρώτα και κύρια στην Κωνσταντινούπολη των 15 εκατομμυρίων κατοίκων. Ένα πυκνό δίκτυο από αυτοκινητόδρομους, αερογέφυρες και ανισόπεδους κόμβους ενώνει πια το κέντρο με τα αχανή προάστια. Μεγάλα έργα υποδομής βρίσκονται σε εξέλιξη (η επέκταση του μετρό, η διάνοιξη υποβρύχιας σήραγγας που θα συνδέει σιδηροδρομικά τις δυο όχθες της Πόλης) ή σχεδιάζονται (ένα ακόμα αεροδρόμιο, για να αντικαταστήσει (;) τα δυο υπάρχοντα και το φαραωνικό σχέδιο για τη διάνοιξη μιας τεχνητής διώρυγας από τη Μάυρη Θάλασσα στη θάλασσα του Μαρμαρά, όπου θα διοχετευτεί η κυκλοφορία των πλοίων). Δεκάδες ουρανοξύστες αναγείρονται χάρη στους ευνοϊκούς όρους δόμησης, και τα περιαστικά δάση γεμίζουν από βίλες και περιφραγμένες κοινότητες.
Το παρελθόν ως ιδεολογικό εργαλείο
Είναι γεγονός ότι η τουρκική Δεξιά είχε ανέκαθεν έναν τεχνοκρατικό λόγο – και δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο ιστορικοί ηγέτες της, ο Σουλεημάν Ντεμιρέλ και ο Τουργκούτ Οζάλ ήταν μηχανικοί. Αλλά αυτές οι βαθιές παρεμβάσεις στο σκελετό της πόλης έχουν ξεκάθαρο ιδεολογικό περιεχόμενο, το οποίο το ΑΚΡ φροντίζει συνεχώς να διακηρύττει. Η κυβέρνηση και ο Δήμος ανασυνθέτουν την Κωνσταντινούπολη ως μια παγκόσμια πόλη-σύμβολο για τον 21ο αιώνα, που συνδέει το πλούσιο ιστορικό παρελθόν με το ελπιδοφόρο μέλλον. Αλλά είναι εξίσου σαφές πως, για το ΑΚΡ, το παρελθόν δεν διαθέτει αυταξία, παρά αντιμετωπίζεται εργαλειακά -- μπορεί, λοιπόν, να ανακαινιστεί ή να καταστραφεί, να μετακινηθεί, ή να αναδημιουργηθεί με νέα υλικά.
Οικοδομικός οίστρος και άνιση ανάπτυξη
Είναι γνωστό το σοκ των αρχαιολόγων με τον τρόπο ανάπλασης των Θεοδοσιανών τειχών της Πόλης. Κάτι αντίστοιχο γίνεται στα μεγάλα τζαμιά της πόλης, τα οποία αναστηλώνονται μεν, οι εργασίες συντήρησης, όμως, συχνά περιλαμβάνουν την κάλυψη της διακόσμησης του 18ου αιώνα (αποτέλεσμα κι εκείνη προηγούμενων εργασιών) κάτω από μια σύγχρονη δημιουργική αναπαράσταση των «αυθεντικών» τοιχογραφιών. Τα μεγάλα έργα ανάπλασης και συντήρησης, λοιπόν, έχουν εξελιχθεί σε έναν άνισο αγώνα ανάμεσα σε ξένους και Τούρκους επιστήμονες από τη μια, και την κυβέρνηση από την άλλη. Η τελευταία δεν είναι διατεθειμένη να θυσιάσει συγκεκριμένα οικονομικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που κατά τη γνώμη της θα πρέπει να έχει ο ιστορικός αστικός χώρος – δεν είναι τυχαία, από αυτή τη σκοπιά, η προτίμηση στα μνημεία του 16ου αιώνα από τη μια, και της χαμιτικής περιόδου (1876-1908) από την άλλη.
Ο οικοδομικός οίστρος του ΑΚΡ στηρίζεται όχι μόνο από ένα κοινό εν πολλοίς εθισμένο στα «μεγάλα έργα», αλλά από μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στον κατασκευαστικό κλάδο και τους ιδιοκτήτες αστικών και περιαστικών ακινήτων. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία υπό το πρίσμα της μεταβατικής φάσης που περνάει η τουρκική οικονομία: Ενώ η έμφαση στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ερντογάν ήταν οι λεγόμενες «τίγρεις της Ανατολίας», βιομηχανικές μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό σε πόλεις του εσωτερικού της Μ. Ασίας, τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια τα διαθέσιμα κεφάλαια, αν δεν επανεπενδύονται κατευθείαν στο εξωτερικό, τοποθετούνται στις κατασκευές. Η διαδικασία είναι η αναμενόμενη: Η κυβέρνηση ή ο δήμος προκηρύσσουν το έργο, οι εργολάβοι αναλαμβάνουν τα συμβόλαια και οι ιδιοκτήτες κερδοσκοπούν από τις συνεχώς αυξανόμενες τιμές των ακινήτων. Γειτονιές ολόκληρες προσφέρονται για ανάπλαση, ιστορικά κτίρια δίνονται για εμπορικές χρήσεις. Όπως στην Ελλάδα, το μοντέλο αυτό παράγει άνιση ανάπτυξη (υψηλά ποσοστά μεγένθυνσης, χαμηλή απασχόληση και ελλειμματικό ισοζύγιο), πολλαπλασιάζει όμως τα βραχυπρόθεσμα κέρδη όλων των εμπλεκομένων.
«Σαξές στόρυ» με βάση τον αυταρχισμό
Είναι προφανές ότι μια τέτοια ριζική επέμβαση στον αστικό χώρο, άρα και στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται από τους κατοίκους της πόλης, θα προκαλούσε αντιδράσεις. Ο Ερντογάν συχνά αναλάμβανε προσωπικά να υπερασπιστεί το όραμά του για την Κωνσταντινούπολη, φροντίζοντας να απαξιώσει κάθε επικριτή. Οι σύλλογοι αρχιτεκτόνων που διαμαρτύρονται για τις χωρίς όρους επεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον είναι ελιτιστές, οι δε οικολόγοι περιθωριακοί. Όταν τα έργα για την κατασκευή του τερματικού σταθμού του μετρό στο Γενήκαπη έπεσαν πάνω σε ένα Βυζαντινό λιμάνι, ένα μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, ο Τούρκος πρωθυπουργός διαμαρτυρήθηκε για τη διακοπή του έργου. Δεν είναι δυνατόν να σταματάει η πρόοδος για μερικά «τσανάκια και κατσαρόλες.» Οι κάτοικοι των γειτονιών της πόλης που χάνουν τα σπίτια τους κατά την «ανάπλασή» τους, μεταφέρονται σε σπίτια του αντίστοιχου οργανισμού εργατικής κατοικίας, στα προάστια της πόλης, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση και, γιατί όχι, προσφέροντας ένα ακόμα συμβόλαιο για τους κομματικούς εργολάβους. Όταν οι αντιδράσεις είναι εντονότερες, όπως έγινε πριν μερικούς μήνες με την ανακαίνιση (βλέπε κατεδάφιση) του ιστορικού κινηματογράφου «Εμέκ», οι αρχές δε διστάζουν να καταφύγουν στη βία, βγάζοντας τις αύρες στο δρόμο και κάνοντας μαζική χρήση δακρυγόνων.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση (όπως και κανένας άλλος) δεν περίμενε τις αντιδράσεις που θα ακολουθούσαν, όταν έστελνε την αστυνομία να διαλύσει μια ακόμα διαμαρτυρία λιγοστών οικολόγων, αυτήν τη φορά στο πάρκο Γκεζί. Δυο βδομάδες μετά, απέναντί της στέκεται ένα ετερόκλητο πλήθος από αναρχικούς και κεμαλιστές, φρικιά και γιάπηδες, χουλιγκάνους της Μπεσίκτας αλλά και της Φενέρ, φεμινίστριες και μαντηλοφορούσες, Σουνίτες Μουσουλμάνους και Αλεβίτες, τραβεστί και «θείτσες», Κούρδους και γκρίζους λύκους. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη συνεχίζουν να διαδηλώνουν εναντίον της, παρά την αιματηρή καταστολή (ο Ιατρικός Σύλλογος μιλάει για 5 επιβεβαιωμένους θανάτους). Το κίνημα έχει περάσει από την υπεράσπιση ενός πάρκου, σε ζητήματα δημοκρατίας: ο ρόλος της εξουσίας, οι αρμοδιότητες των κατασταλτικών μηχανισμών – αλλά και η υπεράσπιση του αστικού χώρου στο όνομα του δημοσίου, και κόντρα στις επιμέρους ιδιοτέλειες. Ο Τουρκικός λαός πείθεται ολοένα και λιγότερο από το «σαξές στόρυ» του πρωθυπουργού του ή από την τρομολαγνεία που προωθούν τα τηλεοπτικά κανάλια των εργολάβων. Αρνείται ένα μοντέλο εξουσίας που, σε επίπεδο πολιτειακό όσο και σε επίπεδο διαχείρισης του χώρου, έχει σαν πρότυπο το Ντουμπάι. Και αγωνίζεται, μαζικά και ελπιδοφόρα, για το δικαίωμα στην πόλη του.
Τα τελευταία χρόνια οι επισκέπτες και οι κάτοικοι της Πόλης απαντούν ολοένα και συχνότερα το ίδιο σκηνικό: Ένας φράχτης κλείνει πίσω του μια αλάνα ανάμεσα στις πολυκατοικίες, ή τον κήπο ενός τζαμιού, ή ένα παρτέρι στο πλάι του αυτοκινητοδρόμου.
Κρεμασμένο στο φράχτη ένα πανό με την υπογραφή του Δήμου ή του Υπουργείου Πολιτισμού, ανακοινώνει το έργο –Ανακαίνιση του ιστορικού τζαμιού τάδε ή του τουρμπέ δείνα–, και την ανακοίνωση συνοδεύει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από το γύρισμα του 20ου αιώνα. Όποιον προσπαθήσει, όμως, να κοιτάξει μέσα στο φράχτη για να δει από κοντά το μνημείο, τον περιμένει μια έκπληξη: το οικόπεδο είναι άδειο, και οι εργάτες μόλις έχουν αρχίσει να σκάβουν θεμέλια και να ρίχνουν μπετόν. Η ανακαίνισή του, η ανακαίνιση του αστικού χώρου, αφορά την εκ του μηδενός ανακατασκευή του κτιρίου, που πιθανότατα να χάθηκε σε μια από τις αναρίθμητες καταστροφές που έπληξαν την Κωνσταντινούπολη τα τελευταία 100 χρόνια. Η περίεργη χρήση του όρου «ανακαίνιση» δεν είναι χωρίς σημασία.
Οι εξελίξεις στην Τουρκία τρέχουν, και οι πολίτες, με αφορμή την επιχειρούμενη ανάπλαση της πλατείας Ταξίμ και την οικοδόμηση ενός άλλου χαμένου ιστορικού κτιρίου πάνω σε έναν από τους ελάχιστους χώρους πρασίνου της πόλης, συνεχίζουν να διαδηλώνουν, παρά τη λυσσαλέα καταστολή. Πολλά έχουν ήδη γραφτεί για τις σχέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΑΚΡ και το στρατό, ή για το συζητούμενο νέο Σύνταγμα, ή για το κατά πόσο επιχειρείται ο σταδιακός εξισλαμισμός της δημόσιας σφαίρας στη γείτονα. Ακόμα περισσότερο, ειδικά στην Ελλάδα, τα σχόλια αφορούν (πώς όχι;) στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό - Αμερικάνους και Ισραηλινούς, Κούρδους και Σύριους, και βέβαια τα πολυθρύλητα πετρέλαια του Αιγαίου. Οι σχολιαστές συμφωνούν ότι «δεν πρόκειται πλέον μόνο για μερικά δέντρα», και έτσι η σύνδεση των πρόσφατων γεγονότων με τις αστικές πολιτικές της τουρκικής κυβέρνησης ίσως περνάει σε δεύτερη μοίρα [βλέπε όμως το κείμενο της Ντενίζ Οζντενίζ στα Ενθέματα της Αυγής]. Το ζήτημα με τα «πέντε δέντρα», όμως, όπως ελπίζω να φανεί παρακάτω, είναι κομβικό: τόσο σε ό,τι αφορά την πολιτική ηγεμονία που διατηρούσε με άνεση το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) τα τελευταία 10 περίπου χρόνια, όσο και σε ό,τι αφορά τις αντιστάσεις που γέννησε η πολιτική του όλη αυτήν την περίοδο, και οι οποίες γιγαντώθηκαν την τελευταία βδομάδα.
ΑΚP: ένα αστικό κόμμα
Το ΑΚΡ υπήρξε ανέκαθεν ένα αστικό κόμμα, με την κυριολεκτική σημασία του όρου: ένα κόμμα που γεννήθηκε μέσα από την αστικοποίηση που γνώρισε η Τουρκία, ειδικά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, και το οποίο στηρίχτηκε (ακόμα στηρίζεται) οργανωτικά στη δράση του στο συνοικιακό και δημοτικό επίπεδο. Το πολιτικό Ισλάμ μπήκε στο προσκήνιο της τουρκικής πολιτικής ζωής, όταν το Κόμμα Ευημερίας του Νετζμετίν Ερμπακάν κέρδισε τις δημοτικές εκλογές του 1994, εκλέγοντας μεταξύ άλλων το νεαρό τότε Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη. Ο νέος δήμαρχος τη Πόλης κέρδισε σύντομα ευρεία αποδοχή, όταν έγινε κατανοητό ότι η νέα διοίκηση δεν επέμενε σε ζητήματα ισλαμικής ηθικής, αλλά φρόντιζε να «δίνει λύσεις» σε χρονίζοντα προβλήματα, όπως η αποκομιδή σκουπιδιών και το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Ο Ερντογάν φρόντισε να αναδείξει το τεχνοκρατικό του προφίλ και, όταν ο Ερμπακάν, πρωθυπουργός από το 1996, ανατράπηκε με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, εκείνος διαχώρισε τη θέση του από τον μέντορά του, ίδρυσε το δικό του κόμμα και κέρδισε άνετα τις κοινουβουλευτικές εκλογές το 2002, το 2007 και το 2011, αλλά και τις ενδιάμεσες δημοτικές εκλογές.
Ελέγχοντας τόσο την κεντρική όσο και την τοπική εξουσία, η κυβέρνηση ήταν σε θέση να εφαρμόσει πλήρως την αντίληψή της για το χώρο. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, καθώς ο συνδυασμός κρατικής πολιτικής, τοπικών συμφερόντων και εισροής κεφαλαίων μεταμόρφωσε πλήρως το αστικό τοπίο σε όλες τις μεγάλες τουρκικές πόλεις, πρώτα και κύρια στην Κωνσταντινούπολη των 15 εκατομμυρίων κατοίκων. Ένα πυκνό δίκτυο από αυτοκινητόδρομους, αερογέφυρες και ανισόπεδους κόμβους ενώνει πια το κέντρο με τα αχανή προάστια. Μεγάλα έργα υποδομής βρίσκονται σε εξέλιξη (η επέκταση του μετρό, η διάνοιξη υποβρύχιας σήραγγας που θα συνδέει σιδηροδρομικά τις δυο όχθες της Πόλης) ή σχεδιάζονται (ένα ακόμα αεροδρόμιο, για να αντικαταστήσει (;) τα δυο υπάρχοντα και το φαραωνικό σχέδιο για τη διάνοιξη μιας τεχνητής διώρυγας από τη Μάυρη Θάλασσα στη θάλασσα του Μαρμαρά, όπου θα διοχετευτεί η κυκλοφορία των πλοίων). Δεκάδες ουρανοξύστες αναγείρονται χάρη στους ευνοϊκούς όρους δόμησης, και τα περιαστικά δάση γεμίζουν από βίλες και περιφραγμένες κοινότητες.
Το παρελθόν ως ιδεολογικό εργαλείο
Είναι γεγονός ότι η τουρκική Δεξιά είχε ανέκαθεν έναν τεχνοκρατικό λόγο – και δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο ιστορικοί ηγέτες της, ο Σουλεημάν Ντεμιρέλ και ο Τουργκούτ Οζάλ ήταν μηχανικοί. Αλλά αυτές οι βαθιές παρεμβάσεις στο σκελετό της πόλης έχουν ξεκάθαρο ιδεολογικό περιεχόμενο, το οποίο το ΑΚΡ φροντίζει συνεχώς να διακηρύττει. Η κυβέρνηση και ο Δήμος ανασυνθέτουν την Κωνσταντινούπολη ως μια παγκόσμια πόλη-σύμβολο για τον 21ο αιώνα, που συνδέει το πλούσιο ιστορικό παρελθόν με το ελπιδοφόρο μέλλον. Αλλά είναι εξίσου σαφές πως, για το ΑΚΡ, το παρελθόν δεν διαθέτει αυταξία, παρά αντιμετωπίζεται εργαλειακά -- μπορεί, λοιπόν, να ανακαινιστεί ή να καταστραφεί, να μετακινηθεί, ή να αναδημιουργηθεί με νέα υλικά.
Οικοδομικός οίστρος και άνιση ανάπτυξη
Είναι γνωστό το σοκ των αρχαιολόγων με τον τρόπο ανάπλασης των Θεοδοσιανών τειχών της Πόλης. Κάτι αντίστοιχο γίνεται στα μεγάλα τζαμιά της πόλης, τα οποία αναστηλώνονται μεν, οι εργασίες συντήρησης, όμως, συχνά περιλαμβάνουν την κάλυψη της διακόσμησης του 18ου αιώνα (αποτέλεσμα κι εκείνη προηγούμενων εργασιών) κάτω από μια σύγχρονη δημιουργική αναπαράσταση των «αυθεντικών» τοιχογραφιών. Τα μεγάλα έργα ανάπλασης και συντήρησης, λοιπόν, έχουν εξελιχθεί σε έναν άνισο αγώνα ανάμεσα σε ξένους και Τούρκους επιστήμονες από τη μια, και την κυβέρνηση από την άλλη. Η τελευταία δεν είναι διατεθειμένη να θυσιάσει συγκεκριμένα οικονομικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που κατά τη γνώμη της θα πρέπει να έχει ο ιστορικός αστικός χώρος – δεν είναι τυχαία, από αυτή τη σκοπιά, η προτίμηση στα μνημεία του 16ου αιώνα από τη μια, και της χαμιτικής περιόδου (1876-1908) από την άλλη.
Ο οικοδομικός οίστρος του ΑΚΡ στηρίζεται όχι μόνο από ένα κοινό εν πολλοίς εθισμένο στα «μεγάλα έργα», αλλά από μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στον κατασκευαστικό κλάδο και τους ιδιοκτήτες αστικών και περιαστικών ακινήτων. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία υπό το πρίσμα της μεταβατικής φάσης που περνάει η τουρκική οικονομία: Ενώ η έμφαση στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ερντογάν ήταν οι λεγόμενες «τίγρεις της Ανατολίας», βιομηχανικές μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό σε πόλεις του εσωτερικού της Μ. Ασίας, τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια τα διαθέσιμα κεφάλαια, αν δεν επανεπενδύονται κατευθείαν στο εξωτερικό, τοποθετούνται στις κατασκευές. Η διαδικασία είναι η αναμενόμενη: Η κυβέρνηση ή ο δήμος προκηρύσσουν το έργο, οι εργολάβοι αναλαμβάνουν τα συμβόλαια και οι ιδιοκτήτες κερδοσκοπούν από τις συνεχώς αυξανόμενες τιμές των ακινήτων. Γειτονιές ολόκληρες προσφέρονται για ανάπλαση, ιστορικά κτίρια δίνονται για εμπορικές χρήσεις. Όπως στην Ελλάδα, το μοντέλο αυτό παράγει άνιση ανάπτυξη (υψηλά ποσοστά μεγένθυνσης, χαμηλή απασχόληση και ελλειμματικό ισοζύγιο), πολλαπλασιάζει όμως τα βραχυπρόθεσμα κέρδη όλων των εμπλεκομένων.
«Σαξές στόρυ» με βάση τον αυταρχισμό
Είναι προφανές ότι μια τέτοια ριζική επέμβαση στον αστικό χώρο, άρα και στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται από τους κατοίκους της πόλης, θα προκαλούσε αντιδράσεις. Ο Ερντογάν συχνά αναλάμβανε προσωπικά να υπερασπιστεί το όραμά του για την Κωνσταντινούπολη, φροντίζοντας να απαξιώσει κάθε επικριτή. Οι σύλλογοι αρχιτεκτόνων που διαμαρτύρονται για τις χωρίς όρους επεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον είναι ελιτιστές, οι δε οικολόγοι περιθωριακοί. Όταν τα έργα για την κατασκευή του τερματικού σταθμού του μετρό στο Γενήκαπη έπεσαν πάνω σε ένα Βυζαντινό λιμάνι, ένα μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, ο Τούρκος πρωθυπουργός διαμαρτυρήθηκε για τη διακοπή του έργου. Δεν είναι δυνατόν να σταματάει η πρόοδος για μερικά «τσανάκια και κατσαρόλες.» Οι κάτοικοι των γειτονιών της πόλης που χάνουν τα σπίτια τους κατά την «ανάπλασή» τους, μεταφέρονται σε σπίτια του αντίστοιχου οργανισμού εργατικής κατοικίας, στα προάστια της πόλης, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση και, γιατί όχι, προσφέροντας ένα ακόμα συμβόλαιο για τους κομματικούς εργολάβους. Όταν οι αντιδράσεις είναι εντονότερες, όπως έγινε πριν μερικούς μήνες με την ανακαίνιση (βλέπε κατεδάφιση) του ιστορικού κινηματογράφου «Εμέκ», οι αρχές δε διστάζουν να καταφύγουν στη βία, βγάζοντας τις αύρες στο δρόμο και κάνοντας μαζική χρήση δακρυγόνων.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση (όπως και κανένας άλλος) δεν περίμενε τις αντιδράσεις που θα ακολουθούσαν, όταν έστελνε την αστυνομία να διαλύσει μια ακόμα διαμαρτυρία λιγοστών οικολόγων, αυτήν τη φορά στο πάρκο Γκεζί. Δυο βδομάδες μετά, απέναντί της στέκεται ένα ετερόκλητο πλήθος από αναρχικούς και κεμαλιστές, φρικιά και γιάπηδες, χουλιγκάνους της Μπεσίκτας αλλά και της Φενέρ, φεμινίστριες και μαντηλοφορούσες, Σουνίτες Μουσουλμάνους και Αλεβίτες, τραβεστί και «θείτσες», Κούρδους και γκρίζους λύκους. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη συνεχίζουν να διαδηλώνουν εναντίον της, παρά την αιματηρή καταστολή (ο Ιατρικός Σύλλογος μιλάει για 5 επιβεβαιωμένους θανάτους). Το κίνημα έχει περάσει από την υπεράσπιση ενός πάρκου, σε ζητήματα δημοκρατίας: ο ρόλος της εξουσίας, οι αρμοδιότητες των κατασταλτικών μηχανισμών – αλλά και η υπεράσπιση του αστικού χώρου στο όνομα του δημοσίου, και κόντρα στις επιμέρους ιδιοτέλειες. Ο Τουρκικός λαός πείθεται ολοένα και λιγότερο από το «σαξές στόρυ» του πρωθυπουργού του ή από την τρομολαγνεία που προωθούν τα τηλεοπτικά κανάλια των εργολάβων. Αρνείται ένα μοντέλο εξουσίας που, σε επίπεδο πολιτειακό όσο και σε επίπεδο διαχείρισης του χώρου, έχει σαν πρότυπο το Ντουμπάι. Και αγωνίζεται, μαζικά και ελπιδοφόρα, για το δικαίωμα στην πόλη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου